Είναι αδύνατον να εξοικονομήσουμε ποτέ τα «λύτρα» που απαιτούν οι δανειστές για να εξαγοράσουμε την εθνική μας κυριαρχία – οπότε τη δημοκρατία, τα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες μας. Στα πλαίσια αυτά, δεν έχει κανένα νόημα να χωριζόμαστε μεταξύ μας σε αντίπαλα «στρατόπεδα» – σε μνημονιακά ή σε αντιμνημονιακά, σε δεξιά, σε κεντρώα ή σε αριστερά, σε ελίτ ή σε μάζες. Σε οτιδήποτε δηλαδή μας ωθούν οι «δανειστές» μας, για να μην τεθεί σε κίνδυνο η κυριαρχία τους στη χώρα μας – ενδεχομένως επίσης τα σχέδια τους, όπως είναι η δημιουργία του 4ου Ράιχ από την πρωσική κυβέρνηση της Γερμανίας με μία δεύτερη αποικιοκρατική αποχή, εάν υποθέσουμε πως αυτός είναι ο στόχος της. Εκείνο που προέχει είναι η ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας, την οποία αναμφίβολα επιθυμούμε όλοι – οπότε ο καθένας είναι υποχρεωμένος να προσφέρει όλα όσα μπορεί, ανεξάρτητα πολιτικών πεποιθήσεων, χωρίς περιττές αντιπαραθέσεις και κομματικές αντιπαλότητες. Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος των μνημονίων οδηγεί κατ’ ευθείαν στην κόλαση – ενώ ένα πείραμα που έχει αποτύχει τόσες φορές, είναι ανόητο να επαναλαμβάνεται, αποτελώντας τον ορισμό της ηλιθιότητας κατά τον Αϊνστάιν.
Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος
“Δεν υπάρχει σημαντικότερος πολιτικός σκοπός από την ανεξαρτησία ενός Έθνους – ενώ μόνο η ύπαρξη ενός ανεξάρτητου κράτους μπορεί να εγγυηθεί πως οι Πολίτες του έχουν και μπορεί να έχουν δικαιώματα και ελευθερίες, όποιας μορφής και αν είναι αυτές.
Μία χώρα όμως που έχει μετατραπεί σε αποικία χρέους δεν είναι ανεξάρτητη και δεν μπορεί να παρέχει τίποτα στους Πολίτες της, ούτε δημοκρατικά ή ατομικά δικαιώματα, ούτε ελευθερίες – ενώ είναι αφελές να υπολογίζει στην αλληλεγγύη των άλλων κρατών, η οποία δεν είναι ποτέ ανιδιοτελής ή καλοπροαίρετη. Άλλωστε είναι γνωστό πως στις διεθνείς σχέσεις υπάρχουν μόνο συμφέροντα – ενώ έχουν παραμείνει στην εποχή των βαρβάρων“.
.
Ανάλυση
Ένας άνθρωπος χάνει την αυτοπεποίθηση του, όταν παύει να πιστεύει πως είναι σε θέση να τα καταφέρει μόνος του, συνήθως ως αποτέλεσμα κακών εμπειριών –οπότε προσπαθεί να επιβιώσει με τη βοήθεια των άλλων, νοιώθοντας όμως εύλογα μία συνεχώς αυξανόμενη ανασφάλεια, αφού δεν έχει προφανώς τη δυνατότητα να ελέγξει τους «άλλους».
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα κράτη, όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας. Εν προκειμένω αυτοί που τάσσονται υπέρ των μνημονίων, παρά τα τεκμηριωμένα καταστροφικά τους αποτελέσματα σύμφωνα με όλους τους σοβαρούς οικονομολόγους (ανάλυση), θεωρούν πως η χώρα έχει την ανάγκη των άλλων για να επιβιώσει – ενώ όσοι τάσσονται εναντίον πιστεύουν πως μπορεί μόνη της, έστω πληρώνοντας ένα πολύ ακριβό τίμημα.
Το γεγονός δε ότι, τα περισσότερα πολιτικά κόμματα σήμερα υποστηρίζουν τα μνημόνια, παρά το ότι αρκετά από αυτά, όπως η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, ήταν εναντίον στο παρελθόν, σημαίνει πως έχουν χάσει την αυτοπεποίθηση τους – οπότε ουσιαστικά δεν είναι πλέον σε θέση να κυβερνήσουν (εάν είχαν ποτέ αυτοπεποίθηση, ανέκαθεν υποτελή στους ξένους και επικεντρωμένα στη νομή της εξουσίας με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο).
Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε στην αρχή του κειμένου, ένα κράτος που δεν είναι εθνικά ανεξάρτητο δεν είναι σε θέση να παρέχει τίποτα στους Πολίτες του – ούτε δικαιώματα, ούτε ελευθερίες, ούτε μία δημοκρατική διακυβέρνηση με γνώμονα το δικό τους συμφέρον. Στα πλαίσια αυτά, όλα τα κόμματα θα έπρεπε να έχουν ως προτεραιότητα την ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας, όχι για ιδεολογικούς σκοπούς, αλλά για καθαρά πρακτικούς – γνωρίζοντας επί πλέον πως κάτι τέτοιο δεν ενδιαφέρει κανέναν από τους «δανειστές» της.
Το δικό τους συμφέρον είναι η παραμονή της Ελλάδας σε καθεστώς αποικίας χρέους στο διηνεκές – όπου θα πληρώνει τους τόκους των δανείων τους (άρα θα παράγει πρωτογενή πλεονάσματα με κάθε κόστος για τους Πολίτες της), ενώ αυτοί θα υφαρπάζουν τα περιουσιακά της στοιχεία, δημόσια και ιδιωτικά, σε όσο το δυνατόν πιο χαμηλές τιμές.
Πιθανότατα η Ελλάδα, εάν ήταν στη δική τους θέση, θα έκανε ακριβώς το ίδιο, αφού το αρχαίο ρητό «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται» δεν έχει πάψει ποτέ να ισχύει – οπότε δεν μπορεί να παρεξηγήσει κανείς τους ξένους, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τα λάθη της, τοποθετώντας συνεχώς ύπουλες παγίδες και διευκολύνοντας τις εμφύλιες διχογνωμίες και αντιπαραθέσεις/συγκρούσεις (=διαίρει και βασίλευε).
Το καθεστώς της αποικίας
Περαιτέρω, οι χώρες που χαρακτηρίζονται ως αποικίες ή προτεκτοράτα δεν ήταν άμεσες κτήσεις και δεν αποτελούσαν έδαφος του μητροπολιτικού κράτους. Αντίθετα, αρκετές από αυτές είχαν οργανωθεί ως αυτοτελείς κρατικές οντότητες – με Βασιλέα ή με Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με κυβερνήσεις (πρωθυπουργό, υπουργούς), με κοινοβούλια ίσως, καθώς επίσης με άλλες διοικητικές αρχές. Στελεχώνονταν δε από άτομα, τα οποία στο μεγαλύτερο τους μέρος ήταν Πολίτες των αποικιών, αυτόχθονες, ιθαγενείς – ενώ είχαν συχνά το δικό τους εθνικό νόμισμα.
Οι αποικίες εμφανίζονταν τυπικά ως ελεύθερα συμβαλλόμενες χώρες, με τις δυνάμεις που ουσιαστικά τις κατείχαν – όπως η Αίγυπτος με τη Μ. Βρετανία. Υπήρχε όμως ένα πλέγμα συμφωνιών και οικονομικών συμβάσεων, λιγότερο επώδυνων από τις δικές μας δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια, οι οποίες είχαν επιβληθεί με την πάροδο του χρόνου, σταδιακά – με αποτέλεσμα οι σχέσεις μεταξύ της μητρόπολης και της αποικίας να είναι σχέσεις εξάρτησης και υποτέλειας.
Με τη βοήθεια τώρα και με τη συνεργασία των διεφθαρμένων συνήθως τοπικών ελίτ, τους οποίους οι μητροπόλεις βοηθούσαν να αναρριχηθούν και να παραμείνουν στην εξουσία, εκμεταλλεύονταν τις αποικίες και τους Πολίτες τους – τις απομυζούσαν δηλαδή, υφαρπάζοντας όλο τον υλικό και έμψυχο πλούτο τους (πρώτες ύλες, επιχειρήσεις, στρατηγικούς οικονομικούς κλάδους, εκπαιδευμένο προσωπικό κλπ.).
Συνεχίζοντας, με την άμεση παρέμβαση των μητροπόλεων (όπως ήταν η απαγόρευση της δημιουργίας μύλων επεξεργασίας βαμβακιού στις Η.Π.Α. από τη Μ. Βρετανία που τότε λειτουργούσε ως μητρόπολη), κυρίως όμως με τη σκόπιμη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών, οι μητροπόλεις καθόριζαν τους τομείς «ανάπτυξης» της αποικίας – έτσι ώστε να μην αναπτυχθεί ορθολογικά, διεκδικώντας την εθνική της κυριαρχία, αλλά να παραμείνει εξαρτημένη (όπως ο τουρισμός στην Ελλάδα που, όσο και να αναπτυχθεί, θα εξαρτάται πάντοτε από τους Ευρωπαίους τουρίστες – ενώ θα μπορεί κάθε στιγμή να «ελεγχθεί», για παράδειγμα με ένα συμβάν στο Αιγαίο, δρομολογούμενο έμμεσα από την Τουρκία).
Εκτός αυτού οι αποικίες εμφανίζονταν πάντοτε ως χώρες-οφειλέτες, με δανειστές τις μητροπόλεις – οι οποίες με προσχηματικό ενδιαφέρον, δήθεν αλληλέγγυα, προσέφεραν δάνεια στα προτεκτοράτα τους για τη δημιουργία υποδομών, τις οποίες όμως οι ίδιες χρειάζονταν για να τις λεηλατούν (μερκαντιλισμός). Εκτός αυτού αναλάμβαναν την οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών τους (όπως στην Ελλάδα σήμερα την ΑΑΔΕ), της αστυνομίας τους, του στρατού τους κοκ. – όλων εκείνων των «εργαλείων» δηλαδή που χρειάζονταν για τη διαιώνιση της κυριαρχίας τους.
Περαιτέρω, κάποιες φορές οι μητροπόλεις διέγραφαν επιδεικτικά μέρος των χρεών των αποικιών τους, τα οποία ουσιαστικά οι ίδιες τους είχαν δημιουργήσει με τις πολιτικές που τους επέβαλλαν, με την εγχώρια διαφθορά που συντηρούσαν, με τους τόκους των δανείων κοκ. – ως ένδειξη ενδιαφέροντος για τους ιθαγενείς, έτσι ώστε να μην καταλάβουν τι ακριβώς συνέβαινε και να μην εξεγερθούν. Ούτε να αναρωτηθούν που πήγαιναν τα έσοδα από την υφαρπαγή/ξεπούλημα του φυσικού πλούτου τους ή των επιχειρήσεων τους – αφού τα δημόσια χρέη τους συνέχιζαν να αυξάνονται.
Για να διατηρούν δε την κοινωνική ειρήνη στις αποικίες, τις οποίες είχαν καταδικάσει στη φτώχεια, στην εξαθλίωση και στην υπανάπτυξη, τους υπενθύμιζαν συνεχώς τα δυσβάστακτα δάνεια απέναντι τους, τα λάθη τους στο παρελθόν, τη διαφθορά τους, τη μη παραγωγικότητα τους κοκ. – απαιτώντας συχνά την εξόφληση τους για να εξασφαλίσουν την υποταγή των Πολιτών, καθώς επίσης το σφίξιμο του βρόγχου γύρω από το λαιμό τους. Στα πλαίσια αυτά, μπορεί κανείς να ενημερωθεί από το παράδειγμα της Νοτίου Αφρικής, όταν «απελευθερώθηκε» (άρθρο) – ενώ οι μητροπόλεις απαιτούσαν πάντοτε μεγαλύτερες παραχωρήσεις, όσον αφορά την εθνική κυριαρχία και τα δικαιώματα των αποικιών, τις οποίες τότε ονόμαζαν «Δρομολογήσεις».
Βέβαια, σιγά-σιγά συνειδητοποίησαν οι άνθρωποι στις αποικίες πως δεν είναι αυτοί που θα έπρεπε να αισθάνονται ένοχοι, αποτινάζοντας το σύνδρομο της Στοκχόλμης – πως δεν ήταν στην ουσία οι οφειλέτες των μητροπόλεων, αλλά οι πιστωτές τους. Ότι η κατάσταση τους δεν ήταν το αποτέλεσμα της κατωτερότητας, της ροπής τους προς τη διαφθορά, των χαμηλών επιδόσεων τους, της έλλειψης επιχειρηματικότητας, της οκνηρίας κοκ., όπως τους κατηγορούσαν οι μητροπόλεις – οπότε επαναστάτησαν, με στόχο την ανάκτηση της εθνικής τους κυριαρχίας, κάποιες επιτυγχάνοντας το και κάποιες άλλες όχι.
Συμπερασματικά λοιπόν, όπως φαίνεται από τα παραπάνω, αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι κάτι καινούργιο – αλλά μία πρακτική, δοκιμασμένη δεκάδες φορές στο παρελθόν. Εν προκειμένω, όλοι γνωρίζουμε πως δεν είναι δυνατόν να παράγουμε τόσα αγαθά, ώστε να εξυπηρετηθούν τα χρέη μας – τα οποία συνεχώς αυξάνονται έχοντας φτάσει ήδη στα 370 δις € (πηγή), παρά το PSI, τον αφελληνισμό των τραπεζών, τις ιδιωτικοποιήσεις κοκ.
Πόσο μάλλον όταν παράλληλα τα ιδιωτικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια από σχεδόν μηδενικά το 2009, έχουν εκτοξευθεί στη στρατόσφαιρα – λόγω της πτώσης των μισθών και εισοδημάτων, των αυξήσεων των φόρων και του περιορισμού του κοινωνικού κράτους. Με απλά λόγια, είναι αδύνατον να εξοικονομήσουμε ποτέ τα «λύτρα» που απαιτούν οι δανειστές για να εξαγοράσουμε την εθνική μας κυριαρχία – οπότε τη δημοκρατία, τα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες μας.
Στα πλαίσια αυτά δεν έχει κανένα νόημα να χωριζόμαστε μεταξύ μας σε αντίπαλα «στρατόπεδα» – σε μνημονιακά ή σε αντιμνημονιακά, σε δεξιά, σε κεντρώα ή σε αριστερά, σε ελίτ ή σε μάζες. Σε οτιδήποτε δηλαδή μας ωθούν οι «δανειστές» μας, για να μην τεθεί σε κίνδυνο η κυριαρχία τους στη χώρα μας – ενδεχομένως επίσης τα σχέδια τους, όπως είναι η δημιουργία του 4ου Ράιχ από την πρωσική κυβέρνηση της Γερμανίας με μία δεύτερη αποικιοκρατική αποχή, εάν υποθέσουμε πως αυτός είναι ο στόχος της.
Εκείνο που προέχει είναι η ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας, την οποία αναμφίβολα επιθυμούμε όλοι – οπότε ο καθένας είναι υποχρεωμένος να προσφέρει όλα όσα μπορεί, ανεξάρτητα πολιτικών πεποιθήσεων, χωρίς περιττές αντιπαραθέσεις και κομματικές αντιπαλότητες. Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος των μνημονίων οδηγεί κατ’ ευθείαν στην κόλαση – ενώ ένα πείραμα που έχει αποτύχει τόσες φορές, είναι ανόητο να επαναλαμβάνεται, αποτελώντας τον ορισμό της ηλιθιότητας κατά τον Αϊνστάιν.
Αποικία χρέους και εξαρτημένη χώρα
Περαιτέρω, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι, υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ του εάν η Ελλάδα είναι μία αποικία χρέους ή μία εξαρτημένη χώρα – ιδίως αφού η εξαρτημένη χώρα μπορεί να απελευθερωθεί, όπως συνέβη στην πρώτη αποικιοκρατική εποχή (αν και οι σχέσεις εξάρτησης παρέμειναν για αρκετό χρονικό διάστημα, όπως θα δούμε στη συνέχεια), ενώ η αποικία χρέους, έχοντας κατακτηθεί με οικονομικά μέσα και όχι με στρατιωτικά όπλα, είναι πολύ πιο δύσκολο να τα καταφέρει, με τις συνθήκες για τον πληθυσμό της μακροπρόθεσμα αρκετά χειρότερες.
Ειδικότερα, όταν ο «εχθρός» έχει αγοράσει νόμιμα τη δημόσια και ιδιωτική της περιουσία, σε εξευτελιστικές τιμές μέσω των μνημονίων και των υπερβολικών φόρων, σε συνάρτηση με τη σκόπιμη μείωση των εισοδημάτων των Πολιτών της, είναι αδύνατη η απελευθέρωση της – αφού ουσιαστικά αλλάζει το ιδιοκτησιακό της καθεστώς.
Εκτός αυτού, εντείνοντας ο «εχθρός» σταδιακά τις εισπρακτικές μεθόδους, όπως με το νέο πτωχευτικό νόμο-έκτρωμα, είναι σε θέση να μην αφήσει απολύτως τίποτα στους Πολίτες της – μετατρέποντας τους σε φθηνούς σκλάβους χρέους των δικών του πια επιχειρήσεων.
Η νέα αποικιοκρατική σχέση
Συνεχίζοντας, η θεωρία της εξάρτησης ή της υποταγής αναπτύχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960 στη Λατινική Αμερική, λόγω της οικονομικής κυριαρχίας των Η.Π.Α. – ενώ οι βασικές παραδοχές της είναι στενά συγγενικές με αυτές που αφορούν τις αναπτυσσόμενες/αναδυόμενες χώρες, οι οποίες τονίζουν την ύπαρξη ιεραρχικών εξαρτήσεων μεταξύ των βιομηχανικών ηγετικών κρατών (=μητροπόλεις) και των αναπτυσσομένων/αναδυομένων υποτελών (=περιφέρειες).
Με βάση αυτές ακριβώς τις σχέσεις εξάρτησης, τεκμηριώθηκε πως οι δυνατότητες ανάπτυξης των αναδυομένων χωρών του «τρίτου κόσμου» ήταν πολύ περιορισμένες – κάτι που διαπιστώνουμε σήμερα στην Ευρωζώνη, στην οποία οι χώρες της περιφέρειας, του «ευρωπαϊκού τρίτου κόσμου» κατά κάποιον τρόπο, αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλα προβλήματα στο ρυθμό ανάπτυξης τους, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας.
Οι θεωρίες της εξάρτησης προέκυψαν σε κριτική αντιπαράθεση με τις θεωρίες του εκσυγχρονισμού, εξάγοντας τα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα. Δηλαδή το ότι, η αιτία της υπανάπτυξης ορισμένων χωρών κατά τα δυτικά πρότυπα δεν οφειλόταν σε ενδογενείς παράγοντες, όπως η έλλειψη κεφαλαίων, οι πολιτιστικές συμπεριφορές και οι παραδοσιακές επιρροές, αλλά καθαρά σε εξωγενείς – οι οποίοι δεν επιτρέπουν στις αναπτυσσόμενες χώρες της περιφέρειας να αποκτήσουν μακροπρόθεσμα σταθερές δομές, υποχρεούμενες να έχουν μία δευτερεύουσα θέση στην παγκόσμια οικονομία.
Με απλά λόγια πως οι βιομηχανικές χώρες ανάγκαζαν ανέκαθεν τις αναδυόμενες με διάφορους ύπουλους τρόπους να μην είναι σε θέση να αναπτυχθούν σωστά – έτσι ώστε να μην υποστούν τον ανταγωνισμό τους και να τις εκμεταλλεύονται. Αποτελεί δε έωλη αιτιολογία το ότι, οι ίδιες δεν είναι σε θέση να αναπτυχθούν ανάλογα, επειδή δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα χρήματα, τη βιομηχανική παράδοση, τον ορθολογισμό, είναι διεφθαρμένες εκ φύσεως κοκ. – αντιλήψεις που «εμφυτεύονται» με τη βοήθεια της χειραγώγησης από τις βιομηχανικές χώρες στις υπόλοιπες, για να συνεχίσουν να είναι υπανάπτυκτες και να σκύβουν υποτακτικά το κεφάλι.
Περαιτέρω, ιστορικά υπεύθυνη για αυτές τις εξελίξεις θεωρείται η αποικιοκρατική εποχή, κατά την οποία η οικονομία των προτεκτοράτων ρυθμιζόταν μονομερώς και μονόπλευρα – έτσι ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες των αποικιοκρατικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα να «μπλοκάρονται» οι δυνατότητες ανάπτυξης τους. Οι δυσμενείς αυτές σχέσεις εξουσίας παρέμειναν ως είχαν ακόμη και μετά την «απο-αποικιοποίηση» των χωρών του τρίτου κόσμου – έτσι ώστε οι πρώην αποικίες να συνεχίσουν να λειτουργούν ως οικονομικές περιφέρειες των βιομηχανικών κρατών, τα οποία ενεργούσαν όπως οι κλασσικές μητροπόλεις.
Η ένταξη τους τώρα στην παγκόσμια αγορά στα πλαίσια της δεύτερης παγκοσμιοποίησης, η δραστηριότητα των πολυεθνικών εταιρειών, καθώς επίσης η συνεχιζόμενη αντιμετώπιση τους ως απλούς εξαγωγείς ενέργειας και πρώτων υλών (ο τουρισμός ανήκει ουσιαστικά στον εξαγωγικό τομέα πρώτων υλών), σταθεροποίησε την εξαρτημένη θέση των αναπτυσσομένων χωρών στην περιφέρεια της παγκόσμιας οικονομίας – αντί να την καλυτερεύσει, όπως ισχυρίζονται οι θεωρίες του εκσυγχρονισμού, τις οποίες εκφράζει αναμφίβολα μεταξύ άλλων το ΔΝΤ.
Αυτή η «ανισότιμη ανταλλαγή» μεταξύ των προμηθευτών πρώτων υλών του τρίτου κόσμου και των κατασκευαστών μεταποιημένων προϊόντων στο βιομηχανικό κόσμο, υπονομεύει τη θεωρία του «συγκριτικού πλεονεκτήματος» – την οποία περιέγραψε πολύ σωστά ο D. Ricardo, αναφέροντας σε γενικές γραμμές πως τα προϊόντα και οι υπηρεσίες πρέπει να «παράγονται» εκεί που συμφέρουν περισσότερο, από την πλευρά του κόστους.
Η οικονομική εσωτερική δομή των αναπτυσσομένων χωρών λοιπόν, στις οποίες ανήκει ουσιαστικά και η Ελλάδα, παραμορφώνεται μόνιμα και διαστρεβλώνεται – μεταξύ άλλων με τη βοήθεια των εγχωρίων πολιτικών και οικονομικών ελίτ, οι οποίες υπηρετούν τα συμφέροντα των μητροπόλεων, εξασφαλίζοντας τους επί πλέον την πολιτισμική επιρροή. Επί πλέον, επιδεινώνεται συνεχώς η ανταγωνιστικότητα των αναπτυσσομένων κρατών, σύμφωνα με την υπόθεση Prebisch-Singer – με βάση την οποία οι πραγματικοί όροι εμπορίου των αναπτυσσομένων χωρών χειροτερεύουν, επειδή η ενσωμάτωση τους στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα επιδεινώνεται μακροπρόθεσμα (αντίθετα, οι πραγματικοί όροι εμπορίου των βιομηχανικών χωρών βελτιώνονται).
Ως εκ τούτου η υπανάπτυξη, για την οποία κατηγορούμε συνεχώς την Ελλάδα ως υπεύθυνη λόγω της άγνοιας μας, είναι το σκόπιμο αποτέλεσμα του διεθνούς οικονομικού συστήματος – επεξηγώντας γιατί χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα προσπαθούν εναγωνίως να ανεξαρτητοποιηθούν. Σύμφωνα δε με τον Γερμανό D. Senghaas τα εξής:
“Η ελλειμματική ανάπτυξη αποτελεί μία ιστορικά εξελισσόμενη συνιστώσα του κυριαρχούμενου από τις καπιταλιστικές μητροπόλεις (βιομηχανικά κράτη) διεθνούς οικονομικού συστήματος – οπότε της παγκόσμιας κοινωνίας. Η εξέλιξη αυτών των μητροπόλεων, τα κέντρα και η ιστορία της υπανάπτυξης του τρίτου κόσμου, αποτελούν συμπληρωματικές διαδικασίες, οι οποίες απορρέουν από το διεθνές σύστημα”.
Στα πλαίσια αυτά προτάθηκε στις εξαρτημένες χώρες του τρίτου κόσμου από τους οπαδούς της θεωρίας της εξάρτησης μία μερική αποχώρηση από τις διεθνείς αγορές, για να αναπτυχθεί σωστά η εσωτερική δομή τους, χωρίς τις εξωτερικές ενοχλήσεις (όπως πρότεινε ο Σόιμπλε στην Ελλάδα, συμβουλεύοντας την να αποχωρήσει για κάποια χρόνια από την Ευρωζώνη) – κάτι που υιοθετήθηκε στο παρελθόν από αρκετά ασιατικά κράτη, με πολύ θετικά αποτελέσματα (ανάλυση).
Η απεξάρτηση όμως πολλών αναπτυσσομένων χωρών από τις βιομηχανικές, η οποία έχει ενταθεί τις τελευταίες δεκαετίες, με κέντρο βάρους τη Ρωσία και την Κίνα που βοηθούν τις υπόλοιπες για να στηριχθούν και οι ίδιες, έχει δημιουργήσει αρκετά προβλήματα στις βιομηχανικές μητροπόλεις – η ισχύς των οποίων υποχωρεί συνεχώς, ενώ αντιμετωπίζουν προβλήματα υπερχρέωσης που έχουν παροδικά μόνο ελέγξει με τη μαζική εκτύπωση νέων χρημάτων.
Αυτό τις έχει αναγκάσει κατά κάποιον τρόπο «να τρώνε από τις σάρκες τους», πόσο μάλλον όταν η παραγωγικότητα υποχωρεί διεθνώς – όπως στο παράδειγμα των Η.Π.Α. και του ΔΝΤ που, έχοντας εκδιωχθεί από πολλές περιοχές του πλανήτη, δραστηριοποιείται πλέον στις σχετικά πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, προσπαθώντας να επιβιώσει από αυτές. Κάτι ανάλογο διαπιστώνεται με τη Γερμανία η οποία, μετά την κρίση του 2008, απομυζεί πλέον αχόρταγα τους εταίρους της – μετατρέποντας εν πρώτοις τις πιο αδύναμες χώρες του Νότου σε απόλυτα εξαρτημένες «περιοχές» από την ίδια.
Επίλογος
Στην περίπτωση της Ευρώπης είναι αδύνατη η απεξάρτηση των χωρών μέσω της μερικής αποχώρησης τους από τις διεθνείς αγορές, όπως συνέβη με τα κράτη της Ασίας – αφού είτε είναι μέλη της Ευρωζώνης, είτε της ΕΕ, όπου απαγορεύονται αυτού του είδους οι πολιτικές. Το γεγονός αυτό τις καθιστά πολύ πιο ευάλωτες – σταθεροποιώντας και διαιωνίζοντας τις σχέσεις εξάρτησης τους.
Ακόμη χειρότερα είναι ευκολότερη η λεηλασία του ιδιωτικού και δημοσίου πλούτου τους, μέσω της σκόπιμης υπερχρέωσης τους – η οποία είναι ουσιαστικά μία απλούστατη διαδικασία μέσω της ΕΚΤ και της ελεγχόμενης ροής των κεφαλαίων, όπου μία συντονισμένη μαζική εκροή τους φτάνει για να χρεοκοπήσει ακόμη και η υγιέστερη χώρα κοκ.
Επομένως, η σχέση των ευρωπαϊκών χωρών της περιφέρειας πλέον δεν θα είναι απλά μία σχέση εξάρτησης, αλλά μία αποικιοκρατική, πολύ πιο επώδυνη από αυτήν των κρατών του τρίτου κόσμου στο παρελθόν – αφού ουσιαστικά θα είναι υπό την απόλυτη οικονομική κατοχή των μητροπόλεων. Δεν θα έχουν δε καν τη δυνατότητα να ανεξαρτητοποιηθούν κάποια στιγμή στο μέλλον, αφού νόμιμα δεν θα τους ανήκουν ούτε τα εδάφη, ούτε οι επιχειρήσεις τους – ενώ ο έλεγχος των μαζών θα εξασφαλισθεί με την είσοδο νέων πληθυσμών και τη μετατροπή τους σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες.
Προφανώς δε η πανδημία επιδείνωσε τις συνθήκες για τις εξαρτημένες, αδύναμες χώρες, βελτιώνοντας όμως τις δυνατότητες επικράτησης των ισχυρών – όπως στο παράδειγμα της Γερμανίας που, επενδύοντας 1,3 τρις € στη δική της οικονομία, ιδίως στις επιχειρήσεις της που απαγορευόταν στο παρελθόν από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, μπορεί να εξαγοράσει τους πάντες.