Από: militaire.gr - Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Συγκεκριμένα η Άγκυρα υλοποιεί ήδη NAVTEX που εξέδωσε τις προηγούμενες ημέρες, στέλνοντας το στρατιωτικό ερευνητικό σκάφος Cesme και μια συνοδευτική φρεγάτα σε περιοχή του βόρειου και κεντρικού Αιγαίου που «ακουμπά» τον 25ο Μεσημβρινό, μεταξύ Σκύρου και Λήμνου. Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας το Cesme πραγματοποιεί υδρογραφικές έρευνες στα ύδατα που βρίσκονται υπεράνω της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας και εντός της Ελληνικής ΑΟΖ, εφόσον η τελευταία οριοθετηθεί βάσει του θεμελιώδους δικαίου της θάλασσας, ενώ η ακτίνα δράσης του αφορά περιοχή που βρίσκεται υπό την ευθύνη της Αθήνας όσον αφορά την έρευνα και διάσωση και η οποία συμπεριλαμβάνεται στο Ελληνικό FIR. Επίσης η δραστηριότητα των Τουρκικών πλοίων αφορά και περιοχές που περιλαμβάνονται στη δυνητική ζώνη Ελληνικής κυριαρχίας (7 ν.μ. από τη Λήμνο και τον Αγ. Ευστράτιο και 10 ν.μ. από τη Σκύρο), καθώς αποτελεί μονομερές δικαίωμα της Ελλάδας η επέκταση των χωρικών της υδάτων έως τα 12 ν.μ. Παράλληλα το Τουρκικό υπ. Άμυνας εξήγγειλε ότι από τις 25/2 έως τις 7/3 οι Τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα διεξάγουν την άσκηση “Γαλάζια πατρίδα” σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο. Σε αυτή θα λάβουν μέρος 87 αεροσκάφη, 27 πλοία και 20 ελικόπτερα.
Οι νέες Τουρκικές προκλήσεις καταγράφονται σε μια περίοδο, όπου οι ΗΠΑ, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ ασκούν πιέσεις προς τους περιφερειακούς τους συμμάχους ή εταίρους, προκειμένου να επιτευχθούν μεταξύ τους συμβιβασμοί, οι οποίοι θα λειτουργήσουν ως ανάχωμα αλλά και ως πολιορκητικός κριός για τον περιορισμό της επιρροής της Ρωσίας, της Κίνας και του Ιράν, ενώ ταυτόχρονα θα υποβοηθήσουν την οικονομική συνεκμετάλλευση διαφόρων πλανητικών περιφερειών υπό την κυριαρχία του ευρωατλαντικου κεφαλαίου. Αυτές οι πιέσεις αφορούν και το Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο, όπου Βρυξέλλες, Ουάσιγκτον, Βερολίνο και άλλες πρωτεύουσες, συγχαίρουν την Αθήνα και την Άγκυρα για την επανέναρξη των διμερών τους επαφών, ενώ τις καλούν να βρουν λύση στα «αμφιλεγόμενα» ζητήματα που τις απασχολούν μέσω διαλόγου.
Συνακόλουθα και με δεδομένο ότι το γενικότερο πλαίσιο των διμερών Ελληνοτουρκικών διαφόρων εξελίσσεται βάσει της απόπειρας της Τουρκικής κυβέρνησης να ανατρέψει το status quo στην περιοχή εις βάρος της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, οι παροτρύνσεις των παραπάνω παραγόντων χαρακτηρίζουν τον ελληνοτουρκικό διάλογο ως ένα ελληνοτουρκικό «παζάρι», για το βαθμό στον οποίο η Ελλάδα θα μπορέσει να κατοχυρώσει και να ασκήσει την κυριαρχία της και τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Η διαδικασία αναμένεται να συνεχιστεί στις αρχές Μαρτίου στην Αθήνα με τον 63ο γύρο των ελληνοτουρκικών διερευνητικών συνομιλιών, ενώ σύμφωνα με το Τουρκικό υπ. Άμυνας πριν λίγες ημέρες οι αντιπρόσωποι της Άγκυρας και της Αθήνας ολοκλήρωσαν τη 10η συνάντηση τους στα πλαίσια του ΝΑΤΟ.
Αντίστοιχα οι νέες Τουρκικές επιθετικές ενέργειες διαδραματίζονται, ενώ η Τουρκική κυβέρνηση από κοινού με την Κομισιόν και σημαντικές Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες βρίσκονται σε διαδικασία αναζήτησης μιας φόρμουλας που θα επιτρέψει την αναβάθμιση των διμερών τους σχέσεων. Συνεπώς αίσθηση προκαλεί η λεκτική «επίθεση» του Τούρκου Προέδρου στην Κομισιόν, με αιτιολογία ότι η τελευταία δεν τηρεί τις χρηματοδοτικές της δεσμεύσεις έναντι της Άγκυρας για το προσφυγικό και προτιμά να χρηματοδοτεί την Αθήνα, την ίδια μέρα που στη σύνοδο των υπουργών εξωτερικών της ΕΕ, η οποία πραγματοποιήθηκε παράλληλα με την έναρξη των δραστηριοτήτων του Cesme, στο επίσημο κείμενο που συνόδευσε τη λήξη της δεν γίνεται καμία αναφορά στις προκλήσεις της Τουρκίας.
Ανάλογη εντύπωση όμως δημιουργεί και η κλιμάκωση της αντί-Αμερικανικής ρητορικής από Τούρκους αξιωματούχος, παρότι στη σύνοδο των υπουργών εξωτερικών της ΕΕ που αναφέρθηκε παραπάνω μετείχε και ο νέο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ. Μάλιστα σύμφωνα με Ελληνικά ΜΜΕ που επικαλούνται πηγές με γνώση των γεγονότων σε αυτή, ο υπ. εξωτερικών των ΗΠΑ. παρότι αναφέρθηκε στις μοναδικές προκλήσεις που παρουσιάζει η Τουρκία, εντούτοις την αποκάλεσε εκ νέου εταίρο σε θέματα οικονομίας και ασφάλειας, καλώντας την ΕΕ σε συντονισμό για τη διαχείριση της. Αυτές οι εξελίξεις, ιδιαίτερα αν ερμηνευθούν σε συνδυασμό με την πρόσφατη δήλωση Ερντογάν ότι τα κοινά συμφέροντα υπερτερούν στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας, καταδεικνύουν για ακόμη μία φορά ότι οι σχέσεις των δύο πλευρών σε αυτή τη χρονική συγκυρία χαρακτηρίζονται από δύσκολες και έντονες διαπραγματεύσεις, οι οποίες στοχεύουν σε μία αμοιβαία επωφελή επιβεβαίωση της μεταξύ τους συμμαχικής σχέσης.
Σε αυτά τα πλαίσια οι νέες τις Τουρκικές κινήσεις επιδρούν και στις τρεις διαπραγματευτικές διαδικασίες, στις οποίες μετέχει η Άγκυρα -με την Αθήνα, τις Βρυξέλες και την Ουάσιγκτον.
Όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά λειτουργούν ως εργαλείο για τη de facto και επί του πεδίου ακύρωση του δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο, αλλά και για τη μείωση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων ανατολικά του 25ου Μεσημβρινού, ίσως και δυτικότερα. Όπως η Τουρκική κυβέρνηση χρησιμοποιεί τις έρευνες του Oruc Reis στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού για να υποδεικνύει, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις άλλες παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις, ότι αυτή η περιοχή αποτελεί μέρος της Τουρκικής ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, έτσι οι έρευνες του Cesme αξιοποιούνται για να ενισχύσουν την επιχειρηματολογία της σχετικά με περιοχές, όπου δήθεν α) μπορούν και η Ελλάδα και η Τουρκία να δραστηριοποιούνται β) η Ελλάδα δε μπορεί να επεκτείνει ή να ασκήσει την κυριαρχία της.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην χλιαρή αντίδραση της Αθήνας στις Τουρκικές έρευνες, το υπ. Άμυνας της Τουρκίας απάντησε ότι οι τελευταίες είναι το ίδιο νόμιμες με αυτές που πραγματοποίησε το Ελληνικό στρατιωτικό πλοίο Ναυτίλος βόρεια και δυτικά της Λέσβου, βόρεια της Χίου και βόρεια της Ικαρίας το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 2020. Ακόμη πιο ενδεικτική όμως για τις Τουρκικές προθέσεις είναι η συνέχεια της απάντησης του Τουρκικού υπ. εξωτερικών όπου παρουσιάζει τη δραστηριότητα του Cesme ως ίδιας νομιμότητας με τις Ελληνικές υποθαλάσσιες έρευνες που διεξάγονται μεταξύ Κρήτης και Πελοποννήσου από τις 18/02. Μάλιστα στην ίδια απάντηση οι πηγές του Τουρκικού υπ. εξωτερικών δηλώνουν ότι η Ελλάδα προβαίνει σε προκλητικές ενέργειες, γιατί διεξάγει ναυτική στρατιωτική άσκηση βορειοδυτικά της Σκύρου από τις 25/01, αλλά και γιατί υπήρξε δραστηριότητα των υποβρυχίων της στις 10-17/02 σε νησιά, που σύμφωνα με το ίδιο, δεν επιτρέπεται, γιατί τελούν υπό καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης.
Την ίδια στιγμή η Άγκυρα μπορεί να επιχειρήσει εκ νέου την αξιοποίηση των εντάσεων που η ίδια προκαλεί στην Αν. Μεσόγειο για να πιέσει τις Βρυξέλες στις διμερείς τους σχέσεις, αλλά και για να επηρεάσει την ατζέντα της διαπραγμάτευσης της με τις ΗΠΑ, ευελπιστώντας και στις δύο περιπτώσεις να «εξαγοράσει» υποστήριξη/ανοχή στις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο ή διευκολύνσεις σε άλλα θέματα, τα οποία μπορεί και να μην αφορούν άμεσα την Ελλάδα, έναντι της επιστροφής της σε μία στάση που θα βοηθά στη μείωση των ενδονατοϊκών εντάσεων. Υπό αυτό το πρίσμα η επιμονή του Τούρκου υπ. Άμυνας στην άποψη ότι στις 23 Φεβρουαρίου υπήρξε παρενόχληση του Cesme από την Ελληνική πολεμική αεροπορία και η δήλωση του ότι η χώρα του θα απαντήσει αποφασιστικά σε αντίστοιχες ενέργειες, ίσως να μην στοχεύουν να έχουν μοναδικό αποδέκτη το Ελληνικό υπ. Άμυνας, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι το τελευταίο άμεσα αρνήθηκε το γεγονός, με το που πρωτοεμφανίστηκε νωρίτερα στα Τουρκικά ΜΜΕ.
Σε αυτά τα πλαίσια οι νέες Τουρκικές κινήσεις μόνο αχρείαστες δεν είναι για την Τουρκική εξωτερική πολιτική, χαρακτηρισμό που τις προσέδωσε το Ελληνικό υπ. εξωτερικών. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στο σκεπτικό, ότι από τη μια μεριά διευκολύνουν τη διεύρυνση των διαπραγματεύσεων της Τουρκικής κυβέρνησης με ΗΠΑ-ΕΕ, θέτοντας σε αυτές με μεγαλύτερη ένταση τις αξιώσεις της στο Αιγαίο. Από την άλλη αξιοποιούνται για τη de facto δημιουργία μίας νέας κατάστασης, ελληνοτουρκικής συγκυριαρχίας και μειωμένης Ελληνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, τουλάχιστον ανατολικά του 25ου Μεσημβρινού (κοντά στη Σκύρο), την οποία η Τουρκική κυβέρνηση θα επιχειρεί να καταστήσει βάση συζήτησης στην εξέλιξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Συμβαδίζουν δηλαδή με τη διεκδίκηση εκ μέρους της Άγκυρας ενός τέτοιου «μεριδίου» από την «πίτα» της συνδιαχείρισης/συνεκμετάλλευσης της περιοχής, την οποία προωθεί ο ευρωατλαντικός παράγοντας, το οποίο θα ταιριάζει με το στόχο της να αναβαθμιστεί ως περιφερειακός ηγεμόνας και να αναδειχτεί σε παγκόσμια δύναμη για λογαριασμό της Τουρκικής αστικής τάξης.
Βέβαια οι Τουρκικές ενέργειες θα μπορούσαν να εκληφθούν ως αχρείαστες από την πλευρά της Αθήνας, εφόσον αυτή είχε αποδεχθεί ως πλαίσιο συζήτησης στον ήδη εξελισσόμενο ελληνοτουρκικό διάλογο, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και των διερευνητικών επαφών ή στις μυστικές συναντήσεις Ελλήνων και Τούρκων υψηλόβαθμων αξιωματούχων, αυτά που προσπαθεί σήμερα να επιβάλλει η Τουρκία με τις νέες επιθετικές της ενέργειες. Είναι γεγονός ότι οι συμφωνίες της Ελλάδας με την Ιταλία και την Αίγυπτο, ορισμένες δηλώσεις του Πρωθυπουργού και άλλων υψηλόβαθμων αξιωματούχων, οι διαρροές Τούρκων αξιωματούχων, η επέκταση των Ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. μόνο στο Ιόνιο και μάλιστα όχι στα Κύθηρα και η διαχείριση των ερευνών του Oruc Reis ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη φάση τους, δίνουν την εντύπωση ότι η Ελληνική κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να συζητήσει ορισμένες υποχωρήσεις από τα δικαιώματα της μετά τον 28ο Μεσημβρινό (μέσο της Ρόδου), αλλά και στο υπόλοιπο ανατολικό Αιγαίο από τον Έβρο ως τη Ρόδο, όσον αφορά τα χωρικά ύδατα, τον εναέριο χώρο, την υφαλοκρηπίδα, την ΑΟΖ, κ.α.
Άλλωστε οι Ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά συνδέουν το στόχο της γεωστρατηγικής αναβάθμισης της χώρας, για λογαριασμό της Ελληνικής αστικής τάξης, με την επίτευξη ενός ελληνοτουρκικού συμβιβασμού σε αυτό το πλαίσιο, στη βάση και της ανάγνωσης που κάνουν στον ελληνοτουρκικό και παγκόσμιο συσχετισμό ισχύος. αλλά και στις επιδιώξεις των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Στην περίπτωση που αυτός ο συμβιβασμός ευοδωθεί το Ελληνικό κεφάλαιο, αφενός θα ωφεληθεί από το περιβάλλον σταθερότητας, διακρατικής οικονομικής συνεργασίας και διεθνικών εταιρικών κοινοπραξιών που προσωρινά θα προκύψει, εξαιτίας της δημιουργίας ενός αποδεκτού από την Τουρκία status quo στην περιοχή. Αφετέρου θα διευκολυνθεί από τη διείσδυση του σε άλλες περιοχές που βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής της Ουάσιγκτον και των Βρυξελών, η οποία φαίνεται να λειτουργεί ως «καρότο» για την ευθυγράμμιση των Ελληνικών κυβερνήσεων με τις επιδιώξεις τους. Στις τελευταίες διαχρονικά περιλαμβάνεται ένας ελληνοτουρκικός συμβιβασμός, επίσης βάσει του ελληνοτουρκικού συσχετισμού ισχύος, αλλά και των υπηρεσιών που μπορούν να τους προσφέρουν οι δύο σύμμαχοι στον ανταγωνισμό τους με άλλα κέντρα. Έχοντας αυτά κατά νου δε μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η Ελληνική κυβέρνηση να έχει αποδεχθεί τη συζήτηση και για άλλα ζητήματα.
Σε κάθε περίπτωση όμως η κατάσταση γίνεται όλο και πιο περίπλοκη. Ο στόχος της Άγκυρας για περιφερειακή ηγεμονία και της Αθήνας για γεωστρατηγική αναβάθμιση, παρότι επιδιώκονται και από τις δύο πλευρές στα πλαίσια ενός συμβιβασμού και εντός του ευρωατλαντικού πλαισίου, είναι δύσκολο να γεφυρωθούν. Αντίστοιχα οι δυνατότητες της Ουάσιγκτον και των Βρυξελών να κινούν τις εξελίξεις προς αυτή την κατεύθυνση, ακόμη και όταν παραβιάζονται οι «κόκκινες γραμμές» ενός εκ των δύο Νατοϊκών τους συμμάχων δεν είναι δεδομένες, ιδιαίτερα όσον αφορά την Τουρκία η οποία βρίσκεται σε μία ευρύτερη διαπραγμάτευση μαζί τους.
Συνακόλουθα η στρατιωτική ισχύς εξακολουθεί να διαδραματίζει ρόλο και ενδεχόμενα να λειτουργεί και ως καταλύτης για την τελεσφόρηση του ελληνοτουρκικού παζαριού. Από αυτή τη σκοπιά και σε συνδυασμό με την πρόθεση της Αθήνας να πρωταγωνιστήσει στους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην περιοχή, πρέπει να ιδωθούν και οι προσπάθειες της να διευρύνει τις περιφερειακές της συμμαχίες και να αναβαθμίσει την ισχύ των ενόπλων δυνάμεων της. Γι’ αυτό το λόγο και οι συγκεκριμένες κινήσεις της δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως προσπάθεια απεμπλοκής της από τις διεργασίες που οδηγούν στην ελληνοτουρκική συνεκμετάλλευση/συνδιαχείριση του Αιγαίου και της Αν. Μεσογείου εις βάρος της κυριαρχίας της και των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, αλλά ως απόπειρα βελτίωσης της διαπραγματευτικής της θέσης σε αυτές.
Ωστόσο, καθώς η ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση οξύνεται, η εκδήλωση ενός πολεμικού επεισοδίου δεν έχει αμελητέες πιθανότητες. Μάλιστα στην περίπτωση που αυτό δεν οδηγήσει σε μία γενικευμένη πολεμική αναμέτρηση που δε θα είναι δυνατό να τιθασευτεί ούτε από τον ευρωατλαντικό παράγοντα, το αποτέλεσμα του θα μπορούσε να λειτουργήσει ως βάση για τον καθορισμό των ορών μιας ελληνοτουρκικής συμφωνίας. Στο υπάρχον λοιπόν πλαίσιο, της αναζήτησης μίας κοινά αποδεκτής φόρμουλας ελληνοτουκρικής συνδιαχείρισης/συνεκμετάλλευσης, τόσο ο διάλογος, όσο και οι κινήσεις για την αναβάθμιση της στρατιωτικής ισχύος μέχρι και την εκδήλωση ενός πολεμικού επεισοδίου, δεν αλληλοαποκλείονται.
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών επιβεβαιώνουν ότι η Τουρκική κυβέρνηση διόλου δεν έχει παραιτηθεί από την άσκηση επιθετικών ενεργειών και τη χρήση στρατιωτικών μέσων για την προώθηση των ιμπεριαλιστικών της επιδιώξεων σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο.