Η Ελλάδα παρήγαγε πάντα, πέραν των άλλων, και πολεμιστές. Ήδη από τους Μυκηναϊκούς χρόνους Έλληνες μισθοφόροι πολέμησαν στην υπηρεσία ξένων κρατών και βασιλέων. Ανάμεσα στους πλέον γνωστούς ήταν οι Μύριοι, ή ο περίφημος Σπαρτιάτης στρατηγός των Καρχηδονίων Ξάνθιππος.
Από: history-point.gr
Ένας άλλος πολύ λίγο έως ελάχιστα γνωστός ήταν ο Αλέξων ο Αχαιός. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για αυτή την αινιγματική προσωπικότητα. Πέραν του τόπου όπου γεννήθηκε δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο για αυτόν, με εξαίρεση την πολεμική του δράση, ή μάλλον μέρους αυτής. Ο 3ος αιώνας π.Χ. δεν ήταν η καλύτερη εποχή για την Ελλάδα. Οι ενδημικοί πόλεμοι μάστιζαν την χώρα και είχαν ως αποτέλεσμα να κυριαρχεί η φτώχεια. Από την άλλη οι πόλεμοι αποτελούσαν πεδίο δόξης λαμπρό για τους φτωχούς Έλληνες που αναζητούσα ευκαιρίες πλουτισμού.
Αυτό συνέβη και με τον Αλέξωνα ο οποίος βρέθηκε στην υπηρεσία αρχικά του Αγαθοκλή των Συρακουσών και κατόπιν των Καρχηδονίων κατά τη διάρκεια του Α’ Καρχηδονιακού Πολέμου. Ο Αλέξων εμφανίζεται από τον Πολύβιο να υπηρετεί στην Σικελία τουλάχιστον από το 289 π.Χ. στην υπηρεσία του βασιλιά των Συρακουσών Αγαθοκλή. Ο Αλέξων είχε σώσει και την πόλη του Ακράγαντα όταν μισθοφόροι, Γαλάτες ή Μαμερτίνοι επιτέθηκαν στην πόλη αμέσως μετά τον θάνατο του Αγαθοκλή.
Αρκετά αργότερα εμφανίζεται στο Λιλύβαιον (σημερινή Μαρσάλα) το 250 π.Χ. όταν η πόλη και πάλι πολιορκείτο από τους Ρωμαίους. Στην φρουρά υπηρετούσε και σημαντικός αριθμός Γαλατών μισθοφόρων με δικούς τους αρχηγούς. Οι Γαλάτες αρχηγοί είτε κουρασμένοι από την πολιορκία, είτε θέλοντας να εξασφαλίζουν τις ζωές των ιδίων και των ανδρών κερδίζοντας και χρήματα, αποφάσισαν να έρθουν σε συνεννόηση με τους Ρωμαίους ώστε να τους παραδώσουν την πόλη. Ένα βράδυ Γαλάτες αξιωματικοί εξήλθαν κρυφά από την πόλη και πήγαν στο ρωμαϊκό στρατόπεδο για να μιλήσουν με τον Ρωμαίο στρατηγό Ατίλιο Ρέγκουλο Σεράνο.
Όμως ο Αλέξων ο Αχαιός, πιθανότητα αξιωματικός και ο ίδιος, αν κρίνουμε από την ήδη μακρόχρονη παρουσία του σε πολεμική υπηρεσία, κατάλαβε τις προθέσεις τους και ενημέρωσε τον Καρχηδόνιο διοικητή του, τον Ιμίλκωνα. Ο τελευταίος όταν ενημερώθηκε από τον Αλέξωνα έλαβε τα μέτρα του καταρχήν κερδίζοντας με το μέρος του όλους τους άλλους μισθοφόρους αξιωματικούς και διώχνοντας τους άνδρες των συνωμοτών αξιωματικών από την πόλη.
Ο Ιμίλκων εμπιστευόμενος απόλυτα τον Έλληνα αξιωματικό του, του ανέθεσε τη διοίκηση όλων των μισθοφορικών τμημάτων στην πόλη. Όταν δε οι προδότες αξιωματικοί επιχείρησαν να επιστρέψουν στην πόλη οι άνδρες του Αλέξωνα – πλέον – τους υποδέχτηκαν με τα όπλα αναγκάζοντάς τους να τραπούν σε φυγή. Χάρη στον Αλέξωνα η πόλη δεν έπεσε. Οι Ρωμαίοι υποχρεώθηκαν να την πολιορκήσουν επί εννέα έτη μέχρι που τους παραδόθηκε μετά την συνθήκη βάσει της οποίας έληξε ο Α’ Καρχηδονιακός Πόλεμος. Πρέπει να υποθέσουμε ότι το 250 π.Χ. ο Αλέξων πρέπει να πλησίαζε τα 60.
Ένας άλλος πολύ λίγο έως ελάχιστα γνωστός ήταν ο Αλέξων ο Αχαιός. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για αυτή την αινιγματική προσωπικότητα. Πέραν του τόπου όπου γεννήθηκε δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο για αυτόν, με εξαίρεση την πολεμική του δράση, ή μάλλον μέρους αυτής. Ο 3ος αιώνας π.Χ. δεν ήταν η καλύτερη εποχή για την Ελλάδα. Οι ενδημικοί πόλεμοι μάστιζαν την χώρα και είχαν ως αποτέλεσμα να κυριαρχεί η φτώχεια. Από την άλλη οι πόλεμοι αποτελούσαν πεδίο δόξης λαμπρό για τους φτωχούς Έλληνες που αναζητούσα ευκαιρίες πλουτισμού.
Αυτό συνέβη και με τον Αλέξωνα ο οποίος βρέθηκε στην υπηρεσία αρχικά του Αγαθοκλή των Συρακουσών και κατόπιν των Καρχηδονίων κατά τη διάρκεια του Α’ Καρχηδονιακού Πολέμου. Ο Αλέξων εμφανίζεται από τον Πολύβιο να υπηρετεί στην Σικελία τουλάχιστον από το 289 π.Χ. στην υπηρεσία του βασιλιά των Συρακουσών Αγαθοκλή. Ο Αλέξων είχε σώσει και την πόλη του Ακράγαντα όταν μισθοφόροι, Γαλάτες ή Μαμερτίνοι επιτέθηκαν στην πόλη αμέσως μετά τον θάνατο του Αγαθοκλή.
Αρκετά αργότερα εμφανίζεται στο Λιλύβαιον (σημερινή Μαρσάλα) το 250 π.Χ. όταν η πόλη και πάλι πολιορκείτο από τους Ρωμαίους. Στην φρουρά υπηρετούσε και σημαντικός αριθμός Γαλατών μισθοφόρων με δικούς τους αρχηγούς. Οι Γαλάτες αρχηγοί είτε κουρασμένοι από την πολιορκία, είτε θέλοντας να εξασφαλίζουν τις ζωές των ιδίων και των ανδρών κερδίζοντας και χρήματα, αποφάσισαν να έρθουν σε συνεννόηση με τους Ρωμαίους ώστε να τους παραδώσουν την πόλη. Ένα βράδυ Γαλάτες αξιωματικοί εξήλθαν κρυφά από την πόλη και πήγαν στο ρωμαϊκό στρατόπεδο για να μιλήσουν με τον Ρωμαίο στρατηγό Ατίλιο Ρέγκουλο Σεράνο.
Όμως ο Αλέξων ο Αχαιός, πιθανότητα αξιωματικός και ο ίδιος, αν κρίνουμε από την ήδη μακρόχρονη παρουσία του σε πολεμική υπηρεσία, κατάλαβε τις προθέσεις τους και ενημέρωσε τον Καρχηδόνιο διοικητή του, τον Ιμίλκωνα. Ο τελευταίος όταν ενημερώθηκε από τον Αλέξωνα έλαβε τα μέτρα του καταρχήν κερδίζοντας με το μέρος του όλους τους άλλους μισθοφόρους αξιωματικούς και διώχνοντας τους άνδρες των συνωμοτών αξιωματικών από την πόλη.
Ο Ιμίλκων εμπιστευόμενος απόλυτα τον Έλληνα αξιωματικό του, του ανέθεσε τη διοίκηση όλων των μισθοφορικών τμημάτων στην πόλη. Όταν δε οι προδότες αξιωματικοί επιχείρησαν να επιστρέψουν στην πόλη οι άνδρες του Αλέξωνα – πλέον – τους υποδέχτηκαν με τα όπλα αναγκάζοντάς τους να τραπούν σε φυγή. Χάρη στον Αλέξωνα η πόλη δεν έπεσε. Οι Ρωμαίοι υποχρεώθηκαν να την πολιορκήσουν επί εννέα έτη μέχρι που τους παραδόθηκε μετά την συνθήκη βάσει της οποίας έληξε ο Α’ Καρχηδονιακός Πόλεμος. Πρέπει να υποθέσουμε ότι το 250 π.Χ. ο Αλέξων πρέπει να πλησίαζε τα 60.