Αδυνατούμε να καταλάβουμε γιατί δεν επικεντρωνόμαστε σε αυτό το θέμα στην Ελλάδα, στηρίζοντας όλες τις άλλες χώρες που υποστηρίζουν τη διαγραφή – όπως τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο, ακόμη και το Λουξεμβούργο ή τη γερμανική διανόηση που δεν έχει καμία σχέση με το «εθνικοσοσιαλιστικό μόρφωμα» που κυβερνάει τη χώρα. Γιατί επιμένει η ελληνική κυβέρνηση πως το δημόσιο χρέος μας είναι βιώσιμο και παίζει το παιχνίδι της γερμανικής κυβέρνησης – επικαλούμενη τις αξιολογήσεις των τριών αδελφών που ήταν οι βασικές υπεύθυνες για την κρίση του 2008. Η Ελλάδα πάντως δεν πρέπει μόνο να συνταχθεί με τις χώρες που απαιτούν μία πανευρωπαϊκή διαγραφή χρέους μέσω της ΕΚΤ αλλά, επιπλέον, να ζητήσει αποζημίωση από την Τρόικα για την καταστροφή που της προκάλεσαν τα μνημόνια – καθώς επίσης να καταργηθεί το PSI και οι υποχρεώσεις που ανέλαβε με το τρίτο μνημόνιο η μειοδοτική «Τρόικα Εσωτερικού», όπως η σύσταση της ΑΑΔΕ και ειδικά του Υπερταμείου, με το οποίο λεηλατείται η δημόσια περιουσία της. Πρόκειται για τη μεγάλη ευκαιρία μας λόγω της πανδημίας που δεν πρέπει να χαθεί, επειδή θα είναι σίγουρα η τελευταία – ενώ συνιστά ασφαλώς έγκλημα να συζητούνται θέματα εκλογών ή νομοσχέδια/μνημόνια στη Βουλή, αντί η δυνατότητα που μας δίνεται ως «ο από μηχανής θεός». Σε κάθε περίπτωση, η ικανότητα της ΕΚΤ να δημιουργεί χρήματα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση της οικολογικής και κοινωνικής ανοικοδόμησης της ΕΕ, φυσικά με δημοκρατικό έλεγχο – όχι για να καταστήσει την Ευρώπη γερμανική αυτοκρατορία, με όπλο το ευρώ και την οικονομική της ισχύ. Δεν είναι δυνατόν να επιτρέπεται κάτι τέτοιο στη Γερμανία – σε μία χώρα που δεν έχει ιστορία, αλλά ποινικό μητρώο και που θέλει να εκμεταλλεύεται τους πάντες, παρά το ότι η ίδια στηρίχθηκε από όλους το 1953.
Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος
Ανάλυση
«Διαγράψτε χρέη, κερδίστε το μέλλον», είναι το κεντρικό νόημα της συζήτησης για την ελάφρυνση του χρέους από την ΕΚΤ που κέρδισε πρόσφατα σε δυναμική στη Γαλλία – επίσης στην Ιταλία, στο Λουξεμβούργο, στο Βέλγιο, στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ και σε πολλά υπουργεία οικονομικών της Ευρωζώνης. Πρόκειται για μία σημαντική και εξαιρετικά χρήσιμη συζήτηση που αφορά επίσης το χρήμα – το οποίο δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία αφηρημένη κατασκευή που έχει ανατεθεί σε μία κεντρική τράπεζα, ανεξάρτητη μεν από την πολιτική εξουσία αλλά εξαρτημένη από τις χρηματαγορές.
Με δεδομένο δε το ότι, το 25% του ευρωπαϊκού χρέους συνολικού ύψους περί τα 10 τρις € το 2019 ανήκει πια στην ΕΚΤ, άρα στον εαυτό μας ως Πολίτες της Ευρωζώνης, δεν υπάρχει λόγος εξόφλησης του αναζητώντας τα χρήματα αλλού – είτε δηλαδή δανειζόμενοι από τις χρηματαγορές, εξοφλώντας τα παλαιά χρέη με νέα, είτε αυξάνοντας τους φόρους και μειώνοντας τις δημόσιες δαπάνες. Η ΕΚΤ δε θα μπορούσε να παράσχει άμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες τα απαραίτητα κεφάλαια – αφενός μεν για τη χρηματοδότηση του οικολογικού τους μετασχηματισμού, αφετέρου για να «επισκευάσουν» τις υγειονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και οικονομικές ζημίες που τους προκάλεσε η πανδημία.
Έτσι δεν θα καθίσταντο θύματα του οικονομικού πολέμου που τους έχει κηρύξει η Γερμανία ήδη από το 2000, με την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα – ακόμη περισσότερο μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, την ευρωπαϊκή του 2010 που μετέτρεψε την Ελλάδα σε προτεκτοράτο της και σήμερα με την ευκαιρία της πανδημίας, η οποία εκτόξευσε τα δημόσια και ιδιωτικά χρέη πολλών κρατών της ένωσης στα ύψη.
Φυσικά υπάρχει το ευρωπαϊκό αναπτυξιακό σχέδιο που εμείς έχουμε χαρακτηρίσει ως παγίδα της Γερμανίας (ανάλυση) – το ταμείο ανασυγκρότησης στα πλαίσια μίας νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής (πηγή). Είναι όμως εντελώς ανεπαρκές, αφού στηρίζεται σε επιδοτήσεις της τάξης των 300 δις € για τρία χρόνια – πολύ λιγότερα από τα 2 τρις € που ζήτησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το 1,3 τρις €, με τα οποία στηρίζει μόνη της η Γερμανία την οικονομία της.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε πως πριν από την υγειονομική κρίση, το 2018, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο είχε δηλώσει πως υπήρχε ανάγκη ετησίων επενδύσεων 300-400 δις € ετησίως κατ’ ελάχιστο, για τη χρηματοδότηση της οικολογικής αλλαγής της Ευρώπης – ένας στόχος που έχει πια χαθεί, μετά το ξέσπασμα του Covid. Δυστυχώς είναι μία συζήτηση που δεν απασχόλησε ποτέ την Ελλάδα – παρά το ότι είναι η χώρα που την έχει ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη.
Ο μονεταρισμός του χρέους
Περαιτέρω, ακόμη και αν οι διαγραφές θα δρομολογούνταν ανώδυνα από την ΕΚΤ, δεν αντιμετωπίζονται με ελαφρότητα από κανέναν – αφού θα επρόκειτο για μία νέα αρχή, για το σβήσιμο και την επανεκκίνηση όπως έχουμε ήδη προτείνει (ανάλυση). Για έναν μονεταρισμό του χρέους (πηγή) που απαιτεί μεν ιδιαίτερη προσοχή, αλλά είναι απόλυτα εφικτός. Ένα τέτοιο σβήσιμο όμως με την ταυτόχρονη επανεκκίνηση της οικονομίας, δρομολογήθηκε για τη Γερμανία με τη συμφωνία χρέους του Λονδίνου το 1953, όπως αναφέρουν σήμερα πολλοί Ευρωπαίοι – όπου διαγράφηκαν τα 2/3 των δημοσίων χρεών της, με την πληρωμή αυτών που απέμειναν με ρήτρα εξαγωγών, επιτρέποντας της μία υγιή οικονομική ανάπτυξη που την οδήγησε στην ευημερία της.
Παραδόξως όταν το αναφέραμε συνεχώς τα τελευταία χρόνια, ιδίως πριν την υπογραφή του εγκληματικού PSI από τους πατριδοκτόνους (πηγή) που παρέδωσαν αμαχητί την οικονομική και εθνική μας κυριαρχία, κανένας δεν έδινε σημασία – ενώ τώρα που ολόκληρη η Ευρώπη βιώνει αυτά που βίωσε η Ελλάδα το 2010, έρχεται το θέμα της γερμανικής διαγραφής στην επικαιρότητα.
Αυτό που συνεχίζει βέβαια να μας απογοητεύει είναι η πλύση εγκεφάλου που έχουν υποστεί οι Έλληνες – με κριτήριο το ότι έχουν πεισθεί πως η χώρα είχε πράγματι χρεοκοπήσει το 2010. Ελπίζουμε όμως να κατανοήσουν την πλάνη τους, διαπιστώνοντας πως το χρέος μας κρίνεται βιώσιμο σήμερα από τις εταιρίες αξιολόγησης, παρά το ότι είναι στο 230% από 127% τότε – με το κόκκινο ιδιωτικό στο 150% από 10-20% το 2010 και με την οικονομία μας σε τρισχειρότερη κατάσταση. Επίσης από την Ιταλία που θα υπερβεί το 160% του ΑΕΠ της, από την Πορτογαλία, τη Γαλλία κοκ.
Συνεχίζοντας, οι Ευρωπαίοι τονίζουν σήμερα πως όταν η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει μία τόσο μεγάλη κρίση, θα πρέπει να ληφθούν ανάλογα μέτρα με αυτά για τη Γερμανία το 1953 – πόσο μάλλον όταν υπάρχει ένας κοινός πιστωτής που δεν χρειάζεται να φοβάται μήπως χάσει τα χρήματα του, αφού διαθέτει απεριόριστες ποσότητες και δεν χρεοκοπεί ποτέ.
Εννοούν φυσικά την ΕΚΤ, η οποία θα μπορούσε να συνάψει μία συμφωνία με τα κράτη-μέλη διαγράφοντας το χρέος που κατέχει ή, έστω, μετατρέποντας το σε αόριστο χρέος – παγώνοντας το δηλαδή στο διηνεκές άτοκα (πηγή), όπως είχαμε προτείνει ήδη από το 2012 (ανάλυση). Πρόκειται για συνολικά 2,5 τρις € που, εάν διαγράφονταν, θα αύξαναν την ποσότητα χρήματος ανάλογα – κάτι που θα είχε ανώδυνες επιπτώσεις στην ισοτιμία του ευρώ (πόσο μάλλον τα 100 δις € που θα ήταν υπεραρκετά το 2010 στην Ελλάδα).
Ως αντάλλαγμα θα μπορούσαν να δεσμευθούν τα κράτη για ένα σχέδιο κοινωνικής και περιβαλλοντικής ανάκαμψης, αντίστοιχου ποσού – διαφυλάττοντας έτσι το γενικό συμφέρον. Η ΕΚΤ είναι αναμφίβολα σε θέση να αντέξει αυτό το ποσόν, αφού μπορεί να λειτουργεί με αρνητικά κεφάλαια – ή να δημιουργήσει χρήματα για να αντισταθμίσει αυτές τις απώλειες, όπως προβλέπεται στο πρωτόκολλο 4 του παραρτήματος της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ.
Σε αντίθεση τώρα με τους ισχυρισμούς ορισμένων, ιδίως Γερμανών, οι συνθήκες της ΕΕ δεν απαγορεύουν ρητά τη διαγραφή χρέους, ούτε φυσικά τη χρεοκοπία – όπως επέμεναν ακόμη και κάποια κόμματα στην Ελλάδα, είτε από άγνοια, είτε από ανοησία, είτε επειδή υπηρετούν έμμισθα τις δυνάμεις κατοχής της χώρας μας. Ειδικότερα, αφενός μεν όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διεθνώς μπορούν να διαγράψουν χρέη και η ΕΚΤ δεν αποτελεί εξαίρεση, αφετέρου η λέξη «διαγραφή» δεν εμφανίζεται ούτε στη Συνθήκη, ούτε στο Πρωτόκολλο για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ).
Εν τούτοις, αυτό ισχυρίζονταν όσοι τάσσονταν εναντίον μίας τέτοιας απαίτησης της Ελλάδας, όλα τα προηγούμενα χρόνια – παρά το ότι εμείς τονίζαμε συνεχώς πως μπορεί μία χώρα της Ευρωζώνης να διαγράψει χρέη, χωρίς να υπάρχει φόβος εξόδου της από το ευρώ (ανάλυση). Ότι κάτι τέτοιο αποτελούσε μύθο, με στόχο την πλύση εγκεφάλου των Ελλήνων – έτσι ώστε να αποδεχθούν με σκυφτό το κεφάλι τη μετατροπή τους σε αποικία χρέους και τη ληστεία τους από τους Γερμανούς.
Περαιτέρω, ορισμένοι πιστεύουν πως τα χαμηλά ή/και αρνητικά επιτόκια στην ΕΕ, είναι αρκετά για να ενθαρρύνουν τα κράτη να υιοθετήσουν μία επενδυτική πολιτική, χρηματοδοτούμενη από πιστώσεις – πόσο μάλλον σε συνδυασμό με την παροχή ρευστότητας εκ μέρους της ΕΚΤ (QE). Στην πραγματικότητα όμως, πολλά κράτη έχουν χρησιμοποιήσει τα αρνητικά επιτόκια για να μειώσουν το δημόσιο χρέος τους και όχι για να επενδύσουν – όπως τεκμηριώνεται από τον περιορισμό του μέσου εθνικού χρέους στην Ευρωζώνη ως προς το ΑΕΠ, μετά τη νομισματική πολιτική που ακολουθήθηκε (γράφημα). Επομένως είναι κάτι που δεν πρόκειται να αλλάξει – ειδικά μετά την κατακόρυφη άνοδο των δημοσίων χρεών, λόγω των κλειδωμάτων (lockdown) που επιβλήθηκαν στις οικονομίες.
Συμπερασματικά λοιπόν, μόνο η διαγραφή θα μπορούσε να συμβάλει στην άνοδο των επενδύσεων στην ΕΕ – οπότε στην ανάκαμψη της. Με δεδομένο δε το ότι, πολλές άλλες χώρες στον κόσμο, όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και οι Η.Π.Α., χρησιμοποιούν τη νομισματική πολιτική όσο το δυνατόν περισσότερο, για να υποστηρίξουν τη δημοσιονομική πολιτική, η ΕΕ δεν μπορεί να λειτουργεί αντίθετα – ισχυριζόμενη (η Γερμανία εν προκειμένω) πως δεν το επιτρέπουν οι κανόνες της. Φυσικά δε η διαγραφή μέρους του δημοσίου χρέους θα καθιστούσε εφικτή μία αντίστοιχη του κόκκινου ιδιωτικού – το οποίο στην Ελλάδα ευρίσκεται σε ύψη μοναδικά στην παγκόσμια ιστορία.
Ειδικά όσον αφορά την Ιαπωνία, η κεντρική της τράπεζα έχει χρησιμοποιήσει τη νομισματική της πολιτική και τη στήριξη της οικονομίας με τη δημιουργία χρημάτων για να αγοράζει όχι μόνο ομόλογα του δημοσίου, διατηρώντας μηδενικά τα επιτόκια δανεισμού του κράτους, αλλά ακόμη και μετοχές απευθείας από την αγορά μέσω χρηματιστηριακών κεφαλαίων (ETF) – έχοντας καταστεί έτσι ο μεγαλύτερος επενδυτής της χώρας, χωρίς να δημιουργηθεί πληθωρισμός και χωρίς να υποτιμηθεί το νόμισμα της (ανάλυση). Ο Ισολογισμός της δε πλησιάζει το 120% του ΑΕΠ, έναντι 53% της ΕΚΤ και 35% περίπου της Fed (γράφημα) – οπότε τα περιθώρια είναι τεράστια.
Σε κάθε περίπτωση, η ικανότητα της ΕΚΤ να δημιουργεί χρήματα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση της οικολογικής και κοινωνικής ανοικοδόμησης της ΕΕ, φυσικά με δημοκρατικό έλεγχο – όχι για να καταστήσει την Ευρώπη γερμανική αυτοκρατορία, με όπλο το ευρώ και την οικονομική της ισχύ. Δεν είναι δυνατόν να επιτρέπεται κάτι τέτοιο στη Γερμανία – σε μία χώρα που δεν έχει ιστορία, αλλά ποινικό μητρώο και που θέλει να εκμεταλλεύεται τους πάντες, παρά το ότι η ίδια στηρίχθηκε από όλους το 1953.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, αδυνατούμε να καταλάβουμε γιατί δεν επικεντρωνόμαστε σε αυτό το θέμα στην Ελλάδα, στηρίζοντας όλες τις άλλες χώρες που το κάνουν – όπως τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο, ακόμη και το Λουξεμβούργο ή τη γερμανική διανόηση που δεν έχει καμία σχέση με το «εθνικοσοσιαλιστικό μόρφωμα» που κυβερνάει τη χώρα. Γιατί επιμένει η ελληνική κυβέρνηση πως το δημόσιο χρέος μας είναι βιώσιμο και παίζει το παιχνίδι των Γερμανών – επικαλούμενη τις αξιολογήσεις των τριών αδελφών (ανάλυση) που ήταν οι βασικές υπεύθυνες για την κρίση του 2008!
Η Ελλάδα πάντως δεν πρέπει μόνο να συνταχθεί με τις χώρες που απαιτούν μία πανευρωπαϊκή διαγραφή χρέους μέσω της ΕΚΤ αλλά, επιπλέον, να ζητήσει αποζημίωση από την Τρόικα για την καταστροφή που της προκάλεσαν τα μνημόνια – καθώς επίσης να καταργηθεί το PSI και οι υποχρεώσεις που ανέλαβε με το τρίτο μνημόνιο η μειοδοτική Τρόικα Εσωτερικού, όπως η σύσταση της ΑΑΔΕ και ειδικά του Υπερταμείου, με το οποίο λεηλατείται η δημόσια περιουσία της.
Πρόκειται για τη μεγάλη ευκαιρία μας λόγω της πανδημίας που δεν πρέπει να χαθεί, επειδή θα είναι σίγουρα η τελευταία – ενώ συνιστά ασφαλώς έγκλημα να συζητούνται θέματα εκλογών ή νομοσχέδια/μνημόνια στη Βουλή, αντί η δυνατότητα που μας δίνεται ως «ο από μηχανής θεός». Από τη δική μας πλευρά κάνουμε ότι μπορούμε, εντός και εκτός της Βουλής – χωρίς να υποστηρίζουμε όπως όλοι οι συστημικοί ότι, οι Έλληνες δεν καταλαβαίνουν ή δεν διαβάζουν, αφού ασφαλώς δεν ισχύει.
Πόσο μάλλον όταν οι αναγνώστες μας διαδίδουν τις αναλύσεις μας μόνοι τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συμβάλλοντας στην ενημέρωση και στην προσπάθεια μας – έχοντας συνειδητοποιήσει πως τα περισσότερα ΜΜΕ είναι σε διατεταγμένη υπηρεσία, χρηματιζόμενα αδρά από την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να φιλοξενούν μόνο τους πιστούς υπηρέτες του συστήματος ακόμη και σε σχέση με τον Covid ή/και να χειραγωγούν τους Πολίτες για να εξυπηρετήσουν ίδια και αλλότρια ιδιοτελή συμφέροντα.