Από: menshouse.gr
Για τους Γάλλους βέβαια η βιβλική Δαλιδά έπεται σε τραγικότητα σε σύγκριση με τη μεγάλη, συνονόματη, ντίβα του γαλλικού τραγουδιού, η οποία αφού είδε πρώτα τρεις από τους μεγαλύτερους έρωτες της ζωής της να δίνουν τέλος στη ζωή τους, αποφάσισε να προβεί κι εκείνη στο απονενοημένο διάβημα, σε ηλικία μόλις 54 ετών.
H Γιολάντα Τζιλιότι, κόρη Ιταλών μεταναστών στην Αίγυπτο, γεννήθηκε στο Κάιρο το 1933. Σε ηλικία 21 ετών δήλωσε συμμετοχή στα καλλιστεία και ανακηρύχτηκε «Μις Αίγυπτος». Ο τίτλος της εξασφάλισε ένα μικρό ρόλο στο αιγυπτιακό μελόδραμα «glass and a cigarette» και μέσω αυτού την ανακάλυψε ο Γάλλος σκηνοθέτης και παραγωγός Μαρκ Ντε Γκαστίν, πείθοντας την να τον ακολουθήσει στο Παρίσι, παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς της.
Εκεί η Ιταλίδα καλλονή άλλαξε το όνομα της σε «Νταλιντά» και ξεκίνησε μαθήματα φωνητικής, που λίγο καιρό αργότερα της εξασφάλισαν δουλειά ως performer στο περίφημο καμπαρέ του Σαμπ-Ελιζέ. Το διαβατήριο για τη σαρωτική επιτυχία που ακoλούθησε ήταν όμως κατά βάση η «χολιγουντιανή» λάμψη και ομορφιά της.
Οι εμφανίσεις της στο καμπαρέ των Ηλυσίων Πεδίων άφησαν εποχή και αποτέλεσαν το εφαλτήριο για την εξάπλωση της φήμης της, ως «η αποκάλυψη του γαλλικού τραγουδιού».
Δύο άνδρες αποφάσισαν να αναδείξουν το ταλέντο της σε παγκόσμιο επίπεδο και να την μετατρέψουν σε μια πραγματική σταρ. Ο διευθυντής του «Radio Europe 1», Λισιέν Μορίς και ο μεγάλος δισκογραφικός παραγωγός, Έντι Μπάρκλεϊ, διακρίνουν στη φωνή της «χρώμα, ένταση, αισθησιασμό και ερωτισμό», αναδεικνύοντας την εν μια νυκτί σταρ με το τραγούδι – hit της εποχής, που ηχογραφεί το 1956.
Στα τέλη του ‘57 κυκλοφορεί και ο πρώτος της μεγάλος δίσκος με τίτλο «Son nom est Dalida» («Το όνομα της είναι Νταλιντά»), με τον οποίο συστήνεται ευρέως στο γαλλικό κοινό. Το 1958 η Νταλιντά γίνεται η «τραγουδίστρια της χρονιάς» στη Γερμανία και τα επόμενα χρόνια καθιερώνεται ως μία μεγάλη ντίβα της μουσικής σκηνής διεθνώς.
Μεταξύ πολλών άλλων σε όλη την Ευρώπη, συνεργάζεται και με τους δύο μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη. Το 1961 ερμηνεύει τη γαλλόφωνη έκδοση των «Παιδιών του Πειραιά» με το «Hasapiko nostalgique» στην άλλη όψη του δίσκου 45 στροφών (κυκλοφόρησε ευρέως στην Ελλάδα και διατίθεται ακόμα προς πώληση στα παλιατζίδικα στο Μοναστηράκι). Λέγεται μάλιστα πως ο ίδιος ο Χατζηδάκις, που τότε δεν είχε σε καμία υπόληψη το κομμάτι που του χάρισε το Όσκαρ, εκτίμησε πολλά χρόνια αργότερα την εκτέλεση με την Νταλιντά.
Το 1965, ο Θεοδωράκης διασκεύασε προσωπικά γι’ αυτήν στα γαλλικά και τα ιταλικά το «Χορό του Ζορμπά», δίσκος που με τη δική της φωνή έγινε χρυσός στη Βραζιλία εκείνη τη χρονιά.
Όσο ευλογημένη έμοιαζε όμως η καλλιτέχνης Νταλιντά σε επαγγελματικό επίπεδο, τόσο «καταραμένη» ένιωσε στις σχέσεις που σημάδεψαν τη ζωή της. Το 1961 παντρεύεται τον Λισιέν Μορίς, αλλά το πρότυπο της αφοσιωμένης συζύγου ήταν εξ’ αρχής σαφές ότι δεν μπορούσε να το υπηρετήσει. Ο γάμος της διαλύεται ύστερα από λίγους μόνο μήνες, εξαιτίας της γνωριμίας της με τον ηθοποιό Ζιν Σομπιέσκι.
Το 1966 γνωρίζει τον Ιταλό τραγουδοποιό, ηθοποιό και τραγουδιστή Λουίτζι Τένκο, με τον οποίο ζουν έναν παράφορο και θυελλώδη έρωτα για πάνω από ένα χρόνο. Στο φεστιβάλ του Σαν Ρέμο το ’67, η ήδη διεθνούς φήμης Νταλιντά δέχεται ως σαπόρτ τον πρωτοεμφανιζόμενο Τένκο για να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό, τραγουδώντας από κοινού ένα δικό της τραγούδι.
Η απόπειρα αποτυγχάνει, το τραγούδι «κόβεται» από το διαγωνισμό και το επόμενο πρωί η Νταλιντά βρίσκει νεκρό, πεσμένο στο πάτωμα του ξενοδοχείου, τον Τένκο. Η απώλεια της στοιχίζει τόσο, που ένα μήνα αργότερα κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας, αφήνοντας τρία γράμματα: ένα στη μητέρα της, ένα στον πρώην σύζυγό της και ένα στους θαυμαστές της.
«Δεν είχα παρά μόνο μία σκέψη στο μυαλό μου, τον Λουίτζι. Ήμουν ανακουφισμένη που θα πήγαινα να τον βρω», είχε δηλώσει σε ένα από αυτά η Νταλιντά, η οποία επέζησε και βρήκε ξανά παρηγοριά στο πλευρό του «Πυγμαλίωνα» της, Μορίς, του ανθρώπου που τη βοήθησε να σταθεί ξανά στα πόδια της.
Η μεγάλη καλλιτέχνης ξεκινάει ξανά τις περιοδείες της σε όλο τον κόσμο (μεταξύ των χωρών αυτών ήταν και η Ελλάδα το καλοκαίρι του ’69, με δύο συναυλίες στο τότε Σκυλίτσειο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά), που την καθιστούν ξανά ως μία από τις πιο επιτυχημένες τραγουδίστριες παγκοσμίως. Το 1970 έρχεται όμως και το νέο μεγάλο χτύπημα. Ο Μορίς βρίσκεται νεκρός στο διαμέρισμά του, με μια σφαίρα στον κρόταφο. Σοκαρισμένη η γαλλική κοινή γνώμη, αποδίδει τον τίτλο της «μοιραίας γυναίκας» στην Νταλιντά, με τις φήμες για την άστατη ερωτική ζωή της να δίνουν και να παίρνουν.
Παρ’ όλα αυτά, τα χρόνια που ακολουθούν η Γαλλο-ιταλίδα σταρ ανακάμπτει, επιστρέφοντας στο κεφαλόσκαλο της δόξας. Το 1972 η γαλλόφωνη διασκευή της στο αριστουργηματικό θέμα του Νίνο Ρότα από τον κινηματογραφικό «Νονό» πουλάει 500.000 αντίτυπα, ενώ ένα χρόνο αργότερα «υπογράφει» σε ντούετο με τον Αλέν Ντελόν το πιο δημοφιλές κομμάτι στην ιστορία του γαλλικού τραγουδιού. Το «Paroles paroles» γίνεται Νο 1 single ακόμα και σε χώρες με τις οποίες έως τότε η τραγουδίστρια δεν είχε καμία καλλιτεχνική σχέση, όπως η Ιαπωνία.
Σε όλη τη διάρκεια των 70’, η Νταλιντά εδραιώνει τη διεθνή καταξίωσή της με ηχογραφήσεις τραγουδιών σε διαφορετικές γλώσσες, περιοδείες, βραβεύσεις και τηλεοπτικές εμφανίσεις. Οι εμφανίσεις της στο παρισινό Παλαί Ντε Σπορ «ξεπουλάνε», είναι επίσημα η μεγαλύτερη και η πιο αγαπημένη τραγουδίστρια των Γάλλων. To 1978 μαγεύει το κοινό στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης και αρνείται για δεύτερη φορά στην καριέρα της να συνεργαστεί με τη μουσική βιομηχανία των ΗΠΑ.
Σε προσωπικό επίπεδο έχει γνωρίσει ξανά τον έρωτα, στο πρόσωπο του αριστοκράτη playboy Ρισάρ Σανφρέ, που έφερε τον τίτλο του Κόμη του Σαν Ζερμέν. Είναι η πιο μακροχρόνια σχέση της, αλλά θα είχε την ίδια κατάληξη με τους άλλους δύο έρωτες της ζωής της. Το 1981 χωρίζουν και δύο χρόνια αργότερα ο Σανφρέ βρίσκεται νεκρός στο αυτοκίνητό του, έχοντας αυτοκτονήσει με το γκάζι!
Παρά τα σημάδια παρακμής, η καλλιτεχνική επιτυχία της 50χρονης πια ντίβας θα συνεχιστεί για λίγα χρόνια ακόμα, έως και το 1987. Τότε, χωρίς να γνωρίζουν οτιδήποτε ακόμα και οι οικείοι της για την ψυχική κατάστασή της, πέφτει σε βαριά κατάθλιψη. Η ατάκα «όποιον άντρα αγαπώ, τον καταστρέφω», που είχε πει μετά την αυτοκτονία του Μορίς την βασανίζει, ως φαίνεται, έως το τραγικό της τέλος.
«Η ζωή μου άρχισε να γίνεται ανυπόφορη. Συγχωρέστε με…», ανέφερε μεταξύ άλλων στο αποχαιρετιστήριο σημείωμά της. Ήταν 3 Μαΐου του 1987 όταν η μεγάλη κυρία του γαλλικού πενταγράμμου βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμα της στο Παρίσι, από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών.
Το βιογραφικό της έκλεισε, με αναφορές υπερβολικών δόσεων στα πάντα. Λάμψη, επιτυχία, χρήμα, δόξα, αλλά και έρωτες, που εκ του αποτελέσματος εξελίχτηκαν ολέθριοι τόσο για τους γύρω της, όσο και για την ίδια.