Από: topontiki.gr - Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης
Μια πραγματικότητα που αρχίζει στις 28 Αυγούστου με τον Δημήτριο Υψηλάντη να ηγείται 2.500 ανδρών ξεκινώντας από τον Κουτουμουλά με προορισμό την Πέτρα όπου και έστησε το αρχηγείο του στην Μονή του Αγίου Νικολάου, πάνω από το στενό. Η Πέτρα ήταν μια τοποθεσία μεταξύ Λειβαδιάς και Θήβας που η εδαφική της ιδιαιτερότητα την καθιστούσε ιδανική τοποθεσία για να αντιμετωπιστούν τα αντίπαλα στρατεύματα.
Η διεθνής κατάσταση πριν τη μάχη
Αρχικά με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου που υπεγράφη στις 10-22 Μαρτίου του 1829, αποφασίστηκε η Ελλάδα να τεθεί υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης. Το Πρωτόκολλο προέβλεπε ετήσιο φόρο προς τον σουλτάνο 1.500.000 γρόσια. Το σημαντικότερο, ωστόσο, ήταν ότι οριζόταν ως συνοριακή γραμμή το ύψος Αμβρακικού – Παγασητικού κόλπου. Επίσης, προβλεπόταν χριστιανός ηγεμόνας της Ελλάδας που θα εκλεγόταν «κατά συναίνεσιν των τριών Αυλών και της Οθωμανικής Πύλης». Στο μεταξύ, στις 27 Ιουλίου του 1829, η Υψηλή Πύλη απέρριπτε υπεροπτικά «την φιλικήν μεσιτείαν των ξένων Αυλών» και δεν δεχόταν «μηδέ και την υποτελή αυτονομίαν των εν Πελοποννήσω Ελλήνων». Ωστόσο, μετά από τη πάροδο μόλις 18 ημερών και ενόσω τα ρωσικά στρατεύματα έχοντας διαβεί τον Αίμο, βάδιζαν ταχύτατα προς την Ανδριανούπολη, η Πύλη έσπευσε να συμμορφωθεί δηλώνοντας ότι «υπό αισθημάτων καλοκαγαθίας ορμωμένη, συγκατατίθεται εις την Συνθήκην του Λονδίνου και δέχεται τας προτάσεις των Πρεσβευτών αλλά υπό όρους».
Στο μεταξύ, στην Ελλάδα, τον Αύγουστο του 1829, ο Τουρκαλβανός πολέμαρχος Ασλάν Μπέης Μουχουρδάρης, ξεκίνησε από τη Λάρισα με 4.000 άνδρες, προκειμένου να ανεφοδιάσει τη φρουρά της Ακροπόλεως και στη συνέχεια να οδηγήσει στη Θράκη όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις για την αντιμετώπιση του ρωσικού κινδύνου. Αφού προσέθεσε στο στρατό του και τις δυνάμεις του Οσμάναγα Ουτσιάκαγα με περίπου 7.000 άνδρες, άρχισε την προς βορρά πορεία του προκειμένου να ενισχύσει τις θέσεις του Οθωμανικού στρατού στη Θράκη. Εκεί, στην Πετρα, ωστόσο, τους περίμενε ο ελληνικός στρατός υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη. Την τελευταία αυτή μάχη για την Ανεξαρτησίας της Ελλάδας περιγράφει στα «Ενθυμήματά» του ο αγωνιστής Νικόλαος Κασουμούλης:
« Η νύκτα λοιπόν διαβάσα με σπουδήν, ένεκεν της ζέσεως τού να γίνει η μάχη μια ώρα αρχύτερα, να ιδή την τύχη του ο καθείς, την αυγήν περί το λυκαυγές, ακούσθησαν αι τυμπανοκροτήσεις και οι ήχοι των σαλπίγγων της συναθροίσεως του εχθρικού στρατού. Δια την αβεβαιότητα της μάχης οι Έλληνες ξενυχτήσαντες άγρυπνοι, με αγωνιώσαν ψυχήν περιμένοντες την μάχην, έτοιμοι με τα όπλα να αντισταθούν οι μεν, οι δε να τρέξουν εις βοήθειαν ως ήσαν διορισμένοι, ατενίζοντες τους οφθαλμούς των να διακρίνουν με το κίνημά των οποίαν διεύθυνσιν έμελλον να λάβουν, να συμορφωθούν, είδον εξερχόμενα τα τακτικά από το τετράγωνόν των και βαδίζοντα κατά παραγωγήν, εις τρείς μοίρας προς την Πέτραν να ανοίξουν τον δρόμον∙ η μεν α΄ μοίρα (η κεφαλή) με δύο πυροβόλα, να προσβάλη την θέσιν Πέτρας, η β΄ μοίρα το οχύρωμα του Σκουρτανιώτου και η γ΄ προς το ρεύμα του χωριού Βρασθαμίτες να καταλάβη το ύψωμα το οποίον κατείχεν η Φρουρά, το ιππικόν προς το χωρίον∙ το δε πεζικόν και αι σημαίαις του Ασλάμπεη, αίτινες εφαίνοντο κυματίζουσαι ως μαύροι όφεις μεταξύ της α΄ και β΄ μοίρας κατά του οχυρ. διασέλλου. Φθάσαντες πλησίον του ρεύματος του κάτω του οχυρ. του Σκουρτανιώτη, η β΄ μοίρα και οι Αλβανοί, καθώς και η α’ υπό την Πέτραν, και στήσαντες τα κανόνια απέναντι, η α΄ και β΄ μοίρα σχηματισμέναι εις αθρόα φάλαγγα εδώθεν του ρεύματος, οι δε Αλβανοί συσσωρευμένοι∙ ενώ δε ο κανονιοβολισμός άρχιζεν, και η γ΄ μοίρα διευθύνετο δια της οδού του ρεύματος αναβαίνουσα να καταλάβει το ύψωμα, εδώθει το σύνθημα της επιθέσεως εις την φάλαγγα να ορμήση με το βήμα συγκροτεί κατά των τριών οχυρωμάτων Πέτρας, διάσελλου και Σκουρτανιώτη.
Προχωρούσα αύτη η μοίρα δια των πυρών, ως και η των Αλβανών από τα πλευρά της, διευθυνόμεναι συγχρόνως κατά το διάσελλον, άμα πλησίασαν έως 20 βήματα και η μεν και η δε, κουρασθέντες με την πεποίθησιν ότι με την τελευταίαν ορμήν των έμελλον να εισπηδήσουν τα οχυρώματα, σταμάστησαντες να αναπνεύσουν – πυρ σφοδρόν πανταχόθεν από τα οχυρώματα εκραγέν και διευθυνόμενον επι των σωμάτων των ευστόχως, σταματών αυτούς εις τας θέσεις των, κύψαντες δεν εδυνήθησαν να σηκώσουν τας κεφαλάς των.
Την ίδια στιγμήν τρέξαντες τα βοηθητικά σώματα με ορμήν, αλαλαγμούς, φωνάς «ά, ά, ά», άλλοι κατά της γ΄ μοίρας προς τους Βρασταμίτας, άλλοι κατά της β΄ εις τα οχυρώματα του Σκουρτανιώτου και άλλοι προς το διάσελλον κατά των Αλβανών, συγχρόνως εξέλθόντες ξιφήρεις από τα οχυρώματα της Πέτρας, και διάσελλου οι Έλληνες, σαλπίζοντες «πυρ» και «επάνω των», οι Οθωμανοί τακτικοί και άτακτοι, καίτοι ανδρείως και ορμητικώς προχωρήσαντες, μη δυνηθέντες να βαστάξουν την ορμήν και τα αλλεπάλληλα πυρά των Ελλήνων – αφού οι Αλβανοί δώσαντες τα νώτα και αφήσαντες δυο σημαίες και τα πτώματα των συντρόφων των εις την τελαυταίαν θέσιν της ορμής, εν ριπή οφθαλμού, χωρίς να κοιτάξουν οπίσω, έλαβαν την αναπνοήν των εις το στρατόπεδόν των κατατρομαγμένοι – το τακτικόν, περικυκλωθέν απελπισθέν, από την βοήθειαν, υποχωρών, το μεν με πυρ υποχωρητικόν και εμβαίνον εις παράταξιν πέραν του ρεύματος πάραυτα, το δε, το κατά τους Βρασταμίτες, θορυβημένον, με το δίζυγον πυρ υπερασπιζόμενον, μετά δυο ώρας πόλεμον η οπισθοδρόμησις κατασταθείσα γενική, έμεινεν ένδοξος και περιφανής η δια την θέσιν ταύτη νίκη εις τους Έλληνας».
Λίγες ημέρες αργότερα, στο στρατηγείο του Ρώσου αρχιστρατήγου στην Αδριανούπολη, οι εκπρόσωποι της Πύλης υπέγραψαν το κείμενο της Συνθήκης της Αδριανούπολης της 14ης Σεπτεμβρίου του 1829 και αποδέχθηκαν με το άρθρο 10 της Συνθήκης αυτής, όχι αόριστα μόνο τη Συνθήκη της 6ης Ιουλίου του 1827 αλλά και το Πρωτόκολλο της 10-22 Μαρτίου 1829, δηλαδή και τον καθορισμό της συνοριακής γραμμής Αμβρακικού – Παγασητικού κόλπου. Η συνθήκη της Αδριανούπολης που υπεγράφη δυο μέρες μετά την μάχη της 14ης Σεπτεμβρίου του 1829, υπήρξε κατά τον μεγάλο Άγγλο πολιτικό Γλάδστωνα, «το διεθνές συμβόλαιο της πολιτικής υπόστασης και αυτοτέλειας του ελληνικού κράτους».
H Συνθήκη της Αδριανούπολης, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε ταραχή και δυσφορία στην αγγλική κυβέρνηση εδραιώνοντας το γόητρο της ρωσικής αυτοκρατορίας στην Ελλάδα. Εν τούτοις, η ύπαρξη ανεξάρτητου, ισχυρού ελληνικού κράτους σήμανε για πολλούς τη λύση του κενού που θα άφηνε η μελλοντική διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Προς τη λύση αυτή προσανατολίστηκε κυρίως ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, λόρδος Αμπερντίν, που ξαναβρήκε τον (φλογερό πριν από 8 χρόνια) φιλελληνισμό του. Οι διαθέσεις και η κατάσταση, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες του 1829, έδειχναν ότι είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για τη διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος οριστικά.