Παρόλο που η αξία των εξαγώγιμων αγαθών αυξήθηκε σημαντικά, οι εξαγωγές παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο σαν ποσοστό του ΑΕΠ.
Από: radar.gr
Του Σπύρου Σταθάκη
Σε συνέχεια της παρατεταμένης ύφεσης που προκάλεσε η κρίση χρέους και που στοίχισε σχεδόν το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της χώρας, η δημοσιονομική και εξωτερική ισορροπία έχει πλέον σε μεγάλο βαθμό αποκατασταθεί και η οικονομία έδειξε σημάδια ανάκαμψης, πλην όμως με αδύναμα χαρακτηριστικά, όπως καταγράφεται στην τελική έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη.
Ενδεικτικά, η ιδιωτική κατανάλωση εξακολουθεί να αποτελεί πολύ σημαντικό μερίδιο του ΑΕΠ, σημαντικά μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Μια θετική εξέλιξη τα τελευταία χρόνια είναι ότι η αξία των εξαγωγών αγαθών αυξήθηκε σημαντικά – κατά 68% σε σταθερές τιμές. Οι εξαγωγές παραμένουν όμως σε χαμηλό επίπεδο σαν ποσοστό του ΑΕΠ, και το εμπορικό ισοζύγιο παραμένει ελλειμματικό, καθώς το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών αντισταθμίζεται μερικώς μόνο από το πλεόνασμα στο ισοζύγιο υπηρεσιών.
Παρά την αύξηση των εξαγωγών, πρωτίστως υπηρεσιών αλλά και αγαθών, κατά την τελευταία δεκαετία, το επίπεδο του συνολικού εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας, ως ποσοστού του ΑΕΠ, αποκλίνει συστηματικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Για το 2019, το άθροισμα σε αξία του συνόλου των εξαγωγών και εισαγωγών έφθανε το 74% του ΑΕΠ για την Ελλάδα, η πέμπτη χαμηλότερη επίδοση μεταξύ των μελών της ΕΕ και η χαμηλότερη μεταξύ των μικρών χωρών, ενώ το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην ΕΕ ήταν 95%. Ειδικότερα, οι συνολικές εξαγωγές αποτελούν το 37,2% του ΑΕΠ της Ελλάδας έναντι 65,5% για τις χώρες ΕΕ-9 και, συνεπώς, ο εξαγωγικός τομέας της ελληνικής οικονομίας είναι λιγότερο αναπτυγμένος, συγκριτικά.
Εξαγωγές και Κλάδος Αγροτικών προϊόντων, τροφίμων και πρώτων υλών
Πιο αναλυτικά, ο κλάδος των Αγροτικών προϊόντων, τροφίμων και πρώτων υλών αποτελεί το 4,4% του ΑΕΠ και έχει επιδείξει σταθερό ρυθμό αύξησης 4-5% τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ακόμη και την περίοδο της βαθύτερης ύφεσης (2008-2013). Παρόλα αυτά, υπολείπεται από τον μέσο όρο των χωρών ΕΕ-9 ως προς το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ. Δεδομένου του συγκριτικού πλεονεκτήματος της Ελλάδας στην παραγωγή των προϊόντων αυτών, κυρίως λόγω του ευνοϊκού κλίματος, και της αντοχής του κλάδου στις αρνητικές οικονομικές συνθήκες, εκτιμάται ότι ο κλάδος αυτός έχει σημαντικές περαιτέρω δυνατότητες ανάπτυξης.
Εξαγωγές και κλάδος των Πετρελαιοειδών
Ο κλάδος των Πετρελαιοειδών είναι εξαιρετικά αναπτυγμένος στην Ελλάδα συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες: το μερίδιο των εξαγωγών του κλάδου ως προς το ΑΕΠ είναι υπερδιπλάσιο από ό,τι στον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-9 (6,3% έναντι 3%) ενώ η Ολλανδία είναι η μόνη χώρα με υψηλότερο μερίδιο του κλάδου στο ΑΕΠ από την Ελλάδα. Κατά την περίοδο 2013-2019, οι εξαγωγές πετρελαιοειδών ήταν στάσιμες, το οποίο οφείλεται κυρίως στην πτώση των τιμών του αργού πετρελαίου και αποτελεί καλύτερη επίδοση συγκριτικά με τον μέσο όρο των χωρών ΕΕ-9. Δεδομένου του υψηλού επιπέδου ωρίμανσης του κλάδου, του σχετικά περιορισμένου εύρους εξαγόμενων προϊόντων και της πρόσφατης στασιμότητας στην αξία των εξαγωγών εκτιμάται ότι ο συγκεκριμένος κλάδος έχει περιορισμένες δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης.
Εξαγωγές και κλάδος των Βιομηχανικών προϊόντων
Ο κλάδος των Βιομηχανικών προϊόντων είναι ο ευρύτερος εξαγωγικός κλάδος και αντιπροσωπεύει την πλειονότητα των εξαγωγών για τις περισσότερες χώρες. Περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία προϊόντων που απαιτούν διαφορετικούς βαθμούς τεχνολογικής εξειδίκευσης, όπως χημικά προϊόντα, βασικά μέταλλα και μεταποιημένα μεταλλικά προϊόντα, μηχανήματα, οχήματα, υφάσματα και ρούχα. Ο συγκεκριμένος κλάδος έχει σχετικά χαμηλή ανάπτυξη στην Ελλάδα και αντιπροσωπεύει μόλις το ένα τέταρτο των εξαγωγών και το 9,2% του ΑΕΠ έναντι 55% και 38,2% για τις χώρες ΕΕ-9. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι οι ελληνικές εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων επέδειξαν υψηλά επίπεδα δυναμισμού μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, με μόνη (σημαντική) εξαίρεση την περίοδο της βαθύτερης κρίσης 2008-2013.
Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων αυξήθηκαν ετησίως κατά 7,5% την περίοδο 2002-2008 και κατά 6,7% την περίοδο 2013-2019, οι οποίες είναι οι δεύτερες καλύτερες επιδόσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 (που περιλαμβάνει τα κράτη μέλη πριν τη διεύρυνση του 2004). Καθώς ο κλάδος των βιομηχανικών προϊόντων είναι λιγότερο αναπτυγμένος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (συνεπώς δεν είναι κορεσμένος), περιλαμβάνει μεγάλο εύρος προϊόντων (συνεπώς είναι εφικτό να βρεθούν συγκριτικά πλεονεκτήματα σε κάποια από τα προϊόντα του κλάδου) και έχει επιδείξει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τα πρόσφατα χρόνια (όταν επικρατούσε οικονομική σταθερότητα), εκτιμάται ότι οι δυνατότητες ανάπτυξης των εξαγωγών του είναι σημαντικές.
Εξαγωγές και κλάδος των Θαλάσσιων μεταφορών
Ο κλάδος των Θαλάσσιων μεταφορών είναι εξαιρετικά αναπτυγμένος στην Ελλάδα: οι εξαγωγές του κλάδου είναι 65% υψηλότερες από το μέσο όρο των χωρών ΕΕ-9 και υπολείπεται μόνο της Δανίας ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η αξία των εξαγωγών του κλάδου αυξήθηκε με υψηλούς ρυθμούς την περίοδο 2013-2019, αλλά προηγήθηκε η κατάρρευση των εσόδων κατά 40% την περίοδο 2008-2013, και, έτσι, τα έσοδα του 2019 ήταν κατά 10% χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2008. Δεδομένου του υψηλού επιπέδου ωρίμανσης του κλάδου, του σχετικά περιορισμένου εύρους των εξαγόμενων υπηρεσιών και της συχνής μεταβλητότητας των τιμών, εκτιμάται ότι ο συγκεκριμένος τομέας έχει περιορισμένες δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης.
Εξαγωγές και τουριστικός κλάδος
Ο Τουριστικός κλάδος είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένος και η αξία των εξαγωγών του αυξήθηκε σημαντικά το 2013-2019, μετά την εκκίνηση της ευρωπαϊκής οικονομικής ανάκαμψης. Εκτιμάται ότι ο συγκεκριμένος κλάδος έχει περαιτέρω δυνατότητες ανάπτυξης, κυρίως μέσω της διεύρυνσης της τουριστικής περιόδου και του τουριστικού προϊόντος. Η εμφάνιση του COVID-19 δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις αλλά εκτιμάται ότι θα έχει περιορισμένες επιπτώσεις μακροπρόθεσμα. Ο κλάδος των Λοιπών υπηρεσιών έχει χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης (το οποίο ισχύει και σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης) και παρουσιάζει σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης, ιδίως σε δραστηριότητες συμπληρωματικές προς υπάρχουσες εξαγωγές (π.χ. υγεία και τουρισμός, τραπεζικές/λογιστικές υπηρεσίες και ναυτιλία) καθώς και υπηρεσίες πληροφορικής και επαγγελματικές/επιστημονικές υπηρεσίες.