Από: defencereview.gr - Ευθύμιος Λαζός
Ας επιτρέψουμε όμως για λίγο στην Υεμένη. Η χώρα μαστίζεται από εμφύλιο πόλεμο από το 2015 και μετά: Από τη μια πλευρά είναι οι κυβερνητικές δυνάμεις και από την άλλη οι Χούτι, ενώ παρουσία στη χώρα έχει και η Αλ-Κάιντα, αλλά και το Ισλαμικό Κράτος. Η Σαουδική Αραβία, η οποία έχει εμπλακεί στον πόλεμο υπέρ των κυβερνητικών δυνάμεων, κατηγορεί το Ιράν ότι παρέχει στήριξη και οπλισμό στους σιίτες Χούτι. Οι Χούτι έχουν εξαπολύσει και εξαπολύουν επιθέσεις από αέρος στο έδαφος της Σαουδικής Αραβίας και σε κρίσιμες πετρελαϊκές εγκαταστάσεις με τα Qasef, αλλά και με τακτικούς πυραύλους εδάφους-εδάφους. Για παράδειγμα, το Qasef-1 θεωρείται παράγωγο του ιρανικού Ababil-2. Σε μια πρόχειρη ανάλυση κόστους η ιστοσελίδα «The Drive» αναφέρει κόστος $ 29.000 ανά ώρα πτήσης για τα F-15 και κόστος $ 1 εκατομμυρίου για ένα βλήμα AIM-120C. Αντίθετα το κόστος του Qasef το εκτιμά σε μερικές χιλιάδες δολάρια. Αυτή η «οικονομική» δυσαναλογία μεταξύ της απειλής και των μέσων αντιμετώπισης είναι μια ιδιαίτερη πρόκληση.
Η πρόκληση αυτή αφορά και την Ελλάδα, δεδομένης της επαναλαμβανόμενης χρήσης UAV από την Τουρκία σε αποστολές συλλογής πληροφοριών πάνω από τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου. Η αντιμετώπιση αυτής της απειλής, ιδιαίτερα σε περίπτωση πολέμου, όπου τα τουρκικά UAV θα αναλάβουν και αποστολές προσβολής με τα όπλα που μπορούν να μεταφέρουν, μπορεί να γίνει με δύο (2) τρόπους: Ο πρώτος είναι η απόκτηση ενός ολοκληρωμένου δικτύου εντοπισμού και αναχαίτισης UAV, κάτι που εκ των πραγμάτων ενέχει κόστος. Ο δεύτερος τρόπος είναι η χρήση μέσων μικρού οικονομικού κόστους για αναχαίτιση, δεδομένων και των οικονομικών της χώρας. Το περιστατικό του Απριλίου του 2019 όπου τέσσερα (4) ελληνικά F-16 παρακολούθησαν την πορεία του τουρκικού Anka είναι ενδεικτικό της λογικής χρήσης ενός μέσου και της αναγκαστικής χρήσης, εκ μέρους της Ελλάδας, μέσων με πολλαπλάσιο κόστος χρήσης. Κι αυτό σε καιρό ειρήνης, γιατί σε καιρό πολέμου η Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) δεν θα έχει περίσσευμα μαχητικών αεροσκαφών.
Τι άλλο μπορεί να γίνει; Μια λύση είναι η χρήση των εκπαιδευτικών αεροσκαφών T-6A Texan IΙ σε ρόλο αναχαίτισης των UAV. Και δεν είναι λύση ανάγκης, αλλά μια λύση κοινής λογικής. Όχι ότι η χρήση των T-6A Texan II δεν έχει κόστος, αλλά το κόστος χρήσης τους είναι κλάσμα του κόστους χρήσης των F-16. Να σημειωθεί ότι 20 από τα 45 ελληνικά T-6A Texan II έχουν δυνατότητα να φέρουν όπλα (ατρακτίδα πυροβόλων και βομβών), μπορούν να πετάνε με μέγιστη ταχύτητα 586 χιλιομέτρων την ώρα (με τυπική ταχύτητα πλεύσης 515 χιλιόμετρα την ώρα), σε μέγιστο ύψος 31.000 πόδια (9.449 μέτρα) και σε απόσταση 1.610 χιλιομέτρων. Οι επιδόσεις αυτές επιτρέπουν τη χρήση τους ως κυνηγοί των τουρκικών UAV: To Anka επιχειρεί σε μέγιστο ύψος 30.000 ποδών με μέγιστη ταχύτητα 250 χιλιόμετρα την ώρα, ενώ το Bayraktar επιχειρεί σε μέγιστο ύψος 27.000 ποδών με μέγιστη ταχύτητα 222 χιλιόμετρα την ώρα. Εξαίρεση αποτελούν τα Aksugun και Akinci τα οποία μπορούν να επιχειρούν σε μέγιστο ύψος 35.000 και 40.000 ποδών αντίστοιχα.
Όχι ότι η λύση της χρήσης των T-6A Texan II δεν ενέχει προκλήσεις,
δυσκολίες, αλλά και ρίσκο. Η χρήση των τουρκικών UAV κατά μήκος της
μεθορίου στο Αιγαίο, πάνω από τα ελληνικά νησιά, σημαίνει, προκειμένου
να υπάρχει άμεση αντίδραση από την Ελλάδα, τη μετεγκατάσταση των T-6A
Texan II ανατολικά, δηλαδή εγγύτερα στα τουρκικά F-16 κάτι που αποτελεί
και ρίσκο για την ασφάλεια των ελληνικών αεροσκαφών. Γενικά, η
αναβάθμιση των T-6A Texan II στο επίπεδο AT-6E Wolverine, που πρόσφατα
παρέλαβε η Αμερικανική Αεροπορία, θα αποδώσει στην ΠΑ ένα πολύτιμο
αεροσκάφος πολλαπλών ρόλων: Εκπαίδευσης, εγγύς αεροπορικής υποστήριξης,
αναχαίτισης UAV, περιπολίας, συλλογής πληροφοριών, επιτήρησης και
αναγνώρισης. Εξίσου σημαντική η ικανότητα του AT-6E Wolverine να
μοιράζεται και να διαβιβάζει δεδομένα και πληροφορίες σε άλλες φίλιες
πλατφόρμες. Σε κάθε περίπτωση η αντιμετώπιση των τουρκικών UAV με έναν
τρόπο αποτελεσματικό, αλλά και οικονομικό είναι κάτι που πρέπει να μας
απασχολήσει πολύ σοβαρά.