Δεν έχει νόημα τόσο, η ανάλυση των πολιτικών διαστάσεων, που εν πολλοίς άπαντες γνωρίζουν στον έναν ή τον άλλο βαθμό. Εάν θέλουμε να τιμήσουμε την μνήμη των πεσόντων μας, των τριών ανδρών του Πολεμικού Ναυτικού, ας προβληματισθούμε για το τι “έφταιξε” και είχαμε το δεινό αποτέλεσμα σε στρατιωτικό επίπεδο. Όχι σε στρατηγικό αλλά σε επιχειρησιακό και στενά τακτικό. Ας προβληματισθούμε για το τι δεν έγινε καλά και το τι δεν μπορούσαμε να κάνουμε σε στρατιωτικό επίπεδο. Και ας προβληματισθούμε για τον βαθμό στον οποίο, 25 έτη μετά, έχουμε καλύψει εκείνες τις ελλείψεις – αδυναμίες. Διαφορετικά, δεν τιμούμε ούτε την μνήμη των νεκρών μας, ούτε τους εαυτούς μας.
Από: doureios.com - Σάββας Δ. Βλάσσης
Τι απαιτήθηκε εκείνο το βράδυ σε στρατιωτικό επίπεδο; Για την οικονομία του χρόνου και του χώρου, ας εστιάσουμε αυστηρώς στην πολιτική εντολή υπό τύπον ερωτήματος που τέθηκε από την πολιτική ηγεσία προς τον Α/ΓΕΕΘΑ. Κατά την σύγκλιση του ΚΥΣΕΑ το πρωί της 31ης Ιανουαρίου, περί τις 05.15 και αφού έχει γνωσθεί ότι τουρκικό απόσπασμα έχει αποβιβασθεί στην Δυτική Ίμια, ο πρωθυπουργός ρώτησε τον Ναύαρχο Λυμπέρη εάν είναι δυνατή ενέργεια Ειδικών Δυνάμεων στην βραχονησίδα εντός χρόνου 45 λεπτών, πριν τις 06.00 που έχει συμφωνήσει και δεσμευθεί η κυβέρνηση να ανακοινώσει την αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή, ταυτοχρόνως με αντίστοιχη ανακοίνωση από τουρκικής πλευράς.
Ο Α/ΓΕΕΘΑ έκρινε εντελώς ανεπαρκή τον διαθέσιμο χρόνο και εκτίμησε ότι απαιτούντο 3 ή και περισσότερες ώρες. Ο πρθυπουργός απέρριψε την ιδέα και ακολούθησαν όσα είναι γνωστά.
Γιατί όμως ο Α/ΓΕΕΘΑ ζήτησε τόσο μεγάλο χρονικό περιθώριο;
Από πλευράς διαθέσιμων δυνάμεων, στην περιοχή βρισκόταν Στοιχείο 7 ανδρών της ΜΥΚ επί κανονιοφόρου εγγύτα Ιμίων ενώ στην Κω υπήρχαν δύο τμήματα Αμφιβίων Καταδρομέων σε ετοιμότητα: ένα τμήμα δύο ομάδων με δύο ελικόπτερα Huey και ένα άλλο τμήμα με πλωτά μέσα. Όπως έγινε γνωστό, ο Α/ΓΕΕΘΑ προέκρινε την ενέργεια με αμφίβιο ελιγμό Αμφιβίων Καταδρομών (10 ν.μ. σε ευθεία από Κω) επειδή όπως αποκαλύφθηκε μερικές ημέρες μετά, “Ελικόπτερα στρατού δεν πετούσαν τη νύκτα“.
Συνεπώς, οι Ένοπλες Δυνάμεις και ο Ελληνικός Στρατός ειδικότερα, δεν μπορούσε:
α) Να αντιδράσει σε χρόνο 45 λεπτών, που επέβαλε την επιλογή του αεροκινήτου ελιγμού, λόγω ανεπαρκείας διαθέσιμων ελικοπτέρων και εκπαιδεύσεως πληρωμάτων.
β) Η επιβολή της επιλογής του αμφιβίου ελιγμού, απαιτούσε περισσότερο χρόνο (δεν διευκρινίσθηκε για ποιούς λόγους) ενώ είναι ερώτημα κατά πόσο τα διαθέσιμα πλωτά μέσα ήταν κατάλληλα να ανταποκριθούν στις επικρατούσες δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
Αυτή η σχετική αδυναμία που αποδείχθηκε ζωτικής σημασίας για την έκβαση της κρίσεως, ερχόταν σε τρανταχτή αντίθεση με την επιδειχθείσα ικανότητα του εχθρού να επιχειρεί με ελικόπτερα Ειδικών Επιχειρήσεων Blackhawk νύκτα και υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες, καλύπτοντας από αέρος την αμφίβια ενέργεια διά ελαστικών λέμβων που πέτυχε αφανή έξοδο στην αφύλακτη Δυτική Ίμια.
Για την κάλυψη αυτών των επιχειρησιακών αδυναμιών, τα επόμενα έτη καταβλήθηκαν προσπάθειες από πλευράς ΓΕΣ. Στο θέμα των ελικοπτέρων, η Αεροπορία Στρατού ζητούσε την προμήθεια 9 επιπλέον Chinook και 2 ομοιότυπων διαμορφώσεως Ειδικών Επιχειρήσεων, τελικώς όμως ανατέθηκε σύμβαση μόνο για 7 “απλά” Chinook. Στο θέμα των πλωτών μέσων των μονάδων Αμφιβίων Καταδρομών, τα L-19 και L-27 που είχαν τεθεί σε υπηρεσία στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αντικαταστάθηκαν από ταχύπλοα σκάφη άκαμπτης γάστρας (RIB) τύπου Magna 960.
Eπί των επιλογών αυτών, μπορούμε να σχολιάσουμε:
Στα ελικόπτερα επικράτησαν οικονομικά κριτήρια που οδήγησαν σε προμήθεια μικρότερου αριθμού εκ των απαιτουμένων ενώ δεν κρίθηκε σκόπιμη η κάλυψη της εξειδικευμένης εκπεφρασμένης απαιτήσεως για ελικόπτερα Ειδικών Επιχειρήσεων. Συνεπώς, αγνοήθηκε τόσο η αναγκαία ενίσχυση σε αριθμούς της ικανότητος αναλήψεως αεροκινήτων επιχειρήσεων για μεταφορά ενισχύσεων, όπως και η συνολική αναβάθμιση των Ειδικών Δυνάμεων από πλευράς εναερίων μέσων.
Στα πλωτά μέσα, αποκτήθηκαν σύγχρονα σκάφη RIB για απλή μεταφορά δυνάμεων, που εν σχέσει όμως με το προγενέστερο L-27 που διέθετε στοιχειώδη καμπίνα, άφηναν όλους τους επιβαίνοντες εκτεθειμένους στα στοιχεία της φύσεως. Φυσικά, δεν υπήρχε κανείς βαθμός προστασίας για την περίπτωση βιαίας εξόδου σε κατεχομένη ακτή. Τα Magna 960, είχαν ενδεχομένως μεγαλύτερα περιθώρια πλου σε ταραγμένη θάλασσα και ήταν καταλληλότερα σε έναν βαθμό για προσέγγιση και έξοδο προσωπικού σε βραχώδη ακτή.
Τα επόμενα έτη, παραγγέλθηκαν 20 σύγχρονα ελικόπτερα ΝΗ-90 που ήταν καταλληλότερα για αεροκίνητες ενέργειες εφόδου, εκ των οποίων 4 ήταν πληρέστερα εξοπλισμένα από πλευράς αισθητήρα FLIR και προορίζοντο για την υποστήριξη Ειδικών Επιχειρήσεων. Στα πλωτά μέσα, δεν αποκτήθηκαν ποτέ Σκάφη Συνοδείας με οπλισμό.
1996-2021: 25 έτη μετά, τα ΝΗ-90 είναι καθηλωμένα και πετάνε
ελάχιστα ενώ 6 ακόμη δεν έχουν παραληφθεί καν. Τα Magna 960 αποφασίσθηκε
να αντικατασταθούν αλλά από σκάφη ίδιας κατηγορίας και συνεπώς αναλόγων
δυνατοτήτων.