Από: dimokratiki.gr - Μαίρη Φώτη
Συμπολίτες μας, κάθε ηλικίας και κοινωνικής διαστρωμάτωσης, αφήνουν πολύτιμα αντικείμενα για να πάρουν στα χέρια τους μετρητά. Με δισταγμό αλλά και με την κρυφή ελπίδα ότι θα καταφέρουν να τα πάρουν πίσω, αφήνουν στον πάγκο προσωπικά αντικείμενα με μεγάλη συναισθηματική αξία, ξεπουλώντας κομμάτια της ζωής τους… Στον καιρό της πανδημίας, όλα πλέον είναι διαφορετικά. Η ανθρώπινη ζωή έχει μπει κι αυτή στο ζύγι…
Η διαδικασία που ακολουθείται, είναι πολύ απλή και απρόσωπη για εκείνον που αγοράζει… Όχι όμως για εκείνον που αναγκάζεται να (ξε)πουλήσει κοσμήματα, ασημικά, πολύτιμα αντικείμενα.
Αυτές οι εικόνες είχαν συνδεθεί με το κορύφωμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, όμως η σημερινή πραγματικότητα όπως διαμορφώθηκε στην εποχή του κορωνοϊού στη Ρόδο δεν απέχει πολύ από τότε.
Υπεύθυνος ενεχυροδανειστηρίου που μίλησε στη «δ», ανέφερε ότι πολλές φορές έρχεται σε δύσκολη θέση όταν καλείται να εξυπηρετήσει κάποιον γνωστό του που ήρθε στην ανάγκη του. «Στον καιρό της πανδημίας, πολλοί Ρόδιοι πωλούν ρολόγια, δακτυλίδια, βραχιόλια, ασημένια σερβίτσια ακόμα και ηλεκτρονικές συσκευές για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν χρήματα. Εμείς ασχολούμαστε μόνο με το χρυσό και το ασήμι. Η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Αν η σεζόν δεν πάει τουλάχιστον καλύτερα από πέρυσι, τότε θα δούμε ακόμα χειρότερες καταστάσεις», λέει στη «δ», επισημαίνοντας ότι η κρίση σήμερα στην τοπική κοινωνία είναι ακόμα χειρότερη από την προ δεκαετίας οικονομική κρίση.
Στην ερώτηση, τι είναι αυτό που πωλούν σήμερα οι Ρόδιοι στα ενεχυροδανειστήρια πέρα από κοσμήματα, είναι αφοπλιστικός: «Μου έχουν φέρει βέρες, βαφτιστικούς σταυρούς, ακόμα και χρυσά δόντια για να μπορέσουν να πάρουν ευρώ και να πληρώσουν λογαριασμούς ή ακόμα να εξασφαλίσουν το φαγητό τους.
Ποιος είναι εκείνος που μπορεί σήμερα να ζήσει αξιοπρεπώς με τα επιδόματα; Λίγοι είναι εκείνοι που εργάζονται. Οι περισσότεροι είτε είναι άνεργοι είτε είναι σε αναστολή», λέει χαρακτηριστικά.
Όπως αναφέρει, «οι περισσότεροι προτιμούν να έρχονται αργά το βράδυ για τις συναλλαγές τους, συνήθως κατόπιν τηλεφωνικής προσυνεννόησης ώστε να μην τους δει κανείς να μπαίνουν ή να βγαίνουν επειδή στην τοπική κοινωνία λίγο-πολύ γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Ντρέπονται, δεν θέλουν να γίνουν αντικείμενο σχολιασμού, κουτσομπολιού».
Όπως λέει, υπάρχει η εντύπωση ότι στα ενεχυροδανειστήρια απευθύνονται συμπολίτες μας χαμηλής οικονομικής στάθμης αλλά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: «Δεν έρχονται πολίτες μόνο χαμηλής οικονομικής στάθμης. Εχουν περάσει από ΄δω και καταστηματάρχες, και διευθυντές μεγάλων επιχειρήσεων και γόνοι γνωστών οικογενειών της Ρόδου που τους τσάκισε η κρίση». Μάλιστα, ανέφερε ότι πολλοί επιχειρηματίες προτιμούν να ταξιδέψουν μέχρι την Αθήνα για να πουλήσουν ή να ενεχυριάσουν πολύτιμα αντικείμενα και κοσμήματα, εκμεταλλευόμενοι το πλεονέκτημα της ανωνυμίας.
Η διαδικασία που ακολουθείται στα πιστοποιημένα, από το κράτος, ενεχυροδανειστήρια είναι συγκεκριμένη. Ο ιδιοκτήτης εκτιμά το αντικείμενο, δίνει την τιμή στον πελάτη κι αν συμφωνήσουν τότε καταγράφονται τα στοιχεία του πελάτη, με την υποχρεωτική επίδειξη αστυνομικής ταυτότητας -για να αποφεύγονται τυχόν επιτήδειοι και κλεμμένα αντικείμενα- και εκδίδεται απόδειξη από τον αγοραστή.
Η σύμβαση συνήθως διαρκεί το περισσότερο έξι μήνες και στη συνέχεια ο κύριος του πράγματος πρέπει να πληρώσει στον ενεχυροδανειστή πίσω το ποσό που του καταβλήθηκε μαζί με τους τόκους. Αν δεν τα καταφέρει η κυριότητα του πράγματος περιέρχεται στο ενεχυροδανειστήριο. Τα περισσότερα ενεχυροδανειστήρια κινούνται και στο χώρο της αγοράς χρυσού και ρολογιών. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο κύριος του πράγματος το πουλάει απευθείας ανάλγα με την τιμή που θα του προσφερθεί με βάση την εκτίμηση και την τρέχουσα τιμή χρυσού.
Οι ιδιοκτήτες όμως των νόμιμων καταστημάτων, καταγγέλλουν πως υπάρχουν και κάποια χρυσοχοεία και ενεχυροδανειστήρια που αγοράζουν «μαύρα» και ως εκ τούτου προτιμώνται από τους ενδιαφερόμενους, αφού οι τιμές που δίνουν είναι καλύτερες. «Πολλοί δεν επιστρέφουν ποτέ για να πάρουν πίσω τα αντικείμενα που άφησαν ως ενέχυρο, πολλά από τα οποία είναι μάλιστα σεβαστής αξίας και οικονομικής και συναισθηματικής.
Τα περισσότερα μένουν εδώ διότι σπανίως υπάρχει άμεση δυνατότητα οικονομικής ανάκαμψης», λέει και δείχνει το βιβλίο όπου έχει καταχωρημένα τα ονόματα συμπολιτών μας που δεν επέστρεψαν ποτέ να πάρουν τα αντικείμενα που με πόνο αποχωρίστηκαν.
Όπως εξηγεί στη «δ», «η εικόνα ενός ανθρώπου που αποχωρίζεται αντικείμενα μεγάλης συναισθηματικής αξίας ή οικογενειακά κειμήλια δεν συνηθίζεται εύκολα. Οι ιδιοκτήτες ενεχυροδανειστηρίων πρέπει να αντιμετωπίζουν τους πελάτες με σεβασμό. Μας αποκαλούν τοκογλύφους, μαυραγορίτες… Εμείς που έχουμε νόμιμη άδεια από το κράτος, κάνουμε τη δουλειά μας με τους καλύτερους όρους. Τι γίνεται στη μαύρη αγορά με τα παράνομα ενεχυροδανειστήρια δεν μπορώ να το γνωρίζω».
«Εχουμε δει σκληρές εικόνες, μητέρες να κλαίνε, ηλικιωμένους να αφήνουν ενθύμια ζωής… Διαχειριζόμαστε ανθρώπινο πόνο κι αυτό δεν είναι εύκολο», λέει.
Όπως αναφέρει, οι περισσότεροι ιδιοκτήτες ενεχυροδανειστηρίων προτιμούν τον χρυσό και το ασήμι και δεν ενεχυριάζουν πια τα αντικείμενα, αλλά τα αγοράζουν μετρητοίς. Υπάρχουν βέβαια και πολλοί που συνεχίζουν να ενεχυριάζουν κοσμήματα, σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και ηλεκτρονικές συσκευές.