Από: menshouse.gr
Τα παιδιά δεν επιλέχθηκαν καθόλου τυχαία, αφού στην πραγματικότητα το «Up» δεν φιλοδοξούσε να παραμείνει ένα απλό φιλμ του τηλεοπτικού σταθμού ITV, αλλά να μετατραπεί σε ένα κοινωνικό πείραμα ευρείας προβολής. Οι 14 που τελικά έφθασαν μπροστά στις κάμερες προκειμένου να εκθέσουν τις ζωές τους προέρχονταν από πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα, με τους δημιουργούς να επιδιώκουν την διαφορετικότητα.
Το αποτέλεσμα ήταν να εγκριθούν οι υποψηφιότητες παιδιών με τεράστιες ταξικές ανισότητες. Για την ακρίβεια ζητήθηκε να υπάρχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασπορά προκειμένου να εκπροσωπηθούν τάξεις και εισοδήματα με μεγάλες αποκλίσεις, μετατρέποντας το «Up» στα χρόνια που ακολούθησαν στο μεγαλύτερο τηλεοπτικό πείραμα που σημειώθηκε ποτέ.
Ίσως τίποτα από όλα αυτά να μην είχε συμβεί εάν δεν υπήρχε το πάθος του Μάικλ Άπτεντ. Ο γνωστός σκηνοθέτης (που άφησε πρόσφατα την τελευταία πνοή του) είχε συμμετάσχει στο «Seven Up» ως ένας από τους ερευνητές, δείχνοντας τρομερή προσήλωση και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το πρόγραμμα.
Τότε την σκηνοθεσία είχε αναλάβει ο Πολ Άλμοντ, όμως από το επόμενο επεισόδιο και μετά, ο ίδιος ο Άπτεντ έβαζε την υπογραφή του στη σκηνοθεσία. Πράγμα που συνέχισε να κάνει μέχρι και το τελευταίο, το οποίο προβλήθηκε στις 4-5 και 6 Ιουνίου του 2019, με τον σκηνοθέτη να έχει παθιαστεί τόσο πολύ με αυτό το ιδιόμορφο τηλεοπτικό πείραμα ώστε να συνεχίζει να ασχολείται ενεργά και με μεγάλο πάθος ουσιαστικά μέχρι τον θάνατό του παρά το γεγονός ότι πλέον ήταν καταξιωμένος με μεγάλες δουλειές σε μικρή και μεγάλη οθόνη.
Έτσι, κάθε επτά χρόνια επέστρεφε και κατέγραφε με τον φακό του τις διαδρομές των ζωών των Άντριου, Τσαρλς, Τζον, Σούζι, Τζάκι, Λιν, Σου,Τόνι, Πολ, Σάιμον, Νικ, Πίτερ, Νιλ και Μπρους. Οι ερωτήσεις στις οποίες υποβάλλονταν σχετίζοντας αρχικά με την κοινωνική θέση των οικογενειών τους ενώ στη συνέχεια επιχειρήθηκε μια «ιχνηλάτηση» των επιθυμιών ή των προσδοκιών τους, οι οποίες διέφεραν κατά πολύ ανάλογα με το οικονομικό υπόβαθρο και τις ευκαιρίες που τους παρουσιάζονταν εξαιτίας της καταγωγής τους.
Τα θέματα της θρησκείας, των απολαβών, του status του καθενός, αλλά και των ονείρων που είχε για την ζωή έγιναν κτήμα του κοινού που περίμενε κάθε επτά χρόνια το επόμενο update, προσπαθώντας να προβλέψει τις πορείες των ζωών τους και να συγκρίνει τις δικές του εκτιμήσεις με τα γεγονότα.
Βέβαια, επειδή μιλάμε για τηλεόραση, ο φακός δεν μετέφερε την ψυχρή πραγματικότητα, αλλά υπήρχε και ένα παράλληλο «παιχνίδι» τηλεθέασης. Άλλωστε ουσιαστικά μετά από μερικά επεισόδια τα 14 άτομα που λάμβαναν μέρος ήταν αρκετά μεγάλα ώστε να αντιληφθούν τους όρους και πολλοί εξ αυτών λειτουργούσαν και συμπεριφέρονταν ως αστέρες, λέγοντας αρκετά συχνά ψεύδη σχετικά με την επαγγελματική ή την προσωπική και οικογενειακή πορεία τους.
Έξω από τον χορό δεν έμεινε ούτε ο σκηνοθέτης ο οποίος άλλωστε παραδέχθηκε ότι ορισμένες φορές άφηνε τις δικές του προβλέψεις αναφορικά με το μέλλον των παιδιών να καθορίσουν τα πλάνα και την ατμόσφαιρα των γυρισμάτων. Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο του Νικ, τον οποίο ο Άπτεντ συχνά προτιμούσε να κινηματογραφεί σε «ύποπτες» γειτονιές και σε παράξενες καταστάσεις, μόνο και μόνο επειδή ο ίδιος θεωρούσε ότι εκείνος ο τύπος κάποια στιγμή θα κατέληγε στην φυλακή και ήθελε να έχει έτοιμα πλάνα για την «μαντεψιά» του.
Ωστόσο δεν λείπουν και τα πλάνα αυτοκριτικής καθώς αρκετά συχνά κατέγραφε τις προσωπικές αστοχίες του (ή αστοχίες στις προβλέψεις της παραγωγής) και τον τρόπο που τα άτομα αντιδρούσαν (πολλές φορές έντονα) σε αυτές.
Σε κάθε περίπτωση και παρά τα πολλά κενά και τις παραλείψεις (και έχοντας κατά νου ότι μιλάμε για ένα τηλεοπτικό προϊόν και όχι για μια επιστημονική μελέτη) το «Up» απέδειξε σε μεγάλο βαθμό ότι το παρελθόν και οι συνθήκες μέσα στις οποίες γεννιέται και μεγαλώνει κανείς παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στην διαμόρφωση και την ολοκλήρωση των προσωπικοτήτων των ανθρώπων, όπως επίσης στους στόχους τους αλλά και στα μέσα που είναι διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν.