Είναι φανερό πως τα σύνορα μεταξύ της ειρήνης και του πολέμου γίνονται όλο και πιο λεπτά – ενώ δεν διεξάγονται πλέον μόνο στρατιωτικοί πόλεμοι αλλά, επίσης, πολύ κερδοφόροι οικονομικοί, όπου η ισχύς των Η.Π.Α. είναι μακράν μεγαλύτερη από όσο φανταζόμαστε, υβριδικοί, μεταναστευτικοί, προπαγανδιστικοί, πόλεμοι στον κυβερνοχώρο, ενεργειακοί κοκ.
Από: analyst.gr
Ανάλυση
Το 2006 δύο οικονομολόγοι (J. Stiglitz, L. Bilmes) υπολόγισαν το κόστος του πολέμου των Η.Π.Α. εναντίον του Ιράκ, από την κυβέρνηση Bush – χωρίς να συμπεριλάβουν τους θανάτους του άμαχου πληθυσμού, τα εκατομμύρια προσφύγων, την καταστροφή των υποδομών της χώρας, την οικονομική και κοινωνική δυστυχία, τη βία που κυριάρχησε, τις πολιτικές, καθώς επίσης τις κοινωνικές αναταραχές στην Εγγύς και Μέση Ανατολή.
Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε εδώ πως λίγο πριν το ξεκίνημα του πολέμου, ο οικονομικός σύμβουλος του προέδρου ανέφερε πως το συνολικό κόστος θα ήταν της τάξης των 200 δις $ – ενώ ο υπουργός άμυνας (Rumsfeld) τον ειρωνεύθηκε, λέγοντας πως δεν θα ξεπερνούσε τα 50-60 δις $. Εν τούτοις οι δύο οικονομολόγοι τεκμηρίωσαν πως το τελικό κόστος μόνο για τις Η.Π.Α. ανήλθε στα 3 τρις $, χωρίς να συνυπολογίσουν τις δαπάνες των άλλων κρατών που συμμετείχαν ή του Ιράκ (πηγή). Ακόμη χειρότερα το ινστιτούτο Watson, στη μελέτη του «Costs of War» (πηγή), βρήκε πως τα έξοδα του πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας μετά τις 11.09.2001 πλησίασαν τα 6 τρις $ – ένα ποσόν που είναι πραγματικά ιλιγγιώδες, ακόμη και για τις Η.Π.Α., αφού είναι της τάξης του 30% του ετησίου ΑΕΠ τους.
Σε αυτό το ποσόν συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο οι δαπάνες για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη, στο Πακιστάν και στη Συρία – αλλά, επί πλέον, ένα μέρος των εξόδων στα πλαίσια της προστασίας του αμερικανικού εδάφους από τις ενδεχόμενες τρομοκρατικές επιθέσεις, καθώς επίσης το κόστος των τραυματιών των βετεράνων μετά την 11/9. Ειδικά όσον αφορά τις περιοχές που διεξάγεται ο πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας, δεν πρόκειται μόνο για την Εγγύς και Μέση Ανατολή, αφού έχει διευρυνθεί στην Αφρική και αλλού (χάρτης) – ενώ το μακροπρόθεσμο κόστος του είναι θηριώδες.
Ακόμη δε και αν σταματούσαν οι Η.Π.Α. αμέσως να επενδύουν έστω και ένα δολάριο σε τέτοιους πολέμους, το κόστος μαζί με τους τόκους θα υπερβεί τα 8 τρις $ το 2050 (πηγή) – ενώ φαίνεται καθαρά η προσπάθεια να επωμισθούν μέρος των δαπανών άλλες χώρες, όσον αφορά τα εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες που προκαλούν οι αμερικανικοί πόλεμοι ανά την υφήλιο, με την προώθηση συμφωνιών όπως αυτή του Μαρόκου. Επίσης με την αύξηση της συμμετοχής τους στο ΝΑΤΟ, όπου δεν είναι καθόλου τυχαίες οι συγκρούσεις της Γερμανίας με τις Η.Π.Α. Οι ίδιοι βέβαια πόλεμοι θεωρούνται ως βασική αιτία των τρομοκρατικών επιθέσεων που δέχεται η Δύση, κοστίζοντας ανθρώπινες ζωές – ενώ οι «αμυντικές» δαπάνες των κρατών, όσον αφορά την προστασία των εδαφών τους από τους «τρομοκράτες», δεν είναι καθόλου αμελητέες.
Περαιτέρω, το κόστος των πολέμων δεν χρηματοδοτείται με αυξήσεις φόρων, με πολεμικά ομόλογα ή με ανάλογους τρόπους, όπως στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ή σε αυτόν της Κορέας – αντίθετα η κυβέρνηση Bush, καθώς επίσης οι επόμενες (Obama, Trump), έχουν μειώσει τους φόρους. Ουσιαστικά λοιπόν οι αμερικανικοί πόλεμοι διεξάγονται επί πιστώσει – οπότε σωστά χαρακτηρίζονται ως «πόλεμοι της πιστωτικής κάρτας» (Credit Card Wars).
Όσο λοιπόν (νέο)φιλελεύθερες και αν θεωρούνται οι Η.Π.Α., στο στρατιωτικό πεδίο εφαρμόζουν τη μέθοδο του Keynes – τη χρηματοδότηση των δαπανών μέσω των ελλειμμάτων (Deficit Spending), γεγονός που σημαίνει πως για το υπουργείο αμύνης δεν ισχύουν οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς.
Ουσιαστικά βέβαια η εξέλιξη αυτή έχει μεγάλη προϊστορία, όπως συμπεραίνεται από τη συμμαχία μεταξύ της Βιομηχανίας, της Επιστήμης και του Στρατού που δημιουργήθηκε στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο – η οποία εξάλειψε, θόλωσε καλύτερα τα σύνορα μεταξύ της πολιτικής και στρατιωτικής παραγωγής και κατανάλωσης.
Εν προκειμένω η τεχνολογική πρόοδος οδήγησε αφενός μεν στην κατασκευή καταστροφικών όπλων που σκοτώνουν ανθρώπους, αφετέρου σε μηχανήματα που διευκολύνουν τη ζωή των ανθρώπων – ενώ η αμερικανική πολιτική των ατελείωτων πολέμων και προετοιμασιών πολέμων, έχει ως στόχο να θέσει την οικονομία των Η.Π.Α. στη συνεχή υπηρεσία του στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος. Στα πλαίσια αυτά, το σύνθημα της κυβέρνησης της χώρας δεν είναι ουσιαστικά «Πρώτα η Αμερική» (America First), αλλά «Πρώτα το Πεντάγωνο» (Pentagon First) – έτσι ώστε πριν από όλα να εξασφαλισθούν οι πόλεμοι του δολαρίου (ανάλυση).
Το Μόνιμο Πολεμικό Συγκρότημα
Συνεχίζοντας, παρά το ότι δεν υπάρχουν αληθινοί, ουσιαστικοί εχθροί των Η.Π.Α. και παρά το ότι έχουν διενεργήσει πολλούς αποτυχημένους πολέμους, το Πεντάγωνο, το Υπουργείο εθνικής ασφάλειας, το αμερικανικό πυρηνικό οπλοστάσιο, οι 17 μυστικές υπηρεσίες, οι βιομηχανίες πολεμικού εξοπλισμού, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις ασφάλειας και στρατού, έχουν εξελιχθεί σε ένα τεράστιο, πολύπλοκο και αλληλένδετο τέρας – το οποίο είναι μεν κερδοφόρο για τους συμμετέχοντες, αλλά εξαιρετικά κοστοβόρο για τη χώρα. Το γεγονός δε ότι, οι Η.Π.Α. τυπώνουν αφειδώς δολάρια από το 1971 και μετά, χωρίς κανένα απολύτως αντίκρισμα, ενώ χρεώνονται όσο καμία άλλη χώρα στον πλανήτη, είναι κάτι περισσότερο από ανησυχητικό – αφού κάποια στιγμή θα κληθούμε όλοι εμείς να το πληρώσουμε.
Ορισμένοι τώρα ιστορικοί θεωρούν πως δεν πρόκειται πλέον για ένα στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, αλλά για ένα «Μόνιμο πολεμικό συγκρότημα» (Permanent War Complex) – το οποίο κατάφερε να αποκτήσει την εξουσία και τον έλεγχο των πόρων της χώρας, χρησιμοποιώντας τη δήθεν απειλή της εθνικής της ασφάλειας από τους ισλαμιστές τρομοκράτες. Όσον αφορά τα θεμέλια της Δύναμης και της Εξουσίας του, είναι εκεί που βρισκόταν πάντοτε: στη συμμαχία μεταξύ των εθνικών οργανισμών ασφαλείας και των ιδιωτικών εταιρειών στρατιωτικού εξοπλισμού.
Περαιτέρω, η πρώτη φάση της μετατροπής του στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος σε ένα «Μόνιμο πολεμικό συγκρότημα» δρομολογήθηκε από την ευρεία ιδιωτικοποίηση των στρατιωτικών εγκαταστάσεων και των μυστικών υπηρεσιών – η εξάρτηση των οποίων από ιδιωτικές εταιρείες, όπως η Halliburton, η Booz, η Allen Hamilton κλπ. αυξήθηκε σταδιακά σε πολύ μεγάλο βαθμό. Μεταξύ των ετών 1998 και 2003 δε, οι ιδιωτικές εταιρείες εισέπραξαν περίπου το 50% του αμυντικού προϋπολογισμού των Η.Π.Α.- αναλαμβάνοντας πολλές κυβερνητικές εργασίες, ιδίως του Πενταγώνου.
Εκτός αυτού, αρκετοί βετεράνοι του Πενταγώνου ή της CIA προσλήφθηκαν λόγω των γνώσεων και της εμπειρίας τους από ιδιωτικές επιχειρήσεις – επειδή αμείβονταν πολύ περισσότερο για την ίδια δουλειά. Παραστατικά δημιουργήθηκε μία περιστρεφόμενη πόρτα όπου, για παράδειγμα, στρατηγοί του Πενταγώνου προσλαμβάνονταν από τη βιομηχανία πολεμικού εξοπλισμού ή manager της πολεμικής βιομηχανίας αναλάμβαναν θέσεις-κλειδιά στα κρατικά υπουργεία.
Η δεύτερη φάση ξεκίνησε με τον παγκόσμιο πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας που στην ουσία οι ίδιες οι Η.Π.Α. προκάλεσαν με τους πολέμους τους – μία διαδικασία που εξελίχθηκε ραγδαία σε έναν διαρκή και ατελείωτο πόλεμο, σε μεγάλο βαθμό με τη χρήση Drones για τους βομβαρδισμούς πολλών περιοχών. Εν προκειμένω οι πόλεμοι των Drones αποτελούν ένα είδος συνεργασίας δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), στον στρατιωτικό κλάδο – όπου οι ιδιωτικές επιχειρήσεις συμμετέχουν σε στρατηγικές πτυχές του πολέμου.
Με τον τρόπο αυτό οι βιομηχανίες παραγωγής Drones, κυρίως η μεγαλύτερη του χώρου (General Atomics), έχουν αφενός μεν μεγάλα συμφέροντα, αφετέρου πολιτική ισχύ μέσω τον λόμπι τους στο Κογκρέσο, έτσι ώστε να εξασφαλίζουν την απεριόριστη συνέχιση των πολέμων – όπως πάντα, με την επίκληση της καταπολέμησης της τρομοκρατίας.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, είναι φανερό πως τα σύνορα μεταξύ της ειρήνης και του πολέμου γίνονται όλο και πιο λεπτά – ενώ δεν διεξάγονται πλέον μόνο στρατιωτικοί πόλεμοι αλλά, επίσης, οι πολύ κερδοφόροι οικονομικοί, όπου η ισχύς των Η.Π.Α. είναι μακράν μεγαλύτερη από όσο φανταζόμαστε (ανάλυση), υβριδικοί, μεταναστευτικοί, προπαγανδιστικοί, πόλεμοι στον κυβερνοχώρο, ενεργειακοί κοκ.
Το χειρότερο όμως όλων είναι το ότι, οι πόλεμοι ιδιωτικοποιούνται όπως αναφέραμε παραπάνω, ενώ τα έξοδα τους κοινωνικοποιούνται – πάντοτε προς όφελος μίας όλο και μικρότερης ελίτ, η οποία αυξάνει γεωμετρικά τη δύναμη και τον πλούτο της, φέρνοντας συνεχώς πιο κοντά τις τρομακτικές συνθήκες που βίωνε η πλειοψηφία των ανθρώπων στο «1984» του Orwell.