Από: defence-point.gr - Του Στέργιου Δ. Θεοφανίδη
Όπως αναφέρεται στο σχετικό άρθρο, τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στην εν λόγω επίθεση, δεν ήταν παρά μη επανδρωμένα αεροσκάφη (με τη μορφή ιπτάμενων στόχων υψηλών επιδόσεων) εξοπλισμένα με μικρούς στροβιλοκινητήρες, ηλεκτρονικά του εμπορίου, και εκρηκτική ύλη πυροδοτούμενη από απλούς κρουστικούς πυροσωλήνες…
Η επίθεση αυτή αποδεικνύει ότι τέτοια όπλα χαμηλού κόστους και τεχνολογικού επιπέδου, έχουν τη δυνατότητα να “τρυπήσουν” τεχνολογικά προηγμένα και πανάκριβα δίκτυα αεράμυνας και μπορούν να αναπτυχθούν και να κατασκευαστούν μαζικά από χώρες με μικρούς αμυντικούς προϋπολογισμούς και χαμηλό τεχνολογικό υπόβαθρο.
Και όπως εμφατικά σημειώναμε σε εκείνο το αφιέρωμα (ματαίως από ότι αποδεικνύεται…), η Ελλάδα θα μπορούσε να στραφεί στην εντελώς αυτόνομη εγχώρια ανάπτυξη τέτοιων όπλων, βασιζόμενη σε ιπτάμενους στόχους όπως αυτοί που κατασκεύαζε παλαιότερα η 3Σιγμα για την κάλυψη των αναγκών του Πεδίου Βολής Κρήτης. Φυσικά καμία απολύτως ενέργεια δεν έχει γίνει προς την κατεύθυνση αυτή μέχρι σήμερα και όπως όλα δείχνουν, ούτε στο μέλλον πρόκειται να γίνει…
Την ίδια στιγμή πολλές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου επενδύουν εδώ και δεκαετίες σε αυτόνομες προσπάθειες ανάπτυξης και μαζικής παραγωγής πιο προηγμένων όπλων (πυραυλικών συστημάτων με την αυστηρή έννοια του όρου, ή μη…) οριζόντιας πλεύσης μακρού πλήγματος, έχοντας φυσικά αναγνωρίσει έγκαιρα την επιχειρησιακή τους αξία και τον πραγματικό ψυχολογικό αντίκτυπο που επιφέρουν στον αντίπαλο.
Με άλλα λόγια τέτοιου είδους όπλα δεν αντιμετωπίζονται ως φετίχ όπως στη χώρα μας όπου ακόμη και από εξειδικευμένους, υποτίθεται, ιστοχώρους άμυνας έχουν γραφεί φράσεις του τύπου “τι τα χρειάζεται το Πολεμικό Ναυτικό τα SCALP-Naval και τα υποστρατηγικά όπλα; Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μπουν σε μονάδες επιφανείας γιατί η Πολεμική Αεροπορία έχει τα SCAL-EG”. Και εδώ είναι που τα περί διακλαδικότητας, τα περί δικτυοκεντρικών επιχειρήσεων και συνδυασμένης άρνησης πρόσβασης περιοχής (ΑD), πάνε περίπατο…
Με τον αριθμό των χωρών που έχουν τη δυνατότητα, ή προσπαθούν να την εξασφαλίσουν, ανάπτυξης μη επανδρωμένων αεροσκαφών να αυξάνεται συνεχώς ανά τον κόσμο, η προοπτική της εξέλιξης όπλων μακρού πλήγματος, οριζόντιας πτήσης, καθίσταται όλο και πιο κοντινή. Το Πακιστάν και η Ινδία επενδύουν σημαντικά κονδύλια στην ανάπτυξη και την παραγωγή τέτοιων όπλων, πέρα από τα πυραυλικά συστήματα βαλλιστικής τροχιάς και το ίδιο ισχύει και για το Ιράν.
Η Κίνα είναι τελείως διαφορετικό μέγεθος από απόψεως οικονομικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων και φαίνεται να έχει αποδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στα πολυηχητικά όπλα, ακόμη και σε καθαρά τακτικό (όχι μόνο υποστρατηγικό και στρατηγικό) επίπεδο. Η Βραζιλία που δεν αντιμετωπίζει απειλή, από την άλλη πλευρά, επίσης αναπτύσσει δικό της αερομεταφερόμενο όπλο οριζόντιας πλεύσης.
Πρόκειται για το MICLA-BR όπως θα δούμε, που είναι ένα από τα 18 κύρια στρατηγικά αμυντικά προγράμματα της χώρας της Λατινικής Αμερικής και αναμένεται να προσδώσει σημαντικές νέες επιχειρησιακές δυνατότητες στην Αεροπορία της και όχι μόνο… Η Βραζιλία επιδιώκει να είναι η πρώτη χώρα της Νοτίου Αμερικής που όχι μόνο θα αναπτύξει και θα παράξει μαζικά όπλο τέτοιου είδους, αλλά και η πρώτη που θα καταταγεί μεταξύ των μεγάλων εξαγωγικών δυνάμεων.
Οι λόγοι της ανάπτυξης τέτοιων όπλων, ακόμη και από αναπτυσσόμενες χώρες, είναι δύο:
– Είτε επιθυμούν να δημιουργήσουν αυτόνομη βιομηχανία τέτοιων όπλων
με στόχους πρωτίστως εμπορικούς, από τη στιγμή που η εμπορική-εξαγωγική
τους προοπτική αυξάνεται λόγω της αντίστοιχης ανάπτυξης και ένταξης σε
υπηρεσία όλων και πιο προηγμένων αντιαεροπορικών-αντιπυραυλικών
συστημάτων που περιορίζουν ακόμη περισσότερο της επιβιωσιμότητα των
συμβατικών μαχητικών αεροπλάνων.
– Είτε επιδιώκουν να αποφύγουν-παρακάμψουν την άρνηση της Ευρώπης και των ΗΠΑ να τους αποδεσμεύσουν τέτοια όπλα, προς κάλυψη επιτακτικών τους επιχειρησιακών αναγκών. Και αυτά τη στιγμή που τα συγκεκριμένα όπλα αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο στις τάξεις προηγμένων αεροπορικών δυνάμεων όπως είναι η USAF και η Ναυτική Αεροπορία των ΗΠΑ, κάτι που έχει οδηγήσει στον περιορισμό του κόστους τους, αλλά και στην δραματική αλλαγή της φιλοσοφίας που τα ήθελε απλά ως επιθυμητές (nice to have…) προσθήκες στο οπλοστάσιό τους.
Πλέον τα όπλα οριζόντιας πτήσης μακρού πλήγματος, κατατάσσονται σε αυτά που επιβάλλεται (must have…) να περιλαμβάνονται στο οπλοστάσιο οποιασδήποτε ένοπλης δύναμης. Γιατί πέρα από τον περιορισμό του κόστους ανάπτυξης και παραγωγής τους και το ότι διασφαλίζουν τη δυνατότητα να πλήττουν στόχους σε μεγάλες αποστάσεις με επαρκές και εύκολα προσαρμόσιμο πολεμικό φορτίο, πλέον έχει αυξηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και η ακρίβειά τους.
Μεταξύ των χωρών που αποφάσισαν να επενδύσουν σε αυτά τα όπλα συγκαταλέγεται και η Ταϊβάν. Που υποχρεώθηκε σε αυτή την επιλογή μετά την επαναλαμβανόμενη άρνηση των ΗΠΑ να της αποδεσμεύσουν το AGM-158 JASM. Προϊόν αυτής της εξέλιξης είναι το αερομεταφερόμενο Wan Chien, με ακτίνα που επιτρέπει την άφεσή του από τα μαχητικά Ching Kuo, εκτός των ορίων της ομπρέλας της κινεζικής αεράμυνας.
Από τις δοκιμές του SOM με F-16…
Για τους ίδιους λόγους η Τουρκία (Roketsan), ανέπτυξε το SOM για τα F-16 και F-4 και το SOM-J για το F-35. Χωρίς να σταματήσει εκεί… Έχει σε ανάπτυξη τον μεγαλύτερης ακτίνας πύραυλο Gezlin, το προωστικό σύστημα του οποίου θα αναπτυχθεί σε συνεργασία με την Ουκρανία.
Οι Ινδοί που έχουν ολοκληρώσει την ανάπτυξη του υπερηχητικού BrahMos σε συνεργασία με τη Ρωσία, έχουν ήδη εντάξει σε υπηρεσία το προηγμένο SCALP-EG που αγοράστηκε μαζί με τα μαχητικά Rafale. Παράλληλα, έχει σε εξέλιξη την ανάπτυξη ενός ακόμη εγχώριου όπλου. Το Nirbhay, με βάση τις πληροφορίες που έχουν δημοσιοποιηθεί, θα έχει ακτίνα που θα ανέρχεται σε 1000 χιλιόμετρα.
Προς το παρόν έχουν εκτελεστεί οκτώ δοκιμές με εκτόξευση από επίγειες εξέδρες. Δεν ήταν όλες επιτυχείς καθώς η τελευταία που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2020, ματαιώθηκε οκτώ λεπτά μετά την εκτόξευση. Ο Nirbhay είναι προσωρινά εξοπλισμένος με ρωσικό στροβιλοκινητήρα , ο οποίος στη γραμμή παραγωγής θα αντικατασταθεί από έναν ινδικό μικρό turbofan.
Ο Οργανισμός Αμυντικών Ερευνών και Ανάπτυξης της Ινδίας (DRDO), έχει γνωστοποιήσει ότι θα εξελιχθεί και αερομεταφερόμενη έκδοση του όπλου, με τις πρώτες δοκιμές να είναι προγραμματισμένες εντός του 2021. Το γειτονικό Πακιστάν από την άλλη πλευρά φαίνεται να αντιμετωπίζει ακόμα προβλήματα με την ανάπτυξη του Ra’ad που ως διαδικασία ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια. Το μακρινό 2007.
Την ευθύνη του προγράμματος σχεδίασης και εξέλιξης του όπλου, έχει η Εθνική Επιτροπή Μηχανικής και Επιστημών του Πακιστάν. Οι αρχικές δοκιμές εκτελέστηκαν με το όπλο να φέρεται σε μαχητικό Mirage III/5 και να επιτυγχάνει ακτίνα 350 χιλιομέτρων. Η νεότερη έκδοσή του, το Ra’ad Mk.2, πέταξε εντός του 2020 σε απόσταση 600 χιλιομέτρων.
Σε εκπομπές της πακιστανικής κρατικής τηλεόρασης, απεικονίστηκαν μακρινά βίντεο του Ra’ad που δείχνει να είναι της ίδιας σχεδόν διαμόρφωσης με το ευρωπαϊκό SCALP-EG και διαφοροποιημένο σε σχέση με την αρχική έκδοση ως προς τη διάταξη των πτερυγίων (χιαστί στο πίσω τμήμα του όπλου, αντί των διπλών κατακόρυφων σταθερών, προφανώς προς περιορισμό του ηλεκτρομαγνητικού ίχνους).
Στη Νότιο Αμερική η Βραζιλία μέσω της Avibras βρίσκεται στο στάδιο της ολοκλήρωσης της ανάπτυξης του εκτοξευόμενου από το έδαφος AV-TΜ/MTC-300 (Míssil Tático de Cruzeiro). Το όπλο μάλιστα είναι συμβατό με τον πολλαπλό εκτοξευτή ρουκετών ASTROS II Μk.6 (ΑSTROS 2020) της ίδιας εταιρείας. Το πρόγραμμα ανάπτυξης του MTC-300 ξεκίνησε το 2001, ενώ η διαμόρφωσή του οριστικοποιήθηκε στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 2000.
Αρχικά για την εκτόξευση και την επιτάχυνσή του, χρησιμοποιεί πυραυλοκινητήρα στερεού καυσίμου, ενώ για την πτήση ενεργοποιεί τον στροβιλοκινητήρα TJ 1000 της Turbomachine. Το σύστημα καθοδήγησης του περιλαμβάνει IRS (αδρανειακό σύστημα δακτυλίων λέιζερ συνδυασμένο με GPS) και πολεμική κεφαλή βάρους 200 κιλών που μπορεί να περιλάβει και 64 πυρομαχικά διασποράς εναντίον αρμάτων μάχης. Το σύστημα βρίσκεται ήδη σε υπηρεσία στο Στρατό της Βραζιλίας.
Η ναυτική έκδοσή του αναφέρεται ως Χ-300 και εντός του 2019 πραγματοποιήθηκε και η πρώτη δοκιμαστική άφεση του αερομεταφερόμενου MICLA-BR από εκσυγχρονισμένο F-5E. Και η αερομεταφερόμενη αυτή έκδοση θα τεθεί σε παραγωγή με ικανότητα μεταφοράς διαφορετικών πολεμικών κεφαλών προς κάλυψη μεγάλου εύρους επιχειρησιακών απαιτήσεων και σεναρίων.
Τέλος, η Ταϊβάν έχει σε εξέλιξη εδώ και δύο σχεδόν δεκαετίες το δικό της αερομεταφερόμενο Wan Chien, μέσω του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών. Το όπλο έχει ακτίνα 240 τουλάχιστον χιλιομέτρων και μπορεί να δεχθεί διαφορετικές πολεμικές κεφαλές για την προσβολή στόχων σημείου και περιοχής. Σήμερα τελεί υπό ανάπτυξη νεότερη έκδοση ακτίνας 400 χιλιομέτρων.