Από: liberal.gr - Γιώργος Μενεσιάν
Πολλοί θα αναρωτηθούν: γιατί η Ελλάδα θέλει να αναβαθμίσει τις σχέσεις της με ένα αυταρχικό κράτος το οποίο ασπάζεται τον Ουαχαμπισμό, ένα υπερσυντηρητικό και βαθιά πουριτανικό ισλαμικό κίνημα;
Γιατί θέλουμε να χτίσουμε μια στρατηγικού τύπου συνεργασία με ένα κράτος το οποίο έχει εμμέσως στηρίξει, στο παρελθόν, ακραία ισλαμικά στοιχεία στην Συρία, την Βοσνία, το Ιράκ και την Τσετσενία;
Την απάντηση στα ερωτήματα αυτά τα δίνει ο ρεαλισμός, λέγοντας ότι Ελλάδα και Σαουδική Αραβία έχουν κοινά συμφέροντα, όχι μόνο οικονομικά, αλλά κυρίως γεωπολιτικά.
Σε αντίθεση με τα περισσότερα κράτη της Μέσης Ανατολής, η Σαουδική Αραβία δεν αποτελεί προϊόν της δυτικής αποικιοκρατίας. Το 1921 οι Σαούντ άρχισαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στην Αραβική Χερσόνησο, με αποτέλεσμα το 1932 το βασίλειο να κηρύξει την ανεξαρτησία.
Η Ελλάδα άνοιξε το 1943 πρεσβεία στην χώρα αυτή, σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη των διμερών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Η Ελλάδα διατηρούσε καλές σχέσεις με την Σαουδική Αραβία λόγω της γενικότερης σχέσης που είχε με τους Άραβες και λόγω της στάσης της στο Παλαιστινιακό.
Το αποκορύφωμα της ελληνοαραβικής συνεργασίας ήταν η περίοδος του Ανδρέα Παπανδρέου, όμως όλες οι κυβερνήσεις είχαν καλές σχέσεις με τους Άραβες. Ακόμα και η δικτατορία διατηρούσε καλές σχέσεις με την Σαουδική Αραβία και τα υπόλοιπα αραβικά κράτη.
Κατά την διάρκεια του πολέμου του Γιομ Κιπούρ (1973), η χούντα των συνταγματαρχών αρνήθηκε να παραχωρήσει βοήθεια στους Αμερικανούς οι οποίοι προσπαθούσαν να συνδράμουν το Ισραήλ, ενώ επέτρεψε σε σοβιετικά αεροσκάφη – ποια; η αντικομουνιστική δικτατορία – να περάσουν από τον ελληνικό εναέριο χώρο ώστε να μεταβούν στην Αίγυπτο και να προσφέρουν υλικοτεχνική υποστήριξη στους Άραβες.
Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που η Ελλάδα εξαιρέθηκε από το εμπάργκο πετρελαίου που επέβαλαν οι Άραβες μετά τον πόλεμο του 1973, το οποίο οδήγησε, με την σειρά του οδήγησε στην πρώτη Πετρελαϊκή Κρίση.
Σημαντική, ωστόσο, είναι και η οικονομική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών. Η Σαουδική Αραβία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς ελληνικών προϊόντων στην Μέση Ανατολή. Ακόμη, οι Σαουδάραβες συμβάλλουν στην ελληνική οικονομία μέσω του τουρισμού και, κυρίως, μέσω των επενδύσεων.
Σήμερα, οι σχέσεις των δύο χωρών αναβαθμίζονται συνεχώς και αυτό οφείλεται στις αλλαγές που έχουν επέλθει στην περιοχή μετά το ξέσπασμα των Αραβικών Εξεγέρσεων και την περαιτέρω διείσδυση του Ιράν, της Τουρκίας και φυσικά της Ρωσίας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η αποσταθεροποίηση της περιοχής μετά το 2011 και η ανάδειξη αναθεωρητικών περιφερειακών δυνάμεων καθιστά την συνεργασία Ελλήνων και Σαουδαράβων απαραίτητη.
Είναι σαφές ότι και οι δύο χώρες έχουν ανάγκη η μία την άλλη. Η Ελλάδα, συνομιλώντας με την Σαουδική Αραβία, συνομιλεί με την ηγέτιδα δύναμη του αραβικού κόσμου, καθώς και με μία από τις σημαντικότερες μουσουλμανικές δυνάμεις στον κόσμο, δεδομένου ότι εκεί βρίσκονται οι δύο ιερότερες πόλεις του Ισλάμ, η Μέκκα και η Μεδίνα.
Επιπλέον, η συνεργασία με το Ριάντ βάζει την Ελλάδα στο παιχνίδι της ευρύτερης συνεργασίας μεταξύ Ισραήλ και Αράβων η οποία, ναι μεν ενισχύθηκε μετά τις «Συμφωνίες του Αβραάμ», αλλά βρίσκεται ακόμα υπό εξέλιξη, καθώς η Σαουδική Αραβία δεν έχει προχωρήσει στην ομαλοποίηση των σχέσεών της με το Ισραήλ, παρά το γεγονός ότι οι δύο τους συνεργάζονται στενά, κυρίως εναντίον του Ιράν.
Η Ελλάδα λοιπόν, μπορεί να συμβάλλει στον διάλογο μεταξύ Ισραήλ και Αράβων. Μην ξεχνάμε, επίσης, ότι η Σαουδική Αραβία μπορεί να αποτελέσει έναν σημαντικό ενεργειακό εταίρο της Ελλάδος, καθώς και δυνητικό επενδυτή.
Το σημαντικότερο, η Ελλάδα προχωρά στην σύσφιγξη των σχέσεων με όλα τα κράτη τα οποία απειλούνται από τις ενέργειες της Τουρκίας. Είναι γεγονός ότι ο θεσμός της μοναρχίας στην Σαουδική Αραβία απειλείται από τις ισλαμικές ριζοσπαστικές δυνάμεις της οποίες στηρίζει η Τουρκία. Αυτό, συνέβαλε στην προσέγγιση Ελλάδος – Σαουδικής Αραβίας.
Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η Ελλάδα μπορεί, σταδιακά και με πολλή υπομονή, να γίνει ο βασικός Ευρωπαίος συνομιλητής για την Μέση Ανατολή. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, η Ελλάδα διατηρεί στενές σχέσεις με την πλειοψηφία των κρατών της περιοχής και αποτελεί, ουσιαστικά, κομμάτι της γειτονιάς αυτής λόγω γεωγραφικής εγγύτητας.
Η Ελλάδα οφείλει να αδράξει την ευκαιρία αυτή και να αυξήσει την διπλωματική, οικονομική, πολιτιστική, καθώς και αμυντική παρουσία της στην Μέση Ανατολή ώστε να έχει λόγο στις εξελίξεις γύρω από την ενέργεια και την πολιτική.
Η Σαουδική Αραβία από την άλλη, με το να αναβαθμίζει τις σχέσεις της με την Ελλάδα, αποκτά μία έξοδο στην Μεσόγειο και αυτό την ωφελεί πολύ τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Για παράδειγμα, μια ελληνο-σαουδαραβική συμμαχία θα επιτρέψει στο Ριάντ να επωφεληθεί από τις τριμερείς συνεργασίες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επιπροσθέτως, της δίδεται η ευκαιρία να μεγαλώσει την «επενδυτική της αυτοκρατορία» στα Βαλκάνια και να συμμετάσχει στην μοιρασιά της πίτας που γίνεται στην περιοχή μεταξύ των ΗΠΑ, της Κίνας, της Γερμανίας και της Τουρκίας. Η Σαουδική Αραβία συνεχίζει να βασίζεται στην στρατιωτική προστασία που της παρέχουν οι ΗΠΑ απέναντι σε εσωτερικές και κυρίως εξωτερικές (βλ. Ιράν) απειλές.
Επομένως, η απόκτηση ενός εταίρου εντός του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι καθοριστικής σημασίας για τους Σαούντ. Τέλος, και οι Σαουδάραβες επενδύουν στην Ελλάδα εξαιτίας του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Όπως η Τουρκία βρίσκεται στην πόρτα της Σαουδικής Αραβίας μέσω της παρουσίας της στο Κατάρ, έτσι και οι Σαουδάραβες θα ήθελαν να βρεθούν στην πόρτα της Τουρκίας με την παρουσία τους στην Ελλάδα. Αυτό βέβαια, είναι δύσκολο να γίνει διότι οι Σαουδάραβες έχουν να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα στον περίγυρό τους, προτού μπορέσουν να επεκτείνουν την παρουσία τους εκτός της Μέσης Ανατολής.
Βλέπουμε επομένως πως υπάρχουν κοινά συμφέροντα και γι’ αυτό οι δύο χώρες συνεργάζονται ολοένα και περισσότερο. Το γεγονός μάλιστα, ότι η συνεργασία αυτή λαμβάνει και αμυντικό χαρακτήρα, με την μεταφορά σαουδαραβικών μαχητικών αεροσκαφών τύπου F-15 στην Σούδα και την μεταφορά ελληνικών Patriot στην Σαουδική Αραβία, είναι σημαντικό.
Όμως η Ελλάδα πρέπει να γνωρίζει και τα όρια της συνεργασίας της με το Ριάντ. Η Αθήνα, πρέπει να προσέξει να μην ταυτιστεί με την Σαουδική Αραβία της οποίας το καθεστώς είναι αυταρχικό και δεν σέβεται επ' ουδενί τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η χώρα αυτή βρίσκεται σε πόλεμο: οι Σαουδάραβες πολεμούν στην Υεμένη και πολλές φορές πόλεις, πετρελαϊκές ή στρατιωτικές εγκαταστάσεις εντός της Σαουδικής Αραβίας αποτελούν στόχο πυραυλικών επιθέσεων ή επιθέσεων με drones από τους Σιίτες αντάρτες Χούθι.
Ακόμη, την ώρα που εμείς αναβαθμίζουμε τις σχέσεις μας με το Ριάντ, οι ΗΠΑ έχουν αποφασίσει να αναθεωρήσουν τις σχέσεις τους με το σαουδαραβικό καθεστώς εξαιτίας του πολέμου στην Υεμένη, της δολοφονίας Κασσόγκι, καθώς και της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί στην χώρα αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Επιπλέον, η άνοδος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και οι περιφερειακές φιλοδοξίες της Αιγύπτου ενδέχεται να δημιουργήσουν, κάποια στιγμή, την διάσπαση του αραβικού κόσμου σε δύο ή τρία στρατόπεδα τα οποία θα διεκδικήσουν την ηγεσία του.
Τι θα κάνει η Ελλάδα αν αναγκαστεί να πάρει το μέρος ενός εκ των δύο ή τριών πόλων εντός του αραβικού κόσμου; Τέλος, δεν πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο μιας επαναπροσέγγισης Σαουδικής Αραβίας και Τουρκίας.
Ήδη ο πάγος έχει σπάσει με τον τερματισμό της Κρίσης του Κατάρ και του πολέμου στην Λιβύη. Την ίδια ώρα Άγκυρα και Ριάντ υποστηρίζουν τις ίδιες δυνάμεις στον πόλεμο της Υεμένης. Η αποκατάσταση, επομένως, των σχέσεων Τουρκίας και Σαουδικής Αραβίας δεν είναι καθόλου απίθανη.
Παρά τα προβλήματα, η ενίσχυση των σχέσεων με την Σαουδική Αραβία είναι προς την σωστή κατεύθυνση για τους λόγους που αναφέρω ανωτέρω.
Όμως είναι κρίσιμο η Ελλάδα να μπορέσει να δημιουργήσει σταθερούς δεσμούς και μόνιμες συνεργασίες με τα κράτη της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης και της Σαουδικής Αραβίας και όχι να βασίζεται σε ευκαιριακές ή συγκυριακές συνεργασίες.
Μόνο τότε η Ελλάδα θα καταφέρει να αυξήσει την περιφερειακή της ισχύ και να βρει συμμάχους ή διαμεσολαβητές την ώρα μιας ελληνοτουρκικής κρίσης.