Ενώ ο Orwell προειδοποιούσε για την καταπίεση των ανθρώπων εκ μέρους μίας εξωτερικής Δύναμης, η οποία θα τους στερούσε την ατομική τους αυτονομία, τις ιδέες και την Ιστορία τους, ο Huxley είχε την άποψη πως η απόλυτη αυτή καταστολή δεν θα ήταν καθόλου απαραίτητη – επειδή κάποια στιγμή οι άνθρωποι θα άρχιζαν να αγαπούν την καταπίεση τους, καθώς επίσης να λατρεύουν τις τεχνικές χειραγώγησης, με τις οποίες γίνονται ανίκανοι, απόλυτα εξαρτημένοι και εύκολοι στη διαχείριση τους.
Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος
Άρθρο
“Η διαγραφή, η διαστρέβλωση, η απόρριψη και η απαξίωση της Ιστορίας, καθώς επίσης της ιστορικής εμπειρίας, αποτελεί μία κεντρική διάσταση του ελέγχου του ανθρώπινου νου – ενώ όποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον και όποιος ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν, οπότε κατά συνέπεια το μέλλον”, είχε γράψει ο Orwell, στο βιβλίο του «1984».
Κατά την άποψη μου, πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες, τις εξυπνότερες και τις πιο διαφωτιστικές προτάσεις που έχουν γραφτεί ποτέ – όπου ο Orwell διατυπώνει καθαρά τη διαπίστωση που πρέπει όλοι μας να υπενθυμίζουμε καθημερινά στον εαυτό μας, έτσι ώστε να τη διατηρούμε πάντοτε παρούσα και να μην την ξεχνάμε ποτέ. Ειδικότερα, αναφέρει με πλήρη σαφήνεια τη σημαντικότερη μέθοδο χειραγώγησης που υπάρχει – ενώ η πρόταση του είναι μία προειδοποίηση που οφείλει να λαμβάνει κανείς υπ’ όψιν του όσο πιο σοβαρά μπορεί.
Συμπεριλαμβάνει όμως επίσης μία οδηγία: το ότι όλοι εμείς, τα δυνητικά θύματα, πρέπει να αναγνωρίζουμε τη χειραγώγηση της Ιστορίας και τη χειραγώγηση μέσω της Ιστορίας, καθώς επίσης να την «ξεσκεπάζουμε», να την αποκαλύπτουμε. Θα πρέπει δηλαδή να διατηρούμε ή να ανακτούμε την κυριαρχία της Ιστορίας, της δικής μας ιστορίας – αφού χωρίς διαφωτισμένη ιστορική συνείδηση, δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε αυτόνομα και ειρηνικά ούτε το παρόν, ούτε το μέλλον μας.
Εν προκειμένω, η επιχειρούμενη διαστρέβλωση της Ελληνικής Ιστορίας, μέσω της Μακεδονίας, έχει μεταξύ άλλων στόχο να διαιωνίσει και να διευρύνει την απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας – οπότε πρέπει να δοθεί από όλους μας πολύ μεγάλη προσοχή, ειδικά όταν παράλληλα αμφισβητείται ήδη η καταγωγή μας από τους αρχαίους Έλληνες, όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν.
Περαιτέρω, ο συγγραφέας του «1984» που εκδόθηκε το 1949, ο Orwell, έχει αναφερθεί με το βιβλίο του σε μία από τις δύο μεγάλες «δυστοπίες» του 20ου αιώνα – θυμίζοντας πως η «δυστοπία» στην τέχνη (από το ελληνικό δυς- και τόπος), υπερτονίζει συγκεκριμένα αρνητικά γνωρίσματα των υπαρχουσών κοινωνιών, με σκοπό να αναδείξει το ενδεχόμενο κακό, χωρίς ωστόσο να αντιπροτείνει ένα θετικό πρότυπο.
Η άλλη μεγάλη δυστοπία, ο «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος» που εκδόθηκε το 1932, προέρχεται από τον συμπατριώτη του A. Huxley – ενώ στα πλαίσια των ισχυρών ολοκληρωτικών συστημάτων που επικράτησαν τον 20ο αιώνα, φαινόταν να έχει παρουσιάσει ο Orwell το καλύτερο «όραμα», με την έννοια της σωστότερης πρόβλεψης του μέλλοντος.
Στα μέσα όμως της δεκαετίας του 1980 το θέμα επανεξετάσθηκε – με τη σύγκριση των δύο συγγραφέων, καθώς επίσης των βιβλίων τους, από τον N. Postman. Διαπιστώθηκε λοιπόν πως ενώ ο Orwell προειδοποιούσε για την καταπίεση των ανθρώπων εκ μέρους μίας εξωτερικής Δύναμης, η οποία θα τους στερούσε την ατομική τους αυτονομία, τις ιδέες, τις πεποιθήσεις και την Ιστορία τους, ο Huxley είχε την άποψη πως η απόλυτη αυτή καταστολή δεν θα ήταν καθόλου απαραίτητη.
Σύμφωνα με τον ίδιο, κάποια στιγμή οι άνθρωποι θα άρχιζαν να αγαπούν την καταπίεση τους, καθώς επίσης να λατρεύουν τις τεχνικές χειραγώγησης – με τις οποίες γίνονται ανίκανοι, απόλυτα εξαρτημένοι και εύκολοι στη διαχείριση τους. Ενώ ο Orwell τώρα φοβόταν αυτούς που θα απαγόρευαν τα βιβλία, ο Huxley φοβόταν πως κάποια στιγμή δεν θα υπήρχε κανένας λόγος απαγόρευσης των βιβλίων – επειδή δεν θα υπήρχε πλέον κανένας που θα διάβαζε βιβλία, όπως σταδιακά διαπιστώνεται σήμερα, ιδίως στην Ελλάδα.
Συνεχίζοντας, ο Orwell φοβόταν αυτούς που θα έκρυβαν τις πληροφορίες από τους ανθρώπους – ενώ ο Huxley φοβόταν εκείνους που θα πλημμύριζαν τους ανθρώπους με έναν μεγάλο όγκο πληροφοριών, με αποτέλεσμα να προσπαθούν να σωθούν από αυτές με την παθητικότητα και με την αντανάκλαση (=στέλνοντας τες πίσω, μη δίνοντας τους καμία σημασία). Τέλος, ο Orwell φοβόταν πως η Αλήθεια θα κρυβόταν από τους ανθρώπους – ενώ ο Huxley πως η Αλήθεια θα κατέληγε σε κάτι εντελώς ασήμαντο και αδιάφορο.
Ο N. Postman κατέληξε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι, παρά το ότι η ανάλυση του Huxley είχε εκδοθεί 15 χρόνια πριν και ουσιαστικά αφορούσε τα αυταρχικά φασιστικά καθεστώτα (αντίθετα του Orwell τα αυταρχικά κομμουνιστικά), ο Huxley είναι πιο κοντά στις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν σήμερα. Εν τούτοις, αρκετοί όπως ο U. Teusch αναρωτιούνται εάν οι δύο αυτές «δυστοπίες» αποκλείουν η μία την άλλη – θεωρώντας πως και οι δύο συγγραφείς θα μπορούσαν να έχουν δίκιο, ο καθένας από τη δική του πλευρά, επειδή τόσο ο ένας, όσο και ο άλλος, είχαν αναγνωρίσει μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Ουσιαστικά δηλαδή πως οι αντιλήψεις του Orwell και του Huxley ολοκληρώνουν η μία την άλλη, αλληλοσυμπληρώνονται, επειδή στις σημερινές κοινωνίες συμβαίνουν δυστυχώς και τα δύο. Ειδικότερα τα εξής:
(α) Εξαπατούμαστε από προπαγανδιστικές τεχνικές, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Orwell – δηλαδή παραπληροφορούμαστε, μας λένε ψέματα, μισές αλήθειες ή/και αποσιωπούνται πληροφορίες, αφήνοντας μας στο σκοτάδι (άρθρο).
(β) Μας αποσπάται η προσοχή με προπαγανδιστικές τεχνικές, όπως προέβλεψε ο Huxley – δηλαδή πως μας αποσπούν την προσοχή από τα ουσιώδη, μας πλημμυρίζουν με αδιάφορες πληροφορίες, μας απασχολούν με ψεύτικα προβλήματα και μας γεμίζουν με ψυχαγωγικά προγράμματα όλων των ειδών για να μας αποπροσανατολίζουν.
Εν τούτοις υπάρχει ελπίδα, αφού μία από τις πιο ενθαρρυντικές εξελίξεις των τελευταίων ετών είναι το ότι, η προπαγάνδα γενικότερα και ειδικότερα η προπαγάνδα του πολέμου, φτάνουν στα όρια τους όλο και πιο πολύ – αφενός μεν λόγω της εξάπλωσης και της αυξανόμενης εμβέλειας των εναλλακτικών μέσων ενημέρωσης, αφετέρου εξαιτίας της βαθιάς κρίσης του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού μας συστήματος, το οποίο αποτελεί μέρος της προπαγάνδας.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί μεγάλες ευκαιρίες για όσους αγωνίζονται για έναν ελεύθερο, ειρηνικό και πολυπολικό πλανήτη, χωρίς κυρίαρχους και δυνάστες – κάτι που, εφόσον επαληθευθεί, θα αλλάξει πραγματικά τις συνθήκες που επικρατούν, προς όφελος της πλειοψηφίας των ανθρώπων. Η επιστροφή στα εθνικά κράτη, ο περιορισμός της παγκοσμιοποίησης ειδικά όσον αφορά τη ροή των κεφαλαίων και ο έλεγχος των μεταναστευτικών ροών είναι μερικές από τις λύσεις – τις οποίες πρέπει να επιβάλλουν πραγματικές δημοκρατίες, ανατρέποντας τις κοινοβουλευτικές δικτατορίες που έχουν εγκατασταθεί στα περισσότερα κράτη, υπηρετώντας έμμισθα τις ελίτ.