Η δοκιμαζόμενη τουρκική λίρα παρουσιάζει μία σχετική ανάκαμψη και ορισμένοι βραχυπρόθεσμοι ξένοι επενδυτές έχουν επιστρέψει στην Τουρκία από τις αρχές Νοεμβρίου, όταν η Άγκυρα αντικατέστησε δύο βασικούς ιθύνοντες της οικονομίας –τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και τον υπουργό Οικονομικών– υλοποιώντας αυτό που παρουσιάζεται ως μία προσπάθεια να ξεπεραστεί η διετής οικονομική αναταραχή της χώρας. Αναταραχή που επιδεινώθηκε εξ αιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού. Βρίσκεται όμως η τουρκική οικονομία εκτός κινδύνου;
Από: ardin-rixi.gr - του Μουσταφά Σονμέζ
Μετά την καταιγίδα στις αρχές Νοεμβρίου, η οικονομία εμφανίζεται να διαγράφει μία νέα πορεία ανακουφίζοντας πολλούς, προς το παρόν, όσον αφορά το ξεπέρασμα μίας δύσκολης καμπής για τη χώρα. Το βασικό στοιχείο της «οικονομικής μεταρρύθμισης» της Άγκυρας είναι η ανατροπή της πολιτικής των χαμηλών επιτοκίων, παρά τη δραματική υποτίμηση του νομίσματος και τον αυξανόμενο πληθωρισμό. Σε μια προσπάθεια να καταστήσει τη λίρα πιο ελκυστική για τους αποταμιευτές και να περιορίσει τη μετατροπή της σε δολάρια, η Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε δύο αυξήσεις επιτοκίων, τον Νοέμβρη και τον Δεκέμβρη, οι οποίες ανήλθαν στις 7 περίπου ποσοστιαίες μονάδες ανεβάζοντάς τα στο 17%.
Μόλις τον Αύγουστο, η τράπεζα είχε
μειώσει το επιτόκιο στο 8,25% μετά από σιωπηρή εντολή του προέδρου
Ερντογάν, ο οποίος από καιρό υποστήριζε μία αντισυμβατική θεωρία που
θέλει τα υψηλά επιτόκια να αυξάνουν τον πληθωρισμό. Η ασταμάτητη πτώση
της λίρας, σε συνδυασμό με τον ανερχόμενο πληθωρισμό και το αυξανόμενο
έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, ανάγκασε την Άγκυρα να αλλάξει ρότα, εν
μέσω έντονων ανησυχιών πως η εξαρτώμενη από τις εισαγωγές τουρκική
οικονομία δεν θα μπορούσε να αντέξει μία περαιτέρω αύξηση των τιμών του
σκληρού νομίσματος.
Ο νέος διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Αγκμπάλ
δείχνει μία αποφασιστική στάση υλοποιώντας τη νέα προσέγγιση της
Κεντρικής Τράπεζας, ενώ ο νέος υπουργός Οικονομικών Ελβάν έχει υποσχεθεί
διαρκή μέριμνα για τη διατήρηση της σταθερότητας, προσπαθώντας να
πείσει τους παράγοντες της αγοράς πως η Άγκυρα έχει βάλει φρένο στην
καθοδική πορεία της οικονομίας.
Ασφάλιστρα κινδύνου και επενδύσεις
Η πολιτική ανατροπή έχει μετριάσει τους φόβους για τον κίνδυνο της τουρκικής οικονομίας κι αυτό αποτυπώνεται στα ασφάλιστρα κινδύνου της χώρας που παρουσιάζουν μία πτώση κοντά στο 14% τον τελευταίο μήνα φτάνοντας τις 320 μονάδες βάσης στις 30 Δεκεμβρίου. Το ασφάλιστρο κινδύνου –όπως αντανακλάται στα συμβόλαια αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου ή το κόστος του ασφαλιστικού ανοίγματος στο δημόσιο χρέος της Τουρκίας– είχε φτάσει στο υψηλό πενταετίας των 643 μονάδων βάσης τον Μάιο. Παρά τη βελτίωση, παραμένει κατά 18% υψηλότερο από ό,τι πριν από έναν χρόνο, που σημαίνει πως το εξωτερικό κόστος δανεισμού της Τουρκίας δεν δείχνει κάποια αξιοσημείωτη μείωση. Ωστόσο, μία ροή συναλλάγματος στο χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης έρχεται μαζί με μία πτώση του ασφαλιστικού κινδύνου, ένδειξη ότι η αξιοπιστία της Άγκυρας παρουσιάζει κάποια βελτίωση.
Οι ξένες επενδύσεις χαρτοφυλακίου στην Τουρκία μειώθηκαν κατά 2,2 δισ.$ το 2018 και 3,3 δισ.$ το 2019. Οι εκροές το 2020 ανήλθαν σε 9,6 δισ.$, παρά τις νέες επενδύσεις τους τελευταίους δύο μήνες. Από τις 6 Νοεμβρίου έως το τέλος του έτους, οι ξένοι επενδυτές τοποθέτησαν πάνω από 4 δισ.$ σε χρεόγραφα, κυρίως σε συμβόλαια επαναγοράς χωρίς κίνδυνο, ελκυόμενοι από τις υψηλές αποδόσεις της λίρας μετά την αύξηση των επιτοκίων. Οι νέες επενδύσεις συνέβαλαν στην τόνωση των αγορών και την ενίσχυση της λίρας. Η τιμή του δολαρίου ήταν κάτω από τις 7,5 λίρες στο τέλος του έτους, υποχωρώντας από τις 8,5 περίπου λίρες των αρχών Νοεμβρίου.
Καταθέσεις και συναλλαγματικά αποθέματα
Ωστόσο, οι καταθέσεις σε σκληρό νόμισμα στη χώρα δεν έχουν μειωθεί. Οι ντόπιοι καταθέτες φαίνονται απρόθυμοι να επιστρέψουν στη λίρα, μία ένδειξη πως το πρόβλημα με τη φερεγγυότητα της Άγκυρας παραμένει. Οι καταθέσεις σε σκληρό νόμισμα ανήλθαν σε ένα ρεκόρ 258,3 δισ.$ στο τέλος του 2020, αυξημένες κατά 37,4 δισ. σε ένα χρόνο. Οι καταθέσεις σε σκληρά νομίσματα αντιπροσωπεύουν το 56% όλων των καταθέσεων, ποσοστό που φτάνει το 60,4% εάν συμπεριλάβουμε τις ιδιωτικές καταθέσεις ταμιευτηρίου.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης, που κάνει τους ντόπιους καταθέτες να επιμένουν στο σκληρό νόμισμα, σχετίζεται με την επισφαλή κατάσταση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Κεντρικής Τράπεζας, μετά τη σπατάλη δισεκατομμυρίων δολαρίων σε μία αποτυχημένη απόπειρα στήριξης της λίρας. Τα ακαθάριστα αποθεματικά της τράπεζας ανήλθαν στα 91,8 δισ.$ στις 18 Δεκεμβρίου, καλύπτοντας μόνο το 69% του βραχυπρόθεσμου εξωτερικού χρέους.
Όσον αφορά το εξωτερικό χρέος, που λήγει σε λιγότερο από ένα χρόνο και το οποίο ανέρχεται σε 181 δισ.$, το ποσοστό κάλυψης ήταν ακόμη χαμηλότερο, πέφτοντας στο 50,7% από 62,8% την ίδια περίοδο το 2019. Η Κεντρική Τράπεζα δεν έχει ακόμη δημοσιοποιήσει την απάντησή της για τη σπατάλη περίπου 130 δισ.$ σε παράνομες νομισματικές συναλλαγές με σκοπό να περιορίσει την υποτίμηση της λίρας, μία πολιτική που εξάντλησε τα αποθέματα της τράπεζας προσκομίζοντας αμελητέο κέρδος.
Παρά την έλλειψη εμπιστοσύνης στο εσωτερικό, η εισροή «ζεστού χρήματος» από το εξωτερικό και η υποχώρηση των τιμών του σκληρού νομίσματος είναι θετικές εξελίξεις. Ωστόσο, οι περισσότεροι αναλυτές προειδοποιούν πως είναι πολύ νωρίς για πανηγυρισμούς.
Δάνεια και πιστώσεις
Η αύξηση των επιτοκίων έχει ενοχλήσει τις εταιρείες που βασίστηκαν στη φθηνή πίστωση για να παραμείνουν σε λειτουργία. Μετά τις αυξήσεις των επιτοκίων, η πιστωτική στρόφιγγα έχει κλείσει προκαλώντας μία αξιοσημείωτη μείωση στον όγκο των δανείων. Μία δανειακή έκρηξη πριν από λίγους μήνες, έδωσε τεράστια οικονομική ώθηση στις πωλήσεις κατοικιών, αυτοκινήτων και διαρκών αγαθών, δίνοντας στις επιχειρήσεις μία προσωρινή ανακούφιση εν μέσω κρίσης. Οι επιχειρηματίες διαμαρτύρονται τώρα για μία απότομη μείωση της ζήτησης και συχνά διαβιβάζουν τα παράπονά τους στον Ερντογάν. Ωστόσο, η Άγκυρα πρέπει να παραμείνει αποφασιστική στην οικονομική της πολιτική προκειμένου να συγκρατήσει τον πληθωρισμό, ο οποίος αναμένεται να φτάσει το 15% το πρώτο τρίμηνο του 2021.
Τα αυξημένα επιτόκια είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν προβλήματα και για όσους έχουν χρεωθεί, ενώ οι τράπεζες-ήδη υπό πίεση- δεν φαίνεται να δείχνουν μεγαλύτερη ευελιξία.
Εν ολίγοις, η κυβέρνηση Ερντογάν θα
βρίσκεται υπό αμφίδρομη πίεση τους επόμενους μήνες, από τη μία για τη
συνεχιζόμενη σταθεροποίηση και από την άλλη για νομισματική χαλάρωση. Το
πότε και το πώς θα τερματίσει τη σφιχτή οικονομική πολιτική θα είναι
ζωτικής σημασίας για τους οικονομικούς παράγοντες.
Πηγή: Al-Monitor / 4 Iaνουαρίου 2020 / Μετάφραση: Σπ. Σπυρόπουλος