Από: doureios.com - Σάββας Δ. Βλάσσης
Το πρώτο έτος 2019, παρασχέθηκε βοήθεια 3,3 δισ. $ εκ των οποίων 2,48 δισ. $ για την προμήθεια αμερικανικών όπλων και 815 εκατ. $ για αγορές ισραηλινών αμυντικών προϊόντων. Το νούμερο αναλογεί στο 19,6 % του συνολικού ακαθάριστου ισραηλινού αμυντικού προϋπολογισμού.
Ωστόσο, με την νέα συμφωνία, εισήχθησαν κάποιοι περιορισμοί. Καταργήθηκε φερειπείν η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως της αμερικανικής χρηματοδοτήσεως για την προμήθεια αεροπορικού καυσίμου για τις IDF. Αυτό συνεπάγεται την απορρόφηση μεγαλύτερης χρηματοδοτήσεως σε NIS, προς κάλυψη της συγκεκριμένης ανάγκης. Όμως τον μεγαλύτερο προβληματισμό προκαλεί η σταδιακή μείωση του ποσοστού αμερικανικής βοηθείας που θα μπορεί να μετατρέπεται σε NIS για την προμήθεια ισραηλινής προελεύσεως όπλων. Αυτή η μείωση θα γίνει αισθητή ιδίως στην δεύτερη πενταετία του δεκαετούς προγράμματος, μέχρι το 2028 που θα μηδενιστεί!
Οι ανωτέρω αμερικανικοί περιορισμοί, θέτουν σοβαρές ανησυχίες ως προς την δυνατότητα υποστηρίξεως νέων αντεπιθετικών πολεμικών περιπετειών από το Ισραήλ, χωρίς την σημαντική έκτακτη αύξηση των αμυντικών δαπανών, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ 10-15% (αναλόγως υπολογισμού) του συνολικού κρατικού προϋπολογισμού (δεύτερες μετά τον προϋπολογισμό για την Παιδεία) και αναλογούν στο 4-5% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Επιπλέον όμως, η προοπτική μηδενισμού της αμερικανικής χρηματοδοτήσεως για προμήθειες ισραηλινών οπλικών συστημάτων από τις IDF, επιβαρύνει τις προοπτικές της Ισραηλινής Αμυντικής Βιομηχανίας σε κερδοφορία και ανάπτυξη. Για τον λόγο αυτό, ήδη έχουν κινητοποιηθεί οι ιθύνοντες ως προς την κατεύθυνση της εκπονήσεως μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού.
Βασική επιλογή είναι η υιοθέτηση πιο επιθετικής πολιτικής εξαγωγών, προκειμένου να αυξηθούν τα έσοδα των ισραηλινών αμυντικών οίκων από τις εξαγωγές, καθώς οι χρηματοδοτικές δυνατότητες του ισραηλινού προϋπολογισμού στο μέλλον, δεν θα αφήνουν τα ίδια περιθώρια με αυτά του προσφάτου παρελθόντος. Ήδη στην κατεύθυνση αυτή, η ισραηλινή “απόβαση” στην τεράστια αγορά των ΗΠΑ έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς, καθώς μια σειρά οπλικών συστημάτων υψηλών προδιαγραφών (Trophy, Iron Dome, Litening, SPIKE NLOS) έχουν επιλεγεί από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις και έχουν αρχίσει να εντάσσονται σε υπηρεσία.
Η επιθετική πολιτική εξαγωγών, επιβάλλει σε μεγάλο βαθμό στις ισραηλινές εταιρείες να ενισχύουν την εξωστρέφειά τους σε προγράμματα που αφορούν παραχώρηση τεχνογνωσίας για συνανάπτυξη οπλικών συστημάτων με τρίτες χώρες. Αποτελεί τυπική επιλογή σε παγκόσμιους ηγέτες του χώρου, όπως επί παραδείγματι η ισραηλινή Rafael, η επιδίωξη διαρκούς επεκτάσεως σε νέες αγορές και γι’ αυτό τον λόγο είναι πιο ανοικτοί σε σύναψη συνεργασιών που ενέχουν μεταφορά τεχνογνωσίας με χώρες μέσου επιπέδου αμυντικής βιομηχανίας που επιθυμούν περαιτέρω ανάπτυξη κι όχι απλώς προμήθειες.
Τα ανωτέρω πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν από τους Έλληνες αρμοδίους, οι οποίοι έχουν αποφασίσει την σύσφιξη των σχέσεων με το Ισραήλ, μέσω και ενός προνομιακού ανοίγματος στην Ισραηλινή Αμυντική Βιομηχανία. Το είδαμε αυτό χαρακτηριστικά, στην περίπτωση της επιλογής της ισραηλινής προτάσεως για το Διεθνές Κέντρο Εκπαιδεύσεως Πτήσεων που θα δημιουργήσει η Πολεμική Αεροπορία στην 120 ΠΕΑ της Καλαμάτας. Είναι γνωστό εξάλλου το ισχυρό κυβερνητικό “φλερτ” για ισραηλινά όχημα και τυφέκιο, για συντήρηση των C-130 και την αναβάθμιση των ελικοπτέρων Apache από ισραηλινές εταιρείες. Όμως όλα αυτά, αποτελούν επιλογές που αφορούν είτε υπηρεσίες, είτε προϊόντα χαμηλού τεχνολογικού επιπέδου, με αποτέλεσμα να συνιστά αστειότητα ο κυβερνητικός ισχυρισμός ότι θα φέρουν την οποιαδήποτε “τεχνογνωσία” στην χώρα.
Πέρα από αυτά τα πρώτα δείγματα, υπάρχει μια σειρά προγραμμάτων προμήθειας ισραηλινών οπλικών συστημάτων, που ήδη έχουν επεξεργαστεί τα Γενικά Επιτελεία. Μιλάμε κατά βάση για βλήματα διαφόρων κατηγοριών και αεροπορικά όπλα ή συστήματα αισθητήρων και ηλεκτρονικά, που είναι βέβαιο ότι μπορούν να ενισχύσουν αποφασιστικά το ελληνικό οπλοστάσιο. Το ζήτημα όμως δεν είναι αυτό.
Η πραγματική πρόκληση για την ελληνική πλευρά, είναι να επιτύχει την συνεργασία με τους Ισραηλινούς σε επίπεδο αμυντικής βιομηχανίας, μέσω προγραμμάτων που θα εμπλέξουν την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία σε σοβαρά έργα, απτόμενα απαιτητικών πεδίων όπως η πυραυλική τεχνολογία ή τα ηλεκτρονικά. Η περίπτωση εκπονήσεως κάποιων βασικών προγραμμάτων συναναπτύξεως οπλικών συστημάτων υψηλής τεχνολογίας με τους Ισραηλινούς, θα ήταν ιδανική, συνιστώντας πραγματική επένδυση από όλες τις απόψεις: ανάπτυξη βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσεως, εθνική αυτάρκεια σε αναλώσιμα πυραυλικά πυρομαχικά, κεφαλαιοποίηση χρηματικής επενδύσεως κ.λπ.
Αν όμως το κυβερνητικό ενδιαφέρον περιοριστεί στην απλή προμήθεια μερικών δεκάδων ή εκατοντάδων πυραύλων και βομβών, σε συνδυασμό με τυφέκια, οχήματα κ.λπ. τότε το μόνο που θα επιτευχθεί είναι η σπατάλη εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ ή στην καλύτερη περίπτωση η ταχεία προμήθεια κάποιων κρίσιμων όπλων, χωρίς όμως εγχώρια βιομηχανική συμμετοχή και απόκτηση τεχνογνωσίας. Μια τέτοια κατάσταση θα είναι η τέλεια ευκαιρία “εύκολων” εσόδων για τις ισραηλινές εταιρείες, χωρίς καμμία ουσιαστικά παραχώρηση, που θα σημαίνει διατήρηση Ελλάδος και Κύπρου σε καθεστώς απλών πελατών, όντας διεθνής περίγελος από απόψεως σχέσεως δαπανών προς όφελος. Τέτοιες ευκαιρίες, προσφέρουν υπανάπτυκτες χώρες που εξάλλου δεν έχουν μεγάλες απαιτήσεις και είναι ήδη καλοί πελάτες των Ισραηλινών αλλά είναι ανεπίτρεπτο και απλώς ασυγχώρητο για αναπτυγμένες χώρες ενταγμένες σε οντότητες όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, με ευρύτερη και σύνθετη κρατική πολιτική. Ανήκουμε στις τελευταίες;