«Κατά τό έτος 1910 νόσος επάρατος καί πάλιν εμάστιζε τήν Κωνσταντινούπολιν καί τά περίχωρα, η χολέρα.
Κατά εκατοντάδες καθ εκάστην απέθνησκον, εις τρόπον ώστε νά μή καθίστανται δυνατή η ταφή τών πολυαρίθμων νεκρών, αδιακρίτως φυλής καί θρησκεύματος, Χριστιανών, Αρμενίων, Μουσουλμάνων καί Εβραίων. Ο πληθυσμός, ιδίως τής Κωνσταντινουπόλεως, περιδεής καί περίφοβος εζήτει τήν σωτηρίαν αυτού. Οι ναοί τών Ορθοδόξων καί Αρμενίων, τά Τεμένη καί αι Συναγωγαί καθ εκάστην ήσαν πλήρεις, τού πλήθους μετά δακρύων καί απογνώσεως επικαλουμένου τήν θείαν επέμβασιν πρός κατάπαυσιν τού κακού. Παρά ταύτα όμως η επάρατος νόσος εξηκολούθει τό καταστρεπτικόν έργον αυτής.
Η Κωνσταντινούπολις παρουσίαζεν απαίσιον θέαμα, ενεκρώθη δέ πάσα κίνησις καί ζωή εν αυτή. Εξαίφνης ο χριστιανικός πληθυσμός εν τή απελπισία του, ανεμνήσθη τό προηγούμενον τού 1871 επί Πατριάρχου Ανθίμου τού ΣΤ΄ τού Κουταλιανού καί εν φωνή εζήτει τήν μετάκλησιν τής Τιμίας Ζώνης εξ Αγίου Όρους. Εκτάκτως συγκαλείται η Ιερά Σύνοδος καί τή προτάσει τού αοιδίμου Πατριάρχου Ιωακείμ τού Γ΄ αποφασίζεται όπως αποσταλή επιτροπή εις Άγιον Όρος καί μεταφέρει εις τήν νεκρωθείσαν εκ τού θανάτου καί τού φόβου Κωνσταντινούπολιν τό τίμιον τής ευσεβείας ημών θησαύρισμα.
Η Ιερά Σύναξις τού Αγίου Όρους λαβούσα τά σχετικά Πατριαρχικά Γράμματα, αμέσως διατάσσει δύο εκ τών επιφανών Πατέρων, ίνα συνοδεύσωσι τήν Τιμίαν Ζώνην εις τήν δοκιμαζομένην Πόλιν τού Κωνσταντίνου.
Ανακούφισις καί αλλαλαγμός ηκούσθη όταν εγνώσθη η είδησις εκ τού Πατριαρχείου ότι εντός ολίγου καταφθάνει η σωτηρία τού δοκιμαζομένου πλήθους.
Τήν ημέραν τής αφίξεως τής Πατριαρχικής αντιπροσωπείας μετά τών Αγιορειτών Πατέρων συνοδευόντων τήν Τιμίαν Ζώνην από όρθρου βαθέως πλήθος αδιακρίτως φυλής καί θρησκεύματος. Ορθόδοξοι, Αρμένιοι, Μουσουλμάνοι καί Ιουδαίου κατέκλυσαν τήν πλατείαν τού σταθμού Σερκιτζή. Κατά τήν ταχθείσαν ώραν καταφθάνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄, περιστοιχιζόμενος υπό Αρχιερέων τής Πατριαρχικής Αυλής καί πλήθος κληρικών, ίνα υποδεχθή τήν Τιμίαν Ζώνην τής Θεοτόκου, παρά τής οποίας ανέμενεν ο λαός τήν απαλλαγήν τής πόλεως από τής απαισίας νόσου.
Η σημασία τήν οποίαν απέδωκεν τόσον ο Σουλτάνος Χαμίτ, όσον καί η Τουρκική Κυβέρνησις εις τήν μεταφοράν τής Τιμίας Ζώνης κατεδείχθη καί εκ τής υποδοχής, ήν έκαμεν η Τουρκική Κυβέρνησις κατ εντολήν τού Σουλτάνου. Λόχος στρατού έχων επί κεφαλής αξιωματικούς εις διπλούς στίχους παρετάχθη πρό τού σταθμού τού Σερκιτζή, ίνα αποδώση τάς νενομισμένας τιμάς εις τό τίμιον κειμήλιον τής Ορθοδοξίας, τήν δύναμιν τής οποίας εκ πείρας εγνώρισαν οι λαοί τής Κωνσταντινουπόλεως κατά τό έτος 1871.
Ο γηραιός Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ ένδακρυς πρώτος προχωρεί καί ασπάζεται τήν Τιμίαν Ζώνην καί παραλαβών αυτήν εκ τών χειρών τών Αγιορειτών Πατέρων, πεζή προπορευόμενος τών Αρχιερέων, Κληρικών, Ιεροψαλτών, εν μέσω διπλού στίχου στρατιωτών καί άκολουθούντων Χριστιανών, Αρμενίων, Μουσουλμάνων καί Ιουδαίων, διανύει τόν μακρόν δρόμον από Σερκιτζή μέχρι Φαναρίου, όπου καί εν τώ Πατριαρχικώ ναώ εναποθέτει εις κοινήν προσκύνησιν τό ιερόν θησαύρισμα. Αγρυπνίαι καί Λειτουργίαι συνεχώς επακολουθούν, πλήθος άπειρον κατακλύζει καθ εκάστην τόν Πατριαρχικόν ναόν μετά δακρύων εξαιτουμένον τήν σωτηρίαν του.
Η επάρατος ασθένεια ήρχισε νά υποχωρεί, τά θύματα αυτής κατά πολύ εμειώθησαν, μέχρις ότου εντός ολιγίστων ημερών απηλλάγη η πόλις τού Κωνσταντίνου τής επαράτου νόσου.
Τήν Τιμίαν Ζώνην εκ Κωνσταντινουπόλεως μετεκάλεσαν καί αι δοκιμαζόμεναι επαρχίαι, ως η τής Προύσσης καί άλλαι, εκ τής χολέρας, ήτις νόσος άμα τή παρουσία τής Τιμίας Ζώνης εξέλειπε, τών λαών αδιακρίτου φυλής καί θρησκεύματος, ανακουφισθέντων εκ τής καθ εκάστην απειλής τού θανάτου».
Είδατε πώς αντιμετώπισαν οι Οθωμανοί την πανδημία το 1910 και συγκρίνετε με το πώς την αντιμετωπίζει η Κυβέρνηση σήμερα, με κλειστές εκκλησίες και αστυνόμους έξω από αυτούς.