Σύμφωνα με το νόμο 4443/2016 η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλής, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης, εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, όσον αφορά τους όρους πρόσβασης στην εργασία και την απασχόληση εν γένει, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, καθώς και τους όρους υπηρεσιακής και επαγγελματικής εξέλιξης.
Ωστόσο πέρα από νομικά αβάσιμη από τη σκοπιά του ιατρικού απορρήτου και των προσωπικών δεδομένων, η εν λόγω απαίτηση της προκήρυξης είναι πολιτικά και ηθικά παντελώς απαράδεκτη. Ακόμη και αν η πρόθεση του Δήμου ήταν να «προστατεύσει» καλοπροαίρετα τους χρόνιους ασθενείς από μία θέση εργασίας που θα τους εκθέσει ενδεχομένως σε κίνδυνο νόσησης από COVID-19, στην πράξη όχι μόνο παράγει διακρίσεις σε βάρος των ατόμων με χρόνιες παθήσεις, αλλά επιπλέον δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο. Στην ίδια βάση, η οποιαδήποτε εταιρεία επιθυμεί να κάνει προσλήψεις θα μπορούσε να μιμηθεί την ενέργεια του Δήμου Ηρακλείου και να ζητάει ιατρικά πιστοποιητικά από τους υποψήφιους, παραβιάζοντας κατάφορα οποιαδήποτε έννοια ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.
Η πανδημία COVID-19 έχει οξύνει τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες που βιώνουν οι χρόνιοι ασθενείς, οι οποίοι έχουν πληγεί περισσότερο από κάθε άλλη ομάδα του πληθυσμού. Ακριβώς για αυτό το λόγο, το Κράτος όπως αυτό λειτουργεί και εκφράζεται μέσα από την Κεντρική Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση οφείλει όχι μόνο να παρέχει το απαιτούμενο δίχτυ κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης, αλλά επιπλέον να μην αναπαράγει ανισότητες και διακρίσεις που δυστυχώς μπορούν να βρουν πολύ γρήγορα μιμητές.