Ανταπόκριση του δημοσιογράφου Μιχάλη Ιγνατίου από την Ουάσιγκτον, προσφάτως, περιείχε μια σημαντική παρατήρηση: «Ένας από τους πιο σοβαρούς αναλυτές, που έχουμε εδώ, μου έλεγε ότι δεν έχει ξαναδεί άλλο ηγέτη να αλλάζει τόσο γρήγορα αποφάσεις για τα πάντα, εκτός από ένα θέμα: Τις τουρκικές απειλές εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου. Και αυτό πρέπει να απασχολήσει τις ηγεσίες στην Αθήνα και τη Λευκωσία, οι οποίες μερικές φορές αντιμετωπίζουν τον Ερντογάν με ένα φόβο. Με αυτό το φοβικό σύνδρομο που κουβαλούν όλες οι κυβερνήσεις από το 1996, μετά την κρίση των Ιμίων».
Από: defence-point.gr - Των ΣΩΤΗΡΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ* και ΖΑΧΑΡΙΑ Β. ΜΙΧΑ**
Η διαπίστωση αυτή αποδεικνύει ότι από τους μικρούς και μεγάλους στόχους που έχει θέσει η τουρκική ηγεσία για να επιβάλει μια νεοοθωμανική κυριαρχία, με την ώσμωση ισλαμισμού και εθνικισμού, οι θεμελιακοί είναι δύο: Πρώτον, η καταστολή του κουρδικού κινήματος, που μια ακόμη φάση του βρίσκεται σε εξέλιξη στην Τουρκία, στη Συρία και στο Ιράκ. Δεύτερον, η κατίσχυση έναντι του ελληνισμού στο σύνολό του, δηλαδή σε Ελλάδα και Κύπρο.
Το Κουρδικό απειλεί την εσωτερική ενότητα του τουρκικού κράτους από τα γενοφάσκια του. Η δημογραφική αύξηση του κουρδικού πληθυσμού, η αδυναμία να ενσωματωθεί μέσω του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ, καθώς και η υιοθέτησή του μερικώς από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, καθιστούν το πρόβλημα ζωτικό για το τουρκικό κράτος.
Αντιστοίχως, η ύπαρξη ενός σοβαρού ανταγωνιστή στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως μπορεί να είναι ένας εύρωστος ελληνισμός, καταδικάζει την Τουρκία να παραμένει μια ασιατική δύναμη, την οποία η Ευρώπη θα κρατάει εκτός. Εάν η Ελλάδα είναι ισχυρή κι όχι φινλανδοποιημένη, η Τουρκία δεν μπορεί να ελέγξει τη βαλκανική ενδοχώρα και βέβαια το Αιγαίο. Χωρίς αυτά τα δύο, όμως, δεν μπορεί να γίνει πράξη το νεοοθωμανικό όραμα.
Ως εκ τούτου, η ελληνική “διαγωγή” είναι αυτή που μπορεί να κρίνει όχι μόνον το μέλλον των Βαλκανίων αλλά και της ίδιας της Ευρώπης και της ταυτότητάς της. Βαρύ επομένως το καθήκον για τις εγχώριες ηγετικές ελίτ που θα προτιμούσαν ευκολότερες αποστολές. Κατά συνέπεια, είναι δελεαστική ακόμη και η διολίσθηση στην οικειοθελή φινλανδοποίηση, αν και ο όρος είναι μάλλον υπερβολικά γενναιόδωρος σε σχέση με αυτό που η Τουρκία επιδιώκει να επιβάλει τελικώς στην Ελλάδα.
Ακόμη κι όταν αυτή η τάση φινλανδοποίησης δεν διατυπώνεται ευθαρσώς, όπως το διατύπωσε προσφάτως Έλληνας καθηγητής, επηρεάζει συμπεριφορές και επιλογές. Και βέβαια δίνει το σήμα στον επιτιθέμενο να γίνει ακόμη πιο απαιτητικός. Το κεντρικό σημείο της αναφοράς μας δεν είναι το φοβικό σύνδρομο.
Επ’ αυτού πολλοί γράφουν επί δεκαετίες και η επικράτηση και μόνον του όρου, αποτελεί τρανταχτή απόδειξη ότι περιγράφει μια πραγματικότητα: την ψυχολογική εξάρτηση της ελληνικής ελίτ από την Τουρκία. Μια φοβία η οποία δεν αφορά την αδυναμία της χώρας να αντιδράσει οργανωμένα και να αποτρέψει την επίτευξη των στόχων του αντιπάλου, αλλά τους στόχους της ελληνικής ελίτ.
Όταν ένα πολιτικό σύστημα τελεί υπό έλεγχο, είναι έως και λογικό οτιδήποτε απειλεί να αμφισβητήσει αυτό τον έλεγχο, να αντιμετωπίζεται εχθρικά. Ο έλεγχος αυτός έχει δημιουργήσει ένα πλέγμα οικονομικών συμφερόντων, από τα οποία επωφελείται το εγχώριο κατεστημένο. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός και ειδικά το ενδεχόμενο κλιμάκωσής του επί το θερμότερο, συνιστά, λοιπόν, απειλή γι’ αυτά τα συμφέροντα. Εξ ου και η τάση κατευνασμού της Άγκυρας.
Αυτό σημαίνει, όμως, προσαρμογή του απειλούμενου στη βούληση του απειλούντος με στόχο την προάσπιση των κεκτημένων (τύποις ανεξάρτητο “μαγαζί” η Ελλάς). Στον αντίποδα είναι η στρατηγική αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Φαίνεται ότι στην Ελλάδα μπορούν οι πάντες σχεδόν να μιλούν και να επιχειρηματολογούν υπέρ της ανάγκης αποτροπής, αλλά η συμπεριφορά των εγχώριων ελίτ αποδεικνύει ότι ψυχολογικά η φινλανδοποίηση έχει ήδη συντελεστεί.
Εφόσον βασικός παράγοντας για όσα σκέφτεται και πράττει η Ελλάδα είναι η Τουρκία, αυτή η ψυχολογική εξάρτηση αποτελεί de facto φινλανδοποίηση. Για την επισημοποίησή της λείπει μόνο μια στρατιωτική ήττα, έστω και μικρή, ώστε να διευκολύνει την παράδοση όσων απαιτεί η Άγκυρα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτό είναι και το ιδανικό σενάριο για την Άγκυρα, η οποία ακολουθεί πιστά τη στρατηγική “να κερδίσεις τον πόλεμο δίχως μάχη“!
Για να είμαστε ακριβέστεροι, η κεντρική ιδέα του κορυφαίου Κινέζου στοχαστή της Στρατηγικής Σουν Τσου (544-496 π.Χ.) για την ιδανική στρατιωτική στρατηγική είναι το να χρησιμοποιηθεί η πονηριά, ώστε να κερδηθεί ο πόλεμος χωρίς μάχη! Κι αυτό γίνεται μέσα από την τρομοκράτηση του αντιπάλου στο επίπεδο της κοινωνίας και της πολιτικής του ηγεσίας. Η συνεπής και συνεχής άσκηση πίεσης έχει στόχο να καμφθεί το ηθικό ώστε, η τελική παράδοση, που θα ενδυθεί επικοινωνιακά με συμφωνίες ειρήνης και συνεργασίας, να μη δίνει καν την αίσθηση της ήττας, αλλά μιας win-win συμφωνίας. Σύντομα βέβαια θα αποκαλυφθεί η αλήθεια, αλλά θα είναι πολύ αργά.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα της συνεχούς και συνεπούς πίεσης δεκαετιών που ασκεί η Τουρκία στην κατεύθυνση της ανατροπής του status quo που κατοχυρώνεται από τις υφιστάμενες συνθήκες και το ισχύον διεθνές δίκαιο. Η Άγκυρα δεν πτοείται από το γεγονός ότι προδήλως οι επιδιώξεις της είναι παράνομες. Αντιθέτως, στην Ελλάδα υπάρχουν φωνές που καλούν “να τα βρούμε-μοιράσουμε” για χάρη της ειρήνης!
Κι εδώ ερχόμαστε στο πιο σημαντικό συμπέρασμα από την παρατήρηση της τουρκικής συμπεριφοράς. Όπως τα πάντα στη ζωή, αυτή η συνεπής και συνεχής πίεση στην Ελλάδα προϋπέθετε τη στοίχιση της τουρκικής κοινωνίας πίσω από την τουρκική ηγεσία για την επίτευξη του στόχου. Ουδέν καλόν αμιγές κακού, για να αντιστρέψουμε την αρχαία ρήση με στόχο να επισημάνουμε το πως μία κατάσταση μεταπίπτει στην αντίθεσή της!
Στην τωρινή συγκυρία αυτό εξελίσσεται σε αχίλλειο πτέρνα της Τουρκίας του Ερντογάν. Η ανάγκη να εξασφαλιστεί εσωτερική νομιμοποίηση της στρατηγικής για άσκηση πίεσης με σκοπό την κάμψη της Ελλάδας, έχει ως αποτέλεσμα την παγίδευση της τουρκικής ηγεσίας. Ο Ερντογάν δίνει την εντύπωση ότι είναι έτοιμος να κάνει πίσω στα μέτωπα που ο ίδιος άνοιξε με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τις μοναρχίες του Κόλπου, προκειμένου να ξεφύγει από την κατάσταση του “αποσυνάγωγου“, στην οποία έχει περιέλθει. Όχι, όμως, στο μέτωπο με τον Ελληνισμό.
Η κρατική προπαγάνδα έχει μπολιάσει την τουρκική κοινή γνώμη με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην υπάρχει επιστροφή. Οι Τούρκοι, στη μεγάλη πλειονότητά τους, θεωρούν αναφαίρετο δικαίωμά τους να μετατρέψουν την Ανατολική Μεσόγειο σε “τουρκική λίμνη”. Παρόμοια ανορθολογική πεποίθηση επικρατεί ακόμα και για την κυριαρχία ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου. καθώς επίσης και σε οτιδήποτε αφορά την Κύπρο.
Τούτων λεχθέντων, προκύπτει αβίαστα ως συμπέρασμα ότι το φοβικό σύνδρομο της ελληνικής ηγετικής ελίτ είναι “κάστρο χτισμένο στην άμμο“! Δεν πρόκειται καν για μια απλή στρατηγική κατευνασμού, αλλά για προϊόν των ευσεβών της πόθων! Όταν προκύπτει εξ αντικειμένου η επί της ουσίας αδυναμία του Ερντογάν να κάνει βήμα πίσω από τις επεκτατικές διεκδικήσεις έναντι Ελλάδας και Κύπρου, καθώς είναι το μοναδικό που δεν θα μπορούσε να “σηκώσει” το εσωτερικό ακροατήριο, πώς αλλιώς αποκαλείται μια τέτοια στρατηγική; Πού εδράζεται;
Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν έχουν, επομένως, εναλλακτική επιλογή παρά την ενεργό απόκρουση του τουρκικού επεκτατισμού. Σε βάθος χρόνου, με συνέχεια και συνέπεια παρόμοια με την αντίστοιχη της Τουρκίας. Όποτε ολιγωρεί η ελληνική πλευρά, επωφελείται η τουρκική. Είναι ένα κλασικό “παίγνιο μηδενικού αθροίσματος” (zero-sum game).
Ας κατανοήσουμε επιτέλους, ότι με τη 15ετή σχεδόν παραμέληση της ισχύος των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων φέραμε μόνοι μας την Τουρκία πιο κοντά από ποτέ στην επίτευξη των στόχων της. Μας διέσωσαν οι “καραμπόλες” της νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας στην ευρύτερη περιοχή. Ας αφομοιώσουμε τα διδάγματα από τα σφάλματά μας, αντί να ποντάρουμε στην καλή μας τύχη…
*Ο Σωτήρης Δημόπουλος είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου & Πτυχιούχος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Κιέβου. Εργάζεται ως Πολιτικός Αναλυτής.
**Ο Ζαχαρίας Β. Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA