Από: liberal.gr - Γιώργος Μενεσιάν
Η Τεχεράνη επιμένει στην επαναφορά του πλαισίου του 2015, δεν επιθυμεί να κάνει άλλους συμβιβασμούς και φαίνεται να εισέρχεται δυναμικά και με αυτοπεποίθηση στο νέο γύρο των διαπραγματεύσεων. Σε τι περιβάλλον πραγματοποιούνται οι νέες άτυπες συνομιλίες μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης και ποια είναι τα όρια της ιρανικής δράσης;
Ας ξεκινήσουμε με το Ιράν: Η Ισλαμική Δημοκρατία ήταν πολύ προσεκτική κατά το μεταβατικό στάδιο από τις αμερικανικές εκλογές μέχρι την ορκωμοσία Μπάιντεν.
Γενικώς, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης: την ημέρα που ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις στην Βιέννη, το Ιράν έβγαλε δικαστική απόφαση εναντίον δέκα αξιωματούχων για την κατάρριψη του ουκρανικού επιβατικού αεροπλάνου τον Ιανουαρίου του 2020 με 176 νεκρούς. Στο ίδιο πλαίσιο, επισπεύσθηκε η επίσκεψη του πρωθυπουργού της Νότιας Κορέας στην Τεχεράνη για διαπραγματεύσεις αναφορικά με το νοτιοκορεατικό το οποίο κατέλαβαν οι Φρουροί της Επανάστασης τον περασμένο Ιανουάριο στον Περσικό Κόλπο.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για στροφή 180 μοιρών: το τελευταίο διάστημα, οι φιλοϊρανοί Σιίτες μαχητές στο Ιράκ έχουν αυξήσει τις πυραυλικές και βομβιστικές επιθέσεις εναντίον αμερικανικών στόχων.
Επιπλέον, τη Δευτέρα οι Ιρανοί συνέλαβαν έναν «κατάσκοπο του Ισραήλ» στα βορειανατολικά της χώρας. Γενικά, η ρητορική του Ιράν απέναντι στο Ισραήλ συνεχίζει να είναι σκληρή, ενώ πολλές φορές γίνονται αντίστοιχες δηλώσεις και για τις δυτικές χώρες.
Για παράδειγμα, ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης του Ιράν Αλί Χαμενεΐ κατηγόρησε τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον για υποκρισία, καθώς ο τελευταίος εκφράζει την ανησυχία του για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, την ώρα που ο ίδιος αποφασίζει την επέκταση του βρετανικού πυρηνικού οπλοστασίου.
Βασικός στόχος της Τεχεράνης είναι η αναβίωση της Συμφωνίας του 2015 και η άρση των κυρώσεων. Ταυτόχρονα, το Ιράν δεν επιθυμεί ούτε θα εγκαταλείψει την πολιτική του στη Μέση Ανατολή, δηλαδή τη συμμετοχή στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας και την έντονη (παρα)στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ, τον Λίβανο και την Υεμένη.
Όπως ανέφερα και στην εισαγωγή, το Ιράν επιμένει στην επαναφορά του καθεστώτος του 2015 και στην άμεση άρση των κυρώσεων. Αυτό έγινε ξεκάθαρο από τους Ιρανούς την περασμένη Τρίτη στη Βιέννη. Αρνήθηκαν την πρόταση των Αμερικανών για σταδιακή άρση των κυρώσεων και δήλωσαν ότι δε θα υπογράψουν καμία συμφωνία χωρίς την ολοκληρωτική άρση των κυρώσεων.
Όμως γιατί το Ιράν συμπεριφέρεται σαν να έχει το πάνω χέρι; Πρώτον, το Ιράν βασίζεται στην πίεση που οι Ευρωπαίοι ασκούν στις ΗΠΑ για την επαναφορά της Συμφωνίας του 2015.
Οι ευρωπαϊκές χώρες και ιδίως η Γαλλία και η Γερμανία έχουν να κερδίσουν πολλά από τη συνεργασία με το Ιράν. Ακόμα και οι Βρετανοί είναι υπέρμαχοι μιας διπλωματικής λύσης. Δεύτερον, η Τεχεράνη γνωρίζει καλά ότι προεκλογική εκστρατεία του Μπάιντεν βασίστηκε εν μέρει στην ανάγκη για μια διπλωματική λύση στη διαμάχη με το Ιράν.
Ο Αμερικανός πρόεδρος θέλει να ανατρέψει τις αποφάσεις του προκατόχου του τόσο στο εσωτερικό όσο και στην εξωτερική πολιτική και η συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα του State Department και του ίδιου του προέδρου. Τρίτον, οι Ιρανοί θέλουν να εκμεταλλευτούν το μεταβατικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προεδρία Μπάιντεν.
Οι πρώτες εκατό ημέρες είναι πάντα δύσκολες για έναν Αμερικανό πρόεδρο. Τέταρτον, το Ιράν έχει στο πλάι του τη Ρωσία και την Κίνα. Δύο συμμάχους οι οποίοι θα παρέμβουν αν οι Δυτικοί πιέσουν τους Ιρανούς.
Τέλος, η Τεχεράνη προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το μεταβατικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται ο σημαντικότερος αντίπαλός του, το Ισραήλ. Στο Ισραήλ δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία σχηματισμού νέας κυβέρνησης και αυτό ίσως δημιουργεί την πεποίθηση στους Ιρανούς, ότι το Ισραήλ δε θα μπορεί να παρέμβει στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις.
Φυσικά, το Ιράν πρέπει να είναι προσεκτικό διότι οι συνθήκες δε θα το ευνοούν για πολύ ακόμα: καταρχάς, είναι γεγονός ότι, ναι μεν ο Μπάιντεν επιθυμεί μια νέα συμφωνία με το Ιράν, αλλά δεν είναι διατεθειμένος να συμβιβαστεί διότι δε θέλει να φανεί ως ένας αδύναμος ηγέτης – επιβεβαιώνοντας τον Τραμπ.
Εξάλλου, είναι γεγονός ότι πολλοί στις ΗΠΑ δεν επιθυμούν την επαναφορά της Συμφωνίας του 2015 και δε γνωρίζουμε με ακρίβεια ποια θα είναι η στάση του Κογκρέσου σε περίπτωση που ο πρόεδρος φέρει τη συμφωνία προς κύρωση. Επίσης, το Ιράν ίσως χρειαστεί να συμβιβαστεί και να δεχτεί τη μερική άρση των κυρώσεων, διότι η ιρανική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και η χώρα βρίσκεται μπροστά σε ένα νέο μεγάλο κύμα κορονοϊού.
Ακόμη, η ιρανική κυβέρνηση των μετριοπαθών οφείλει να βρει μία λύση με τους Αμερικανούς διότι, σε διαφορετική περίπτωση, ενδέχεται να χάσει τις εκλογές του Ιουνίου και να ανέβουν στην εξουσία οι σκληροπυρηνικοί.
Τέλος, το Ιράν οφείλει να είναι προσεκτικό διότι το Ισραήλ ίσως προχωρήσει σε ένα προληπτικό χτύπημα κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων της χώρας. Οι Ισραηλινοί έχουν ήδη εντατικοποιήσει τις αεροπορικές επιθέσεις εναντίον ιρανικών και φιλοϊρανικών στόχων στη Συρία, ενώ την ημέρα των διαπραγματεύσεων, φαίνεται να πραγματοποιήθηκε πυραυλική επίθεση εναντίον ιρανικού πλοίου στην Ερυθρά Θάλασσα.
Κλείνοντας, είναι σαφές ότι το Ιράν εισέρχεται δυναμικά και με αυτοπεποίθηση στις διαπραγματεύσεις πιστεύοντας ότι οι τρέχουσες συνθήκες του το επιτρέπουν.
Έχει προχωρήσει, ωστόσο, σε ορισμένες κινήσεις με σκοπό να κερδίσει την εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινότητας. Το Ιράν έχει στο πλευρό του την Κίνα και τη Ρωσία, αλλά και την Ευρώπη, σε μικρότερο βαθμό. Όμως είναι σαφές ότι δεν μπορεί να επιβάλει τις απόψεις του στους Αμερικανούς. Είναι γνωστό ότι όταν πας για τα πολλά χάνεις και τα λίγα.
Για αυτό και εκτιμάται ότι το Ιράν ενδέχεται να συμβιβαστεί κάποια στιγμή. Οι επόμενες ημέρες είναι κρίσιμες και η αποτυχία των συνομιλιών δεν μπορεί να αποτελέσει τη λύση στο πρόβλημα. Η έκβαση των νέων διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν θα επηρεάσει την ασφάλεια και σταθερότητα στη Μέση Ανατολή.