-Σε προδιαγεγραμμένο αδιέξοδο η Πενταμερής για το Κυπριακό
Από: Το Παρόν - Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Αμήχανη απέναντι σε μια όλο και πιο επιθετική Τουρκία βρίσκεται η κυβέρνηση, καθώς η χώρα βουλιάζει στην παρακμή της κλειδαρότρυπας και στον οικονομικό και κοινωνικό εκτροχιασμό που προκαλεί η πανδημία, φαινόμενα που απλώς οξύνουν την ένταση, τις αντιπαραθέσεις και τον διχασμό.
Φαινόμενα διαλυτικά, που υπονομεύουν βεβαίως την κοινωνική συνοχή αλλά και τη δυνατότητα της χώρας να αντιμετωπίσει με ενότητα την εξωτερική απειλή, η οποία είναι προφανής περισσότερο από ποτέ.
Τους τελευταίους δύο μήνες, πολλοί παράγοντες, όχι μόνο από την κυβέρνηση αλλά και από την αξιωματική αντιπολίτευση, ήθελαν να πείσουν την ελληνική κοινή γνώμη ότι ο κ. Ερντογάν έγινε ξαφνικά αρνάκι. Η κυβέρνηση για να δικαιολογήσει βεβαίως τα βήματα υποχώρησης και τη μη αντίδρασή της στις προκλήσεις της Τουρκίας και η αντιπολίτευση εγκλωβισμένη στις ιδεοληψίες της για τη με κάθε τρόπο επιδίωξη διαλόγου με την Τουρκία…
Η κυβέρνηση, αφού άφησε να εξελιχθεί επί μήνες η παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων από το «Oruc Reis» και αφού άφησε να χαθεί η ευκαιρία για διαμόρφωση κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής με κυρώσεις επί της Τουρκίας, έμεινε να πανηγυρίζει σχεδόν με το επιχείρημα που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος τόνισε ότι «οι κυρώσεις δεν είναι αυτοσκοπός και η απειλή κυρώσεων έφερε αποτελέσματα…».
Τις τελευταίες ημέρες αποκαλύπτεται ότι η υποτιθέμενη στροφή του κ. Ερντογάν ήταν εντελώς εικονική και εξυπηρετούσε τακτικούς ελιγμούς της τουρκικής κυβέρνησης και του ίδιου του τούρκου ηγέτη. Ο κ. Ερντογάν έχει επιστρέψει πλέον στην πολεμική ρητορική του, η οποία φθάνει ακόμη και στο 1922 και τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Πλέον, ο κ. Ερντογάν γνωρίζει ότι δεν κινδυνεύει από μια σκληρή απόφαση κυρώσεων στη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου και λόγω του πέπλου προστασίας που έχει απλώσει η Γερμανία και η κ. Μέρκελ αλλά και λόγω των διαπιστευτηρίων που του προσέφερε η Αθήνα με την πραγματοποίηση των διερευνητικών και την από κοινού με την Κύπρο αποδοχή σύγκλησης της Πενταμερούς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στον 61ο γύρο των διερευνητικών φαίνεται ότι η Τουρκία επανάφερε όλη την ατζέντα των διεκδικήσεών της, καθιστώντας πρακτικά άνευ λόγου τη συνέχιση της διαδικασίας, η Ελλάδα επιμένει στην πρόσκληση της για τον 62ο γύρο των διερευνητικών στην Αθήνα. Η Τουρκία «τηγανίζει» την Αθήνα, αφού η πρόσκληση αφορά τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου και δεν έχει δώσει ακόμη την απάντησή της. Επιπλέον, φορτώνει το σκηνικό τόσο με τις έρευνες του «Τσεσμέ» όσο και με τη μεγάλη άσκηση «Γαλάζια Πατρίδα» αλλά και με τη ρητορική της τουρκικής ηγεσίας, η οποία έχει φθάσει και πάλι στο ζενίθ.
Η Τουρκία δεν έχει λόγο να βιάζεται για τις διερευνητικές, καθώς ήδη οι υποστηρικτές της στη διεθνή κοινότητα –και όχι μόνο– επικαλούνται τη διαδικασία αυτή των συνομιλιών ως επαρκή ένδειξη της… μετριοπάθειας της Τουρκίας και της πρόθεσής της για ειρηνική επίλυση των διαφορών. Μάλιστα ο διεθνής παράγοντας αδυνατεί να καταλάβει τις ελληνικές ενστάσεις για διάλογο επί της μοναδικής διαφοράς της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, καθώς ακούγεται πολύ «λογική» η τουρκική απαίτηση για εφ’ όλης της ύλης συζήτηση για όλες τις διαφορές μεταξύ των δύο χωρών. Έτσι, η Τουρκία έχει μόνο να κερδίσει από τη συντήρηση της διαδικασίας, η οποία, πρακτικά, για να προχωρήσει θα πρέπει η Ελλάδα, έστω και διά της διολισθήσεως, να αποδεχθεί τη συζήτηση των θεμάτων που θέτει η Τουρκία.
Σε ό,τι αφορά το «Τσεσμέ», όπου ήταν προφανής η προσπάθεια της Τουρκίας να προσδώσει εικόνα κανονικότητας, με το ερευνητικό της να πλέει δυτικά της Λήμνου, στο μέσο του Αιγαίου, η Αθήνα ορθώς δεν επιχείρησε να κλιμακώσει και να αντιδράσει στρατιωτικά, όμως οφείλει να καταδείξει στην ΕΕ και στην Ουάσινγκτον ότι με τέτοιες ενέργειες υπονομεύεται κάθε προσπάθεια συζητήσεων.
Ο κ. Ερντογάν όμως, σε αντίθεση με τις διερευνητικές, δεν ήθελε να προηγηθεί της Συνόδου Κορυφής μια συνάντηση για το Κυπριακό, καθώς εκεί είναι αποφασισμένος να παίξει σκληρό παιχνίδι και ένα πρόωρο αδιέξοδο θα επηρέαζε δυσμενώς τους χειρισμούς του. Έτσι, ο ΟΗΕ του έκανε το χατίρι και η Πενταμερής, όπως ανακοινώθηκε, θα διεξαχθεί στις 27 – 29 Απριλίου στη Γενεύη. Είναι προφανές ότι η τουρκική πλευρά θέλει να κρατήσει το Κυπριακό και για το μεγάλο παζάρι του τούρκου ηγέτη με την Ουάσινγκτον, αφού γνωρίζει και την προσωπική ευαισθησία του νέου αμερικανού Προέδρου για το Κυπριακό αλλά και την πίεση του ελληνικού και κυπριακού λόμπι προς ισχυρούς παράγοντες του Δημοκρατικού Κόμματος, ώστε να υπάρξει αμερικανική παρέμβαση για την προώθηση λύσης του Κυπριακού.
Εξάλλου είναι σαφές ότι το τριήμερο το οποίο προβλέπεται για την Πενταμερή αποδίδει τον άτυπο χαρακτήρα της, καθώς μόνο μια πρώτη κατάθεση των εκατέρωθεν θέσεων μπορεί να δικαιολογηθεί σε αυτό το μικρό διάστημα. Όμως και η Πενταμερής συγκαλείται στο χειρότερο επίπεδο που έχει βρεθεί το Κυπριακό, καθώς όχι μόνο δεν υπάρχει, εδώ και πολύ καιρό, η οποιαδήποτε ουσιαστική επαφή και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων, αλλά αντιθέτως, από τουρκικής πλευράς, μετά και την «εκλογή» του Ερσίν Τατάρ ως επικεφαλής της τουρκοκυπριακής πλευράς, έχουν υιοθετηθεί ακραίες θέσεις, οι οποίες επιχειρούν να διαμορφώσουν νέα βάση επίλυσης του Κυπριακού.
Ο άτυπος χαρακτήρας που προσδίδει στην Πενταμερή ο κ. Γκουτιέρες ουσιαστικά θα δικαιολογήσει και την απουσία οποιασδήποτε σύγκλισης μεταξύ των μερών, που είναι αναγκαία για να αποφευχθεί μια στείρα κατάθεση διαμετρικά διαφορετικών θέσεων αλλά και για να διευκολυνθεί η τουρκική πλευρά να καταθέσει την ακραία διαπραγματευτική θέση της για λύση δύο κρατών.
Μέσα σε αυτήν την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία, υπάρχει σοβαρός προβληματισμός για την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να χειριστεί τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά και το Κυπριακό με αποτελεσματικό τρόπο και χωρίς κίνδυνο επιβολής τετελεσμένων από την Τουρκία.
Και η μακαριότητα την οποία δείχνει και το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών δεν προσφέρει καμιά εγγύηση για το μέλλον…