To ιλιγγιώδες ποσό των 60,2 δισ. ευρώ έχασε το ΑΕΠ, κατά την διάρκεια των 10 + 1 χρόνων στα οποία η οικονομία πέρασε τρία μνημόνια και - με μια μικρή ανάσα τη διετία 2018-2019 - έπεσε στην κρίση που δημιούργησε για όλη την υφήλιο η πανδημία του κορονοϊού.
Από: capital.gr - Του Τάσου Δασόπουλου
Το διάστημα αυτό το ελληνικό ΑΕΠ βυθίστηκε κατά 29,7% του ΑΕΠ με το ύψος του να μειώνεται, από τα 226,03 δισ. ευρώ που υπολογίζονταν το 2010 (χρονιά στην οποία η οικονομία είχε ύφεση 5,5% του ΑΕΠ), στα 165,8 δισ. ευρώ που έφτασε στο τέλος του 2020, όταν η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώθηκε κατά 8,2% του ΑΕΠ, με βάση τα στοιχεία που δημοσίευσε την Παρασκευή η ΕΛΣΤΑΤ.
Σε μέση ετήσια βάση για την περίοδο 2010-2020 η Ελλάδα είχε ύφεση 2,53%, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση αναπτύσσονταν με μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1,5%, και η Ευρωζώνη είχε μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,3% του ΑΕΠ της.
Μέσα σε 11 χρόνια, η Ελλάδα είναι θετικό ρυθμό ανάπτυξης μόνο τέσσερα χρόνια. Το 2014, μετά από έξι χρόνια ύφεσης (η οικονομική συρρίκνωση είχε ξεκινήσει από το 2008), είδε για πρώτη φορά θετικό πρόσημο στο ρυθμό ανάπτυξης με την μεγέθυνση να φτάνει το 0,7% του ΑΕΠ. Στην συνέχεια με το τρίτο μνημόνιο πέρασε ξανά σε ύφεση σημειώνοντας ύφεση 0,41% του ΑΕΠ το 2015 και 0,5% του ΑΕΠ το 2016. Προς το τέλος του τρίτου μνημονίου το 2017 η οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 1,3% του ΑΕΠ, το 2018 με 1,6% του ΑΕΠ και το 2019 με 1,9% του ΑΕΠ για να έρθει μετά η υγειονομική κρίση που ανέτρεψε την πορεία ανάκαμψης, βυθίζοντας ξανά την οικονομία σε ύφεση.
Οι παράγοντες του ΑΕΠ
Η εξέλιξη του ΑΕΠ στα 11 αυτά δύσκολα χρόνια για την οικονομία, διαμορφώθηκε από ανάλογη πορεία και στα επιμέρους συστατικά που απαρτίζουν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν.
Από το 2010 η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε πορεία αποεπένδυσης. Τα ποσά των καθαρών επενδύσεων είναι σε ετήσια βάση μικρότερα από τις αποσβέσεις, δημιουργώντας ένα επενδυτικό κενό το οποίο φτάνει στο δυσθεώρητο ποσό των 130 δισ. ευρώ. Αντιστοίχως, το κενό σε αποταμιεύσεις που θα χρηματοδοτούσαν επενδύσεις φτάνει με βάση τα συμπεράσματα της έκθεσης της επιτροπής ΠΙσσαρίδη τα 125 δισ. ευρώ.
Τα τρία τέταρτα του ΑΕΠ (ποσοστό 67%) εξαρτώνται πλήρως από την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία χτυπήθηκε και αυτή από την μείωση των εισοδημάτων για το σύνολο της οικονομίας κατά 32%. Το 2020, λόγω των μέτρων στήριξης της οικονομίας η μέση απώλεια εισοδήματος δεν ξεπέρασε το οριακό 0,1%.
Οι εξαγωγές αυξήθηκαν μεν ως ποσοστό του ΑΕΠ την περίοδο 2010 -2020, από το 21,6% το 2010 στο 38.7%, αλλά αυτό αντανακλά περισσότερο την μεγάλη μείωση του ΑΕΠ, παρά την καθαρή άνοδο των εξαγωγών. Επιπλέον, το ποσοστό των εξαγωγών στο ΑΕΠ παραμένει από τα χαμηλότερα εντός της ΕΕ.
Η ανεργία
Η πολυετής ύφεση άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στην απασχόληση και την ανεργία. Η ανεργία έφτασε στο αποκορύφωμα της το πρώτο τρίμηνο του 2013, φτάνοντας το 27% το πρώτο τρίμηνο του έτους για να αρχίσει να υποχωρεί με αργούς ρυθμούς μέχρι και το 16,7% που έφτασε το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Ένα θετικό από την κρίση του κορονοϊού είναι η ενεργοποίηση της ρήτρας συνολικής διαφυγής που επέτρεψε την Ελλάδα και όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ να κάνουν δαπάνες για την στηρίξουν τις θέσεις εργασίας. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να σταθεροποιήσει το ποσοστό ανεργίας λίγο πάνω από το 16% στο τέλος του 2020. Ωστόσο, οι κρίσεις δεν βοήθησαν να λυθούν τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας. Για παράδειγμα οι μακροχρόνια άνεργοι από το 17,5% του συνόλου το 2ο τρίμηνο του 2013 μειώθηκαν μεν, αλλά παρέμειναν στο τέλος του 2020 ως ποσοστό πάνω από το 11% του συνόλου των ανέργων. Παρόμοια πορεία ακολουθεί η ανεργία των νέων έως 24 ετών που από το 59% που είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της κρίσης, υποχώρησε επίσης πολύ υψηλό 36% στο τέλος του 2020.