Από: capital.gr - Stirlitz
Πολλοί, πολίτες και αναλυτές, πέφτουν στην παγίδα να κάνουν συγκριτικές αναλύσεις
οπλικών συστημάτων ενώ αγνοούν εντελώς το στρατηγικό πλαίσιο μέσα στο
οποίο κινείται η χώρα μας. Δεν έχει απολύτως καμία σημασία αν π.χ. μία
φρεγάτα που θα αγοράσουμε θα έχει πυραύλους στρατηγικής κρούσης Scalp
Naval εφόσον δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση στο εκατομμύριο να διατάξει
ποτέ ελληνική κυβέρνηση την εκτόξευση τέτοιων όπλων εναντίον στόχων στην
Τουρκία. Δεν έχει επίσης καμία σημασία αν γεμίσουμε τα νησιά μας με
κινητούς εκτοξευτές πυραύλων εδάφους-επιφανείας αν οι Τούρκοι είναι
σίγουροι ότι δεν πρόκειται να τους χρησιμοποιήσουμε εναντίον τους ούτε
ως δυνητική απειλή. Γι' αυτό έχει το θράσος ο Ακάρ και βγαίνει κάθε τόσο
και μας ειρωνεύεται λέγοντας ότι «άδικο κόπο κάνετε παραγγέλνοντας
όπλα, και τζάμπα χαλάτε τα λεφτά σας». Αυτό ακριβώς εννοεί: ότι αφού δεν
έχετε την πολιτική βούληση να σταθείτε απέναντί μας «επί του πεδίου»,
τι να τα κάνετε τα όπλα που αγοράζετε; Ο Τούρκος καταφέρνει πάντα να
παίρνει αυτό που θέλει και εμείς διαρκώς υποχωρούμε με την ελπίδα ότι θα
τον κατευνάσουμε.
Απορώ αν υπάρχει άνθρωπος με στοιχειώδη κοινό νου που να μπορεί να
βγάλει ένα λογικό συμπέρασμα από τις κινήσεις που κάνει η κυβέρνηση
Μητσοτάκη στα εξοπλιστικά. Στις αρχές Αυγούστου του 2020 και ενώ το
«Ορούτς Ρέις» έπλεε ανενόχλητο στη θεωρούμενη ως ελληνική υφαλοκρηπίδα
ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, ο πρωθυπουργός μας δέχτηκε στο Μέγαρο
Μαξίμου τον μεγαλομέτοχο της κατασκευάστριας εταιρείας των μαχητικών
αεροσκαφών Rafale, Ολιβιέ Ντασό στον οποίο και εξέφρασε την πρόθεση της
Ελλάδας να προμηθευτεί σύγχρονα γαλλικά αεροσκάφη. Επομένως ποιο είναι
το συμπέρασμα που βγάζει κανείς; Μα φυσικά ότι ο Μητσοτάκης κάτι ήθελε
να κάνει εκείνη την εποχή απέναντι στους Τούρκους αλλά δεν μπορούσε
επειδή διαπίστωσε ότι υπήρχε έλλειμμα ισχύος στον αέρα έναντι της
Τουρκίας, και γι' αυτό προχώρησε στην παραγγελία των Rafale. Από πού
όμως τεκμαίρεται ότι δεν αντιδράσαμε στον πλου του «Ορούτς Ρέις» επειδή
φοβηθήκαμε την τουρκική αεροπορία; Τον Ιούνιο του 2021 που θα έχουμε
παραλάβει τα πρώτα 6 Rafale θα αλλάξει κάτι στον τρόπο αντίδρασής μας
στις τουρκικές προκλήσεις; Φυσικά και όχι. Όταν θα έχουμε παραλάβει 12
Rafale το καλοκαίρι του 2022 θα φανούμε πιο δυναμικοί; Αποκλείεται. Όταν
θα έχουμε και τα 18 Rafale το καλοκαίρι του 2023 μήπως θα αλλάξει κάτι
στη στάση μας έναντι της Τουρκίας; Και πάλι, δεν υπάρχει τέτοια
περίπτωση. Άρα σε τι θα μας ωφελήσει στην πράξη η παραγγελία των 18
Rafale εφόσον απουσιάζει η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ να αξιοποιήσουμε τη
στρατιωτική ισχύ μας ως μοχλό άσκησης εξωτερικής πολιτικής;
Το πρόβλημα όμως είναι πως αν διαφυλάττουμε διαρκώς την όποια στρατιωτική ισχύ έχουμε, παύει αυτή να έχει οποιαδήποτε γεωστρατηγική χρησιμότητα. Αν, για παράδειγμα, αύριο ο Τούρκος φέρει πλωτό γεωτρύπανο μέσα στη θεωρούμενη ως ελληνική υφαλοκρηπίδα και εμείς δεν αντιδράσουμε, δεν έχει κανένα νόημα η διαφύλαξη της στρατιωτικής ισχύος μας εφόσον θα έχουν ακρωτηριαστεί βάναυσα και ανεπανόρθωτα τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Δυστυχώς ο εχθρός έχει κι αυτός μυαλό, και μπορεί να καταλαβαίνει πότε μπλοφάρουμε και πότε όχι. Αν εμείς έχουμε τις ένοπλες δυνάμεις μας μονίμως εξαφανισμένες από εκεί που χρειάζονται, το μήνυμα που στέλνουμε στον Τούρκο είναι «προχώρα άφοβα, δεν υπάρχει κανείς να σου αντισταθεί». Επομένως παύουν να έχουν οποιοδήποτε νόημα και οι ένοπλες δυνάμεις μας και τα δεκάδες δις που έχουμε δαπανήσει για εξοπλισμούς τόσες δεκαετίες. Φυσικά και συμφωνώ 100% ότι θα πρέπει μία κυβέρνηση να αρχίσει ΑΜΕΣΑ την εξυγίανση των ενόπλων μας δυνάμεων και να τις καταστήσει αξιόμαχες. Εφόσον όμως δεν φαίνεται ακόμα ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ στον ορίζοντα που να μας κάνει να αισιοδοξούμε ότι κάτι θα αλλάξει στις ένοπλες δυνάμεις, τι κάνουμε στο μεταξύ; Καθόμαστε και τρώμε καρπαζιές από τον Τούρκο; Περιμένοντας τι; Να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις που δεν ξεκινούν ποτέ; Και ΜΕΧΡΙ να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις, εμείς διαλαλούμε στους πάντες ότι δεν έχουμε την παραμικρή πρόθεση να αντιδράσουμε στρατιωτικά σε οποιαδήποτε πρόκληση; Νομίζω ότι ο καθένας αντιλαμβάνεται το άτοπο αυτής της θέσης. ΠΟΤΕ, ΚΑΝΕΝΑΣ στρατός δεν ήταν 100% έτοιμος για πόλεμο. Ακόμα και οι Αμερικανοί που δαπανούν για την άμυνά τους κάθε χρόνο περισσότερα χρήματα από όσα δαπανούν οι επόμενες 10 χώρες μαζί, θα ήθελαν να έχουν ακόμη περισσότερα όπλα, αλλά έχουν ως αξίωμα το περίφημο «fight tonight», ότι δηλαδή πρέπει να είναι έτοιμοι να πολεμήσουν ακόμη κι απόψε με ό,τι διαθέτουν.
Όταν ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος το γερμανικό άρμα Tiger Ι δεν υπήρχε ούτε στα σχέδια και δεν υπήρχε φυσικά σε υπηρεσία στον γερμανικό στρατό. Από το 1942 άρχισε να εμφανίζεται σε πολύ μικρούς αριθμούς στο μέτωπο, και μόλις το 1943 έκανε αισθητή την παρουσία του. Το αμερικανικό άρμα Sherman ήταν όντως φθηνότερο και απλοϊκότερο, αλλά δεν κέρδισε κανέναν πόλεμο. Οι Αμερικανοί έφτιαχναν τότε τα άρματά τους φθηνά και πιο ελαφρά για τον απλούστατο λόγο ότι έπρεπε να μπορούν να τα μεταφέρουν γρήγορα και οικονομικά πολύ μακριά πέρα από τους ωκεανούς με τα υπάρχοντα πλοία, ενώ ο μόνος σχεδιαστικός περιορισμός που είχαν οι Γερμανοί ήταν να μπορούν οι υπάρχουσες γέφυρες στην κατεχόμενη Ευρώπη να αντέχουν το βάρος των αρμάτων τους. Εννοείται ότι στο πεδίο της μάχης τα Sherman δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τα γερμανικά Tiger και Panther που ποιοτικά ήταν κλάσεις ανώτερα από κάθε άποψη - δείτε π.χ. τη μάχη του Βιλέρ Μποκάζ στη Νορμανδία τον Ιούνιο του 1944, όταν ένα και μόνο Tiger αποδεκάτισε μία βρετανική φάλαγγα καταστρέφοντας 25 βρετανικά άρματα μάχης μέσα σε λίγα λεπτά. Η νίκη βεβαίως στον πόλεμο ήταν συνάρτηση πλήθους άλλων παραγόντων και ΟΧΙ μόνο της ποιότητας των τεθωρακισμένων που είχε κάθε πλευρά. Το να λέμε ότι το Sherman κέρδισε τον πόλεμο και ότι το Tiger τον έχασε είναι όχι μόνο απλουστευτικό αλλά και άτοπο. Αν υπήρξε ίσως ένα άρμα που μπορεί να διεκδικήσει τις δάφνες του νικητή στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αυτό είναι το σοβιετικό Τ-34, το αποκαλούμενο και «σφυρί του προλεταριάτου» που οι Ρώσοι το παρήγαγαν με ρυθμό 1.200 μονάδων μηνιαίως - και καταστρεφόταν στα πεδία μαχών του Ανατολικού Μετώπου από τα Tiger και Panther περίπου με τον ίδιο ρυθμό.
Επίσης θα επέτρεπε ποτέ το Ισραήλ σε ξένη χώρα να παραβιάζει καθημερινά τον εναέριο χώρο του ατιμώρητα; Αν οι Ισραηλινοί έχουν τόσο ισχυρή στρατιωτική αποτροπή ώστε να τους ζηλεύουν οι πάντες, αυτό οφείλεται στο ότι έχουν επιδείξει ΕΜΠΡΑΚΤΩΣ την αποφασιστικότητά τους. Γενικά, πρώτα πυροβολούν και μετά ρωτάνε, ενώ εμείς παρακολουθούμε τον αντίπαλο διακριτικά να παραβιάζει την εθνική μας κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και διαμαρτυρόμαστε εντόνως... με fax. Επομένως το έλλειμμα σοβαρότητας που έχουμε ως κράτος είναι τεράστιο και ούτε καν μπορούμε να συγκριθούμε με το σοβαρό Ισραήλ το οποίο ουδείς διανοείται να υποτιμήσει ή να προσβάλει.
Ένας επίσης σημαντικός λόγος που δεν θα μας επιτρέψει ποτέ να γίνουμε Ισραήλ είναι η διχόνοια που μας κατατρώει και η έλλειψη πατριωτισμού. Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, ούτε μία πιθανότητα στο εκατομμύριο να μπορέσει ποτέ το ελληνικό πολιτικό προσωπικό να πάρει μία τόσο δύσκολη απόφαση σαν αυτή που έλαβε το Ισραήλ π.χ. τον Ιούνιο του 1967 όταν αποφάσισε να επιτεθεί πρώτο κατά των εχθρών του καταφέροντας προληπτικό πλήγμα εναντίον τους, ή το 1976 όταν έστειλε κομάντος στο αεροδρόμιο Έντεμπε της Ουγκάντα για να απελευθερώσει εκατοντάδες ομήρους που κρατούνταν από Παλαιστίνιους αεροπειρατές, ή το 1981 όταν κατέστρεψε με προληπτικό αεροπορικό πλήγμα τον πυρηνικό αντιδραστήρα του Ιράκ. Επίσης, όπως έχει αναφέρει πολύ εύστοχα στο παρόν forum φίλος σχολιαστής, η πολιτική και οικονομική ελίτ του Ισραήλ είναι αναφανδόν πατριωτική, ενώ στην Ελλάδα παίζει πολύ συχνά τον ρόλο της «πέμπτης φάλαγγας». Δεν θα δείτε ποτέ π.χ. Ισραηλινό καναλάρχη να παίζει ιρανικά σήριαλ στο κανάλι του, ενώ θεωρούμε απολύτως φυσικό από Έλληνες καναλάρχες να μας φλομώνουν καθημερινά με τουρκικά σήριαλ τη στιγμή που ο εξ ανατολών γείτονας μάς απειλεί συνεχώς και μας καθυβρίζει.