Η επιχείρηση στήθηκε στη Ζάκυνθο και σύντομα απέκτησε τεράστια φήμη για τον «σάπωνα πράσινο εξαιρετικά ανόθευτο» που παρήγε, ενώ στο απόγειό της, το 1891, προχώρησε στην ίδρυση παραρτήματος στην Κέρκυρα. Αυτό το κατάστημα – το οποίο από το 1930 λειτουργεί αποκλειστικά από την οικογένεια Πατούνη – άντεξε στον χρόνο και σήμερα αποτελεί το παλαιότερο εν λειτουργία σαπωνοποιείο της Ελλάδας. Η Σαπωνοποιία Πατούνη εξάγει το μεγαλύτερο τμήμα τής παραγωγής της στη μακρινή… Ιαπωνία, όπου τα προϊόντα της γίνονται ανάρπαστα, απασχολεί μόλις έξι εργαζομένους και λειτουργεί ανελλιπώς στο ίδιο κτίριο από το 1891, συμπληρώνοντας φέτος 130 χρόνια ζωής. Είναι ενταγμένη στον κατάλογο Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας, ενώ το οίκημα στο οποίο στεγάζεται, επί της οδού Ιωάννη Θεοτόκη, έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο βιομηχανικό μνημείο.
Η επιτυχία της επιχείρησης οφείλεται στα αγνά υλικά και στον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής που η οικογένεια Πατούνη συνεχίζει να εφαρμόζει επί σχεδόν ενάμιση αιώνα. Κάθε χρόνο η επιχείρηση παράγει περίπου 40 τόνους σαπουνιού, ενώ στη μεγάλη ακμή της, τον προηγούμενο αιώνα, έφτανε τους 200 τόνους. Ετσι άντεξε παρά την επέλαση των μεγάλων εταιρειών απορρυπαντικών που άρχισε να συντελείται τη δεκαετία του ’60 και εκτιμήθηκε από μεγάλες αγορές του κόσμου.
Πρωτόγονο προϊόν
«Πλέον, το περίπου 80% της παραγωγής μας εξάγεται», λέει στα «ΝΕΑ» ο Απόστολος Πατούνης, 5ης γενιάς ιδιοκτήτης του σαπωνοποιείου. «Η πρώτη και μεγαλύτερη αγορά με την οποία συνεργαζόμαστε εδώ και περίπου 25 έτη είναι η Ιαπωνία, ενώ τα τελευταία χρόνια υπάρχει τεράστια ζήτηση από τη Γερμανία, η οποία σχεδόν υπερβαίνει αυτήν της Ιαπωνίας», προσθέτει. «Το σαπούνι μας έφτασε για πρώτη φορά στην Ιαπωνία μέσω μιας έκθεσης για μικρές επιχειρήσεις και συνάντησε πολύ μεγάλη απήχηση ως καινοτόμο και πρωτοποριακό προϊόν. Στην πραγματικότητα είναι ένα πρωτόγονο προϊόν, όμως κι αυτό ήταν μια μορφή καινοτομίας για εκείνους», συμπληρώνει.
Αλλωστε, το συγκεκριμένο σαπούνι δεν παράγεται από μηχανές· απαιτεί την ανθρώπινη παρέμβαση σε όλα τα στάδια της παρασκευής του. «Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι φτιάχνεται από φυσικές πρώτες ύλες», λέει ο Απόστολος Πατούνης. «Χρησιμοποιούμε ελαιόλαδο τοπικής παραγωγής που παίρνουμε απευθείας από παραγωγούς της Κέρκυρας χωρίς να έχει υποστεί καμία επεξεργασία. Επίσης ακολουθούμε τις παλιές συνταγές, που όταν φτιάχτηκαν δεν υπήρχαν χημικά. Η δουλειά δεν είναι εύκολη βέβαια», συνεχίζει. «Μαθήτευσα εννέα χρόνια δίπλα στον πατέρα μου για να τη μάθω και όταν τον έχασα κάπως απροσδόκητα, αισθανόμουν ότι και πάλι δεν είμαι έτοιμος. Ακόμη και σήμερα, 20 χρόνια μετά τον θάνατό του, υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι τι καλά που θα ήταν να βρισκόταν εδώ και να τον συμβουλευόμουν».
Επιστήμη
Η γνώση μεταλαμπαδεύτηκε από πατέρα σε γιο, όμως οι υπεύθυνοι του σαπωνοποιείου αποφάσισαν να εφαρμόσουν και μια επιστημονική προσέγγιση στην παραδοσιακή πρακτική τους. Τη δεκαετία του 1940, ο Σπύρος Πατούνης, μέλος της 4ης γενιάς της οικογένειας, σπούδασε Χημικός Μηχανικός και δημιούργησε εργαστήριο για τον ποιοτικό έλεγχο των προϊόντων της σαπωνοποιίας, ενώ από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο αποφοίτησαν και οι επόμενες δύο γενιές των σαπωνοποιών Πατούνη.
Πλέον η επιχείρηση συνιστά αντικείμενο ακαδημαϊκών εργασιών και σημαντικό πόλο τουριστικής έλξης. Κατά μέσο όρο 2.500 άνθρωποι ξεναγούνταν ετησίως, πριν από την πανδημία, στις εγκαταστάσεις της και παρακολουθούσαν από κοντά την παρασκευή του λευκού και πράσινου σαπουνιού: το λάδι που θερμαίνεται επί δέκα μέρες μαζί με την καυστική ποτάσα σε καζάνια και το ξέπλυμα του μείγματος με διάλυμα θαλασσινού άλατος. Την εκκένωση του καζανιού με κουτάλες και τη μεταφορά του σαπουνιού στα καλούπια, όπου αφήνεται να κρυώσει και να στερεοποιηθεί. Και τέλος, το μαρκάρισμα, το σφράγισμα και το κόψιμό του με το χέρι πριν αυτό τοποθετηθεί σε ξύλινα ξηραντήρια, όπου παραμένει τέσσερις μήνες για να στεγνώσει και να ωριμάσει.
Παρά την εξαγωγική του δραστηριότητα, το σαπωνοποιείο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας των Κερκυραίων, οι οποίοι το επισκέπτονται για να αγοράσουν τα σαπούνια τους. Στριμωγμένο σε μια γειτονιά που ήταν κάποτε γεμάτη από μικρές βιοτεχνίες, παραμένει «ανέγγιχτο», σε πείσμα των καιρών, και διηγείται στους περαστικούς όλα όσα «έζησε» επί 130 χρόνια.