Από: topontiki.gr - ΑΝΤΡΙAΝΑ ΒΑΣΙΛA
Επισημαίνει δε πως ένα χαρακτηριστικό τής τρέχουσας κρίσης είναι ότι οδήγησε στην κατακόρυφη πτώση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης το δεύτερο τρίμηνο του 2020, ενώ, παράλληλα, συνέβαλε καθοριστικά στη σημαντική άνοδο των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών.
Επιπλέον τα δημοσιονομικά μέτρα για την ελάφρυνση των υποχρεώσεων των νοικοκυριών, τη στήριξη της απασχόλησης και την τόνωση της ρευστότητας των επιχειρήσεων έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη δυναμική του διαθέσιμου εισοδήματος, της κατανάλωσης και της αποταμίευσης.
Σύμφωνα άλλωστε και με τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ, το πρώτο εννεάμηνο του 2020 το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων μειώθηκε κατά 1,1%, σε σύγκριση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του προηγούμενου έτους, ενώ το πρώτο εννεάμηνο του 2019 είχε σημειώσει ετήσια αύξηση ύψους 3,8%.
Παράλληλα το πρώτο εννεάμηνο του 2020 η τελική καταναλωτική δαπάνη των
νοικοκυριών (σε τρέχουσες τιμές) μειώθηκε σημαντικά περισσότερο, κατά
5,4%, σε ετήσια βάση.
Έτσι η ακαθάριστη αποταμίευση, η οποία αποτελεί το μέρος του ακαθάριστου
διαθέσιμου εισοδήματος που δεν καταναλώνεται, ήταν θετική και
διαμορφώθηκε σε 2,3% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος, έναντι
-2,2% το πρώτο εννεάμηνο του 2019. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής
κρίσης στη χώρα, δηλαδή από το 2010 μέχρι και το 2016, τόσο το διαθέσιμο
εισόδημα όσο και η ιδιωτική κατανάλωση ακολούθησαν έντονα πτωτική
πορεία, ενώ η αποταμίευση πέρασε σε αρνητικό έδαφος το 2012.
Πρώτη φορά από το 2011
Από το 2017, παράλληλα με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας στη
χώρα και την αύξηση της απασχόλησης, η τελική καταναλωτική δαπάνη και το
διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών άρχισαν σταδιακά να ανακάμπτουν.
Η αποταμίευση, ωστόσο, παρέμεινε αρνητική μέχρι και το 2019, γεγονός που
συνεπάγεται ότι την οκταετία 2012-2019 τα νοικοκυριά χρησιμοποίησαν
αποταμιεύσεις προηγούμενων ετών για να καλύψουν μέρος των καταναλωτικών
αναγκών τους αλλά και τις φορολογικές και λοιπές υποχρεώσεις τους.
Η συνολική μείωση του αποθέματος των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών, κατά
το εν λόγω χρονικό διάστημα, διαμορφώθηκε σε 39,8 δισ. ευρώ.
Ο εντονότερος ετήσιος ρυθμός μείωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά
το πρώτο εννεάμηνο του 2020, εξαιτίας της πανδημικής κρίσης, σε σύγκριση
με τον αντίστοιχο ρυθμό μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των
νοικοκυριών είχε αποτέλεσμα το διαθέσιμο εισόδημα να υπερβεί την τελική
ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη και ως εκ τούτου η αποταμίευση των
νοικοκυριών να λάβει θετικό πρόσημο για πρώτη φορά από το 2011.
Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα έντονων
διακυμάνσεων, καθώς η αποταμίευση ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος
διαμορφώθηκε σε -3% το πρώτο τρίμηνο του 2020, σε 8,8% το δεύτερο
τρίμηνο του έτους – κατά τη διάρκεια του πρώτου λοκντάουν – και σε 0,9%
το τρίτο τρίμηνο του 2020.
Εξαιτίας της υγειονομικής φύσης της κρίσης και της επιβεβλημένης
κοινωνικής αποστασιοποίησης η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, όπως
ήταν αναμενόμενο, ήταν μεγαλύτερη σε συγκεκριμένες υπηρεσίες, όπως στις
μεταφορές, τα ταξίδια, τις διακοπές και τις δραστηριότητες ψυχαγωγίας
και μικρότερη στα διαρκή καταναλωτικά αγαθά.
Στη συγκράτηση της πτώσης στα διαρκή καταναλωτικά αγαθά συνέβαλε η
αύξηση του ηλεκτρονικού εμπορίου, που αντιστάθμισε, εν μέρει, την
αρνητική επίπτωση της τρέχουσας κρίσης.
Μια από τα ίδια για τους φτωχούς
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες (Bank of Ireland, «The impact of Covid-19
on consumer spending», December 2020 / Bank of England, «How has Covid
affected household savings», November 2020), η αποταμίευση των
νοικοκυριών χαμηλού εισοδηματικού κλιμακίου και ιδιαίτερα εκείνων που
επλήγησαν περισσότερο από την πανδημική κρίση (περιλαμβάνουν ανέργους,
εργαζομένους με μειωμένες ώρες απασχόλησης, ασθενείς κ.ά.) μειώθηκε,
αφού ένα μεγάλο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού τους αφορά
ανελαστικές δαπάνες και είδη πρώτης ανάγκης (τρόφιμα, θέρμανση κ.λπ.).
Αντίθετα, τα νοικοκυριά υψηλότερου εισοδηματικού κλιμακίου, όπως ήταν
αναμενόμενο, ήταν εκείνα που συσσώρευσαν αποταμιεύσεις, διότι μείωσαν,
σε μεγάλο βαθμό, τις δαπάνες για διακοπές, ταξίδια, ψυχαγωγία, υπηρεσίες
δηλαδή που αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα του διαθέσιμου εισοδήματός
τους.
Η πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος το πρώτο εννεάμηνο του 2020 οφείλεται
στη σημαντική μείωση που σημειώθηκε το δεύτερο τρίμηνο του έτους, κατά
5,6% σε ετήσια βάση, ενώ το πρώτο και το τρίτο τρίμηνο κατεγράφησαν
αυξήσεις κατά 1,1% και 1,6% αντίστοιχα.
Τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα που υιοθετήθηκαν για τη στήριξη των
επιχειρήσεων και των εργαζομένων, κατά τη διάρκεια του δεύτερου και
τρίτου τριμήνου του 2020, αντιστάθμισαν, εν μέρει, τις αρνητικές
συνέπειες της πανδημίας Covid-19 στο εισόδημα από εργασία και τα έσοδα
των επιχειρήσεων και, κατά συνέπεια, λειτούργησαν ως ισχυροί πρόσθετοι
σταθεροποιητές της οικονομίας.
Ο εφιάλτης της ανεργίας
Η πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020,
πρωτίστως, όπως προαναφέρθηκε, λόγω της μείωσης του εισοδήματος από
εξαρτημένη μισθωτή εργασία αλλά και των εσόδων των επιχειρήσεων, συνάδει
με την πορεία των προβλέψεων των καταναλωτών για άνοδο της ανεργίας το
επόμενο δωδεκάμηνο.
Μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, το τρίτο τρίμηνο του 2020
μειώθηκε ελαφρώς το ποσοστό των καταναλωτών που εκτιμούν ότι η ανεργία
θα αυξηθεί, καθώς ο σχετικός δείκτης διαμορφώθηκε σε 65,7 μονάδες, ενώ
το τέταρτο τρίμηνο, κατά τη διάρκεια του δεύτερου λοκντάουν, αυξήθηκε εκ
νέου σε 67,7 μονάδες.
Η αύξηση των αποταμιεύσεων, επομένως, συνδέεται, αφενός, με την
αβεβαιότητα που προκάλεσε η πανδημία σχετικά με τη διατήρηση των θέσεων
απασχόλησης αλλά και την απώλεια του διαθέσιμου εισοδήματος
(«προληπτική» αποταμίευση) και, αφετέρου, με τη μειωμένη καταναλωτική
δαπάνη («αναγκαστική» αποταμίευση, καθώς οι καταναλωτές δεν μπορούν να
δαπανήσουν – σε έναν βαθμό – εξαιτίας των μέτρων περιορισμού της
οικονομικής δραστηριότητας).
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε, επιπρόσθετα, στην άνοδο των καταθέσεων των
νοικοκυριών στο τραπεζικό σύστημα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο δωδεκάμηνος ρυθμός αύξησης των
καταθέσεων των νοικοκυριών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε, τον Δεκέμβριο, σε
8,5%.
Η κατάσταση στις επιχειρήσεις
Άνοδος των καταθέσεων των νοικοκυριών παρατηρήθηκε και στην Ευρωζώνη,
από την εμφάνιση της πανδημίας και μετά, με τον ετήσιο ρυθμό αύξησης να
έχει διαμορφωθεί, στο τέλος του 2020, σε 7,6%.
Επιπλέον, σημαντική άνοδος καταθέσεων σημειώθηκε και από την πλευρά των
επιχειρήσεων. Ο δωδεκάμηνος ρυθμός αύξησης των καταθέσεων των μη
χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων ανήλθε τον Δεκέμβριο στην Ελλάδα σε
39,1%.
Το τελευταίο ήταν αποτέλεσμα της συγκράτησης των δαπανών εξαιτίας της
αβεβαιότητας που προκάλεσε η πανδημία της Covid-19 για την εξέλιξη των
εργασιών των επιχειρήσεων και των εσόδων τους, καθώς και για τη
ρευστότητά τους, αλλά και των έκτακτων μέτρων που υιοθετήθηκαν από την
κυβέρνηση με σκοπό τη στήριξη των επιχειρήσεων (παροχή ρευστότητας προς
τις επιχειρήσεις, η οποία διοχετεύτηκε μέσω του τραπεζικού συστήματος,
αναστολή πληρωμών φορολογικών υποχρεώσεων, εισφορών προς τα ασφαλιστικά
ταμεία κ.λπ.).
Αξιοσημείωτη αύξηση των καταθέσεων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων παρατηρήθηκε και στην Ευρωζώνη, με τον ετήσιο ρυθμό αύξησης, τον Δεκέμβριο, να διαμορφώνεται σε 19,2%.
Μάλιστα πρόσφατη έρευνα της Τράπεζας της Αγγλίας υποστηρίζει ότι μόνο το 10% των νοικοκυριών που αύξησαν τις αποταμιεύσεις τους σκοπεύει να δαπανήσει αυτά που αποταμίευσε. Το 70% σκοπεύει να διατηρήσει τις αποταμιεύσεις του σε τραπεζικούς λογαριασμούς, ενώ οι υπόλοιποι προτίθενται να αποπληρώσουν χρέη, να επενδύσουν ή να αυξήσουν τις συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις τους.
Παράλληλα και οι επιχειρήσεις, μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας, πιθανότατα θα χρησιμοποιήσουν τις αποταμιεύσεις τους προκειμένου να καλύψουν υποχρεώσεις που προς το παρόν έχουν αναβληθεί (φόρους, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ.), αλλά και τα συνήθη (προ της πανδημίας) λειτουργικά έξοδά τους (ενοίκια, μισθούς κ.λπ.).