Λευτέρης Κουσούλης, πολιτικός αναλυτής
Οι τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη έδειξαν ότι αν ήταν πρωταγωνιστής σε ανέκδοτο, θα ήταν αυτός που έπεσε από την ταράτσα του ουρανοξύστη και από κάθε όροφο που περνάει λέει: «Ως εδώ καλά πάμε».
Από: anoixtoparathyro.gr - Του Γ. Λακόπουλου
Η αποδυνάμωσή του, παρότι κρύβεται κάτω από μιντιακά και δημοσκοπικά μπετά- είναι ορατή και είχε αρχίσει νωρίς- πριν την πανδημία.
Όταν απλώς κυβερνούσε για έξι μήνες με τον πλεονασματικό προϋπολογισμό και το μαξιλάρι των 37 δις. που του άφησε ο Τσίπρας και αθετούσε σωρηδόν τις προεκλογικές υποσχέσεις του. Ή όταν έκανε τη μια κωλοτούμπα μετά την άλλη και μετρούσε αρνητικούς δείκτες στην οικονομία.
Το «αναπτυξιακό μπουμ» που τάχα θα ακολουθήσε την εκλογή του δεν έγινε ποτέ. Ακόμη και το Ελληνικό έγινε playmobil για μπουλντόζες του Άδωνι. Οι επενδυτές αποχωρούν αντί να έρχονται. Η παραγωγή πλούτου είχε αρχίσει να μειώνεται από τα τέλη του 2019.
Ταυτόχρονα άρχισαν να αυξάνονται η φαυλοκρατία, η αδιαφάνεια, η διαφθορά και οι αποτυχίες. Ως αποτέλεσμα μια πολιτικής που ευνοείς τους λίγους και σακατεύει ί τους πολλούς. Και ξαναφέρνει τη διαπλοκή σε ρόλο ρυθμιστή του δημοσίου βίου.
Η ψευδής συνείδηση
Η πανδημία έδειξε ότι ο Μητσοτάκης δεν μπορεί να αναμετρηθεί με μεγάλα μεγέθη. Όπως δεν μπορεί να σταθεί στον ευρωπαϊκό χώρο με πρωτοβουλίες.
Αν προστεθεί και η πολιτική του απέναντι στον επεκτατισμό και την προκλητικότητα της Άγκυρας, έχουμε πρωθυπουργό στη «γυάλα». Σε ό,τι δεν έχει επικοινωνιακή υποστήριξη δεν τα καταφέρνει. Ούτε καν ανασχηματισμό δεν μπόρεσε να κάνει.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης λειτουργεί και εμφανίζεται στο δημόσιο χώρο με αυτό που ο ειδικός στην πολιτική στρατηγική Λευτέρης Κουσούλης έχει αποκαλέσει «ψευδή συνείδηση». Είναι μια πολιτική ιδιότητα:
«Μακριά από τον πραγματικό κόσμο, κατασκευάζει μέσα από τη χειραγώγηση, την παραπλάνηση και τον λαϊκισμό έναν κόσμο εξουσίας. Και μαζί ένα πεδίο εύκολης και ανεμπόδιστης άσκησής της. Η περίτεχνη μεταμφίεση της ψευδούς συνείδησης σε πολιτική, η αναγωγή σε μια ανώτερη σφαίρα σύνθετης εξουσιαστικότητας, εκφράζεται στο καθημερινό πεδίο, ως λαϊκισμός και νέο-δημαγωγία. Μεταπλάθεται σε αντίληψη εξουσίας και αλαζονικό δημόσιο ύφος. Παίρνει τη μορφή κομματικών διακηρύξεων. Γίνεται πολιτικό πρόγραμμα. Διεκδικεί το μέλλον».
Γραμμένο πριν προκύψει Μητσοτάκης φωτογραφίζει τον σημερινό Πρωθυπουργό. Όλα αυτά τα στοιχεία διαπερνούν το πρόσφατο «διάγγελμά» του, με συγκεκριμένες διατυπώσεις- που περιέγραφαν μια πραγματικότητα που δεν υπάρχει.
Π.χ.: «Γρήγορα αντανακλαστικά», «βρισκόμαστε πάντα ένα βήμα μπροστά από τον ιό», «λειτουργούμε ώστε να προλαμβάνουμε», «γνωρίζω τι σημαίνουν όλα αυτά για την οικονομία», «έχω και εγώ παιδί στο σχολείο και ξέρω», «είμαι περισσότερο παρά ποτέ πεπεισμένος ότι έχει αρχίσει να γράφεται ο επίλογος», «είμαστε από τους πρώτους στην Ευρώπη».
Πίσω από τις σκηνοθετημένες εμφανίσεις παραμένει ο ο «υιός του πατρός». Πολιτικός με μέτριες δυνατότητες που πήρε και ασκεί την εξουσία ως κληρονομικό δικαίωμα.
Περιστοιχιζόμενος από αποτυχημένους υπουργούς και εξωκοινοβουλευτικούς διαχειριστές χαρτοφυλακίων, αδαείς της πολιτικής, τυχάρπαστους πολιτικάντηδες από άλλους χώρους, τεχνοκράτες που θεωρούν τον λαό κίνδυνο για τα «μοντέλα» τους, τυχοδιωκτικά στοιχεία, ημέτερους και τη διαπλοκή.
Στην πράξη επιδείνωσε τις συνέπειες μιας υγειονομικής κρίσης, την οποία εξέλαβε ως αερόστατο κυριαρχίας του. Δεν προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα, αλλά να επωφεληθεί πολιτικά.
Μετά από αυτοσχεδιασμούς, αποτυχίες, αντιφάσεις και πισωγυρίσματα -που προσχηματικά ονομάζει ακορντεόν -με το κοντέρ του θανάτου να ξεπερνάει τα 6000 θαύματα, εμφανίσθηκε στο νιοστό ψευδεπίγραφο «διάγγελμά του» και πέρασε ολόκληρη τη θηλειά το λαιμό του: «Αναλαμβάνω την ευθύνη των πρόσθετων μέτρων».
Το «τελευταίο μίλι»
Με την αμεριμνησία -ή την ψευδαίσθηση ότι τα καταφέρνει καλά -δηλώνει ικανοποιημένος και το διατυπώνει με λυρισμό: «Ο ήλιος του εμβολίου φωτίζει, πια, την επόμενη μέρα».
Είτε ο ίδιος απολαμβάνει το μεγαλείο του «μεγαλοφυούς πολιτικού» που αλλάζει τη χώρα και γράφει ιστορία –«είναι μια δοκιμασία για μένα και για τη χώρα», είπε, δίκην ταυτολογίας, στην τελευταία συνέντευξή του- είτε κάποιος διεστραμμένος λογογράφος το έβαλε στο κείμενο που διαβάζει το «ότο- κιου» είπε με στόμφο τη φράση:
«Είναι το τελευταίο μίλι προς την ελευθερία».
Με άμεσα αντανακλαστικά ο ανεξάρτητος πολιτικός συντάκτης Άρης Ραβανός σχολίασε:
«Μα, το τελευταίο μίλι; Δεν έχουν διαβάσει Στίβεν Κίνγκ; Δεν έχουν δει την ταινία το πράσινο μίλι; Οι θανατοποινίτες που οδηγούνται προς την εκτέλεσή τους, περπατούν το «τελευταίο μίλι» τους προς την ηλεκτρική καρέκλα».
Αυτομάτως η δημόσια συζήτηση μπαίνει σε νέα βάση. Από τη μια όσοι διέκριναν ένα είδος ψυχολογικής ενόρασης του πρωθυπουργού για το επερχόμενο τέλος της κυριαρχίας του -και απλώς το υπολογίζει σε μίλια και όχι σε χιλιόμετρα για να κρατήσει περισσότερο.
Από την άλλη οι πολιτικοί αναλυτές που περιμένουν απλώς τη ζαριά των εκλογών που ετοιμάζεται να ρίξει με το σύνδρομο τη Σαμψών: «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων».
Κανείς άλλος πρωθυπουργός δεν είχε τόσο αρνητικό απολογισμό μόλις σε 18 μήνες. Τον επιβάρυνε η πανδημία, αλλά είχε αρχίσει να διαμορφώνεται πριν τον κορονοϊό.
Οι επικοινωνιολόγοι του είδαν την πανδημία σαν ευκαιρία να «γιγαντωθεί» και να γίνει ηγέτης. Δεν είναι ηγετικός και δεν το κατάφερε. Έγινε απλώς πιο συγκεντρωτικός. Αλλά όποιος τα παίρνει όλα, τα χάνει και όλα.
Ο γιος του Κώστα Μητσοτάκη, δημιούργησε τη μεγαλύτερη έκπληξη από τη
Μεταπολίτευση όταν έγινε Πρωθυπουργός. Αλλά πλέον βαδίζει το τελευταίο
μίλι για το τέλος της κυβέρνησής του.