Απόσπασμα από το βιβλίο του αντιστρατήγου ε.α. Λάμπρου Τζούμη: «Σε τροχιά σύγκρουσης με την Τουρκία», που δημοσίευσε ο ίδιος στον προσωπικό του λογαριασμό:
Η συνθήκη του Μοντρέ που υπογράφηκε το 1936 αντικατέστησε τη σύμβαση της Λωζάννης και υπογράφηκε από τη Βουλγαρία, Ρουμανία, Σοβιετική Ένωση, Τουρκία, Αυστραλία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Αγγλία και Γιουγκοσλαβία. Είναι η συμφωνία που παραχωρεί τον έλεγχο των στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων στην Τουρκία και ρυθμίζει τη στρατιωτική δραστηριότητα στην περιοχή. Η διάρκειά της είναι 20ετής και υποκαθιστά (δηλ. καταργεί με αντικατάσταση) τη σύμβαση της Λωζάννης του 1923.
Ισχύει όμως µέχρι σήµερα, παρόλο που προβλέπεται διαδικασία τροποποίησης/αναθεώρησής της, καθόσον δεν την έχει καταγγείλει κάποιο από τα συμβαλλόμενα µέρη και συνεπώς η ισχύς της ανανεούται. Σύμφωνα με το άρθρο 1 αναφέρεται ότι: «Η Τουρκία θα δύναται να επανεξοπλίση αµέσως την ζώνην των Στενών οία καθορίζεται εν τω προοιµίω της ρηθείσης Συµβάσεως».
Εύλογες απορίες δημιουργεί γιατί η ελληνική πλευρά δεν ζήτησε να συμπεριληφθεί παρόµοια διάταξη στη συνθήκη του Μοντρέ και για τα ελληνικά νησιά (Λήµνο και Σαµοθράκη) που είχαν επίσης υπαχθεί σε καθεστώς αποστρατικοποίησης µε την υπό κατάργηση, συνθήκη της Λωζάννης για το καθεστώς των στενών. Οι πιθανές εκδοχές για το γεγονός αυτό είναι η αδυναμία σωστής εκτίμησης από ελληνικής πλευράς συσχετισµού του επανεξοπλισµού των στενών µε αυτό των δύο ελληνικών νησιών και η ύπαρξη της «ελληνοτουρκικής φιλίας» επί της οποίας πολλά είχαν στηριχθεί.
Η θέση της ελληνικής πλευράς είναι ότι η ενέργεια να επανεξοπλίσει τη Λήµνο και τη Σαµοθράκη µετά την έναρξη ισχύος της σύµβασης είναι σύµφωνη προς τη συνθήκη του Μοντρέ διότι αυτή κατήργησε την αντίστοιχη σύµβαση της Λωζάννης, η οποία και πρoέβλεπε το καθεστώς αποστρατικοποίησης για τα δύο νησιά. Η νέα σύμβαση (Μοντρέ), δεν περιλαµβάνει διάταξη για αποστρατικοποίηση των δύο ελληνικών νησιών. Η νομιμότητα της ενέργειας επανεξοπλισµού της Λήµνου και Σαµοθράκης ενισχύεται και από:
- Πρώτον: Την επιστολή που απηύθυνε ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα το 1936, στον Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά. Στην επιστολή αυτή αναγνωρίζεται επίσηµα από τουρκικής πλευράς, χωρίς καµία επιφύλαξη και περιορισµό το δικαίωµα της Ελληνικής κυβέρνησης να επανεξοπλίσει τα δύο νησιά παράλληλα µε τον επανεξοπλισµό των Στενών. Συγκεκριµένα αναφέρει ότι: «είµαστε εξ’ ολοκλήρου σύµφωνοι όσον αφορά στον εξοπλισµό των νησιών Σαµοθράκης και Λήµνου, ταυτόχρονα µε τον εξοπλισµό των Στενών».
- Δεύτερον: Την επίσηµη δήλωση του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Rustu Aras στην τουρκική εθνοσυνέλευση, την 31η Ιουλίου 1936, κατά τη συζήτηση επικύρωσης της σύµβασης του Μοντρέ, παρουσία του Πρωθυπουργού Ισµέτ Ινονού. Η ακριβής δήλωση έχει ως εξής: «Οι διατάξεις που αναφέρονται στα νησιά Λήµνος και Σαµοθράκη, τα οποία ανήκουν στη γείτονα και φίλη Ελλάδα και που ήσαν αποστρατιωτικοποιηµένα, µε βάση τις σχετικές διατάξεις της συνθήκης της Λωζάννης καταργούνται κι’ αυτές από την συνθήκη του Μοντρέ» Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η δήλωση αποτελεί επίσημη τουρκική θέση, καθόσον έγινε από τον καθ’ ύλη αρµόδιο Υπουργό Εξωτερικών ενώπιον του κοινοβουλίου της χώρας του κατά τη διαδικασία επικύρωσης της σύµβασης.
- Τρίτον: Την επίσηµη ενηµέρωση από την Ελλάδα των κυβερνήσεων της Γαλλίας, Ιταλίας και Μεγάλης Βρετανίας, ότι µετά την έναρξη ισχύος της Σύµβασης του Μοντρέ η ελληνική κυβέρνηση «προέβη σε στρατιωτική κατάληψιν των νήσων Λήµνου και Σαµοθράκης». Καµία από τις τρεις κυβερνήσεις δεν έφερε αντίρρηση ούτε εξέφρασε κάποια επιφύλαξη για τον επανεξοπλισµό των δύο νησιών.
- Τέταρτον: Σύµφωνα µε την επίσηµη τουρκική θέση, που περιλαμβάνεται στην ιστοσελίδα του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών το καθεστώς αποστρατικοποίησης της Λήµνου και Σαµοθράκης προβλέπεται, από το άρθρο 12 της συνθήκης της Λωζάννης και συνεχίζει να ισχύει, διότι η σύµβαση του Μοντρέ δεν την τροποποίησε στο σηµείο αυτό, καθόσον προβλέπεται η κατάργηση της αποστρατικοποίησης µόνο για τα στενά (συμπεριλαμβανομένης της Ίµβρου και Τενέδου).
Η Τουρκία αµφισβήτησε αρχικά το νοµικό καθεστώς µε ρηµατική διακοίνωση προς την ελληνική κυβέρνηση, µε αφορµή τα γεγονότα της Κύπρου του 1967. Επανήλθε µετά το 1974 και συστηµατικά πλέον από το 1977 στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστικό των τουρκικών θέσεων είναι το θέμα που προέκυψε κατά τη διάρκεια ΝΑΤΟϊκής άσκησης το 2000 που διεξήχθη σε τουρκικό έδαφος με τη συμμετοχή ελληνικών χερσαίων, ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων. Η Τουρκία προέβη στην τροποποίηση του αρχικού σχεδιασμού που προέβλεπε τη χρησιμοποίηση συγκεκριμένων αεροδιαδρόμων υπεράνω της Λήμνου και τις Σαμοθράκης από αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας.
Το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία ανέφερε ότι διαπιστώθηκε η «ύπαρξη στοιχείων που έχουν χαρακτήρα παραβιάσεως του καθεστώτος αποστρατικοποιήσεως των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες». Η άρνηση της Τουρκίας να μεταβάλει τη στάση της και να επαναφέρει το σχεδιασμό που είχε προαποφασισθεί από τη Συμμαχία, καθώς και η κλιμάκωση της προκλητικότητας από την τουρκική πλευρά (απαγόρευση του τουρκικού εναερίου χώρου σε ελληνικά αεροσκάφη που εξορμούσαν από την Ελλάδα και αναχαίτιση τους από τουρκικά μαχητικά), επικαλούμενη λόγους ασφαλείας πτήσεων, υποχρέωσε την ελληνική πλευρά να ζητήσει από τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ τη διακοπή της άσκησης. Σε όλη την διάρκεια της εμπλοκής, η Τουρκία με δηλώσεις και ανακοινώσεις εμφανιζόταν ως «νομιμόφρων» σύμμαχος, αποφασισμένη όμως να μην απεμπολήσει τα νόμιμα δικαιώματα της και κατηγορούσε την Ελλάδα ότι με τη συμπεριφορά της έθετε σε κίνδυνο τη συνοχή της Συμμαχίας.