Για να παραμείνει Μεγάλη
Δύναμη πρέπει υποχρεωτικά να ελέγχει τη Λευκορωσία, το Καζακστάν και
την Ουκρανία, διότι διαφορετικά η Μόσχα και οι άλλες μεγάλες πόλεις της
στο ευρωπαϊκό τμήμα της βρίσκονται επικίνδυνα κοντά στη δυτική μεθόριο –
πιο κοντά από οποιαδήποτε άλλη εποχή στη ρωσική Ιστορία. Οι δύο πρώτες
χώρες ήδη ελέγχονται απολύτως από τη Μόσχα, η Ουκρανία όμως, παρ’ ότι
αρχικά έδειξε ότι δεν θα πήγαινε κόντρα στα ρωσικά στρατηγικά
συμφέροντα, στη συνέχεια διαφοροποιήθηκε έντονα κάτω από την επιρροή των
Ευρωπαίων και των Αμερικανών. Η Ρωσία δεν πρόκειται να επιτρέψει ποτέ
στην Ουκρανία να ενταχθεί σε έναν συνασπισμό που θα είναι εχθρικός
απέναντί της. Είναι ζήτημα εθνικής ασφάλειας το να ελέγχει την Ουκρανία,
όπως είναι ζήτημα εθνικής ασφάλειας για τις ΗΠΑ να ελέγχουν τον Καναδά
και το Μεξικό. Το μεγάλο πρόβλημα της Ρωσίας είναι ότι προσπαθεί να
ασκήσει αυτό τον έλεγχο όχι με τη χρήση της λεγόμενης «μαλακής ισχύος»
όπως κάνουν οι ΗΠΑ, αλλά με την επιβολή αυταρχικών καθεστώτων σαν αυτό
του Λουκασένκο που κυβερνά 26 χρόνια τη Λευκορωσία ή με τον εκφοβισμό
και τις ωμές στρατιωτικές απειλές όπως στην Ουκρανία.
Τη Ρωσία και την Ουκρανία τις χωρίζει άβυσσος εθνοτικού μίσους. Στις
αρχές της δεκαετίας του 1930 ο Στάλιν προκάλεσε εσκεμμένα τρομερό λιμό
στην Ουκρανία ο οποίος υπολογίζεται ότι στοίχισε τη ζωή σε 7 εκατομμύρια
ανθρώπους. Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν το 1941 στη Σοβιετική Ένωση, οι
Ουκρανοί τους υποδέχθηκαν ως ελευθερωτές από τους κομμουνιστές Ρώσους,
μέχρι η γερμανική αναλγησία και εγκληματική βαναυσότητα να τους στρέψει
ενάντια και σ’ αυτόν τον κατακτητή. Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής οι
Ουκρανοί παρτιζάνοι επιδόθηκαν σε φρικτές σφαγές κατά των Πολωνών
κατοίκων της δυτικής Ουκρανίας προκαλώντας εξίσου σκληρά αντίποινα από
μέρους των Πολωνών ανταρτών. Όταν τα σοβιετικά στρατεύματα ανακατέλαβαν
την Ουκρανία το 1944, το αντάρτικο των Ουκρανών επικεντρώθηκε κατά του
Κόκκινου Στρατού και συνεχίστηκε με ηγέτη τον εθνικιστή Στεπάν Μπαντέρα
μέχρι το 1955. Ανάμεσα στα θύματα των Ουκρανών ανταρτών ήταν και ο
Σοβιετικός στρατηγός Νικολάι Βατούτιν, διοικητής του 1ου Ουκρανικού
Μετώπου και μία από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες του Κόκκινου Στρατού
στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο. Γι’ αυτό και σήμερα βλέπει κανείς πολλές
φορές μέλη ουκρανικών παραστρατιωτικών οργανώσεων να κυματίζουν
ναζιστικά λάβαρα για να εκνευρίσουν και να προσβάλουν τους Ρώσους
αντιπάλους τους.
Παρά το γεγονός ότι η ρωσική οικονομία εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά
από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων, οι τιμές των οποίων διεθνώς έχουν
μεγάλες διακυμάνσεις και είναι ευαίσθητες στις γεωπολιτικές αναταράξεις,
η Ρωσία του Πούτιν προχώρησε αποφασιστικά στον εκσυγχρονισμό των
ενόπλων της δυνάμεων, μετά τον σύντομο πόλεμο με τη Γεωργία το 2008 όπου
διαπιστώθηκαν αρκετές αδυναμίες τόσο στο υλικό όσο και στην εκπαίδευσή
τους. Η συνολική δαπάνη για τον εκσυγχρονισμό αυτό προϋπολογίστηκε σε
700 δις δολάρια. Μέχρι το 2017 η Ρωσία κατάφερε να αναβαθμίσει ή να
αντικαταστήσει το μισό από το στρατιωτικό υλικό που είχε κληρονομήσει
από τη Σοβιετική Ένωση της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Οι ρωσικές ένοπλες
δυνάμεις είναι σήμερα μικρότερες από ό,τι στη σοβιετική εποχή, και
λιγότερο απειλητικές, αλλά είναι πολύ πιο αποτελεσματικές. Το προσωπικό
τους είναι τώρα καλύτερα εκπαιδευμένο, καλύτερα αμειβόμενο (ένας Ρώσος
υπολοχαγός κερδίζει 900 ευρώ τον μήνα, που θεωρείται πολύ καλός μισθός
για τα οικονομικά δεδομένα της χώρας), και έχει καλύτερα όπλα. Σε κάθε
επιχείρηση που έχουν αναλάβει τα τελευταία 7 χρόνια, οι ρωσικές ένοπλες
δυνάμεις παρουσιάζονταν όλο και πιο ικανές να καταφέρουν συντριπτικά
πλήγματα σε έναν πιθανό αντίπαλο με μικρό κόστος για τις ίδιες. Και
φυσικά η ρωσική πολεμική βιομηχανία γνωρίζει νέα άνθηση έχοντας
καταγάγει πρόσφατα πολλές εξαγωγικές επιτυχίες.
Το 2014 η Ρωσία έδειξε για πρώτη φορά τις νεοαποκτηθείσες
στρατιωτικές δυνατότητές της. Παραβιάζοντας το Μνημόνιο της Βουδαπέστης
που είχε υπογράψει 20 χρόνια νωρίτερα με την Ουκρανία (έχοντας ως
εγγυήτριες τις ΗΠΑ και τη Βρετανία) απέσπασε από αυτή την Κριμαία (η
οποία ήταν για περίπου 180 χρόνια ρωσική αλλά παραχωρήθηκε στην Ουκρανία
το 1956 από τον Χρουστσώφ όταν δεν υπήρχε η παραμικρή υποψία ότι θα
μπορούσε κάποτε στο μέλλον να διαλυθεί η Σοβιετική Ένωση) καθώς και την
περιοχή του Ντονμπάς την οποία κατέστησε αυτόνομη περιοχή και της έδωσε
το όνομα που είχε και στην εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης, δηλαδή «Νέα
Ρωσία». Η πλειοψηφία των κατοίκων του Ντονμπάς είναι ρωσόφωνοι, όπως
συμβαίνει και σε κάποιες χώρες που προέκυψαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ –
για παράδειγμα στην Εσθονία όπου οι ρωσόφωνοι είναι το 40% του
πληθυσμού.
Η αμερικανική κυβέρνηση Μπάιντεν, μέσα σε δύο μόλις μήνες από την
ανάληψη της εξουσίας, σπρώχνει ουσιαστικά την Ουκρανία με παραινέσεις
και αποστολή όπλων να προβεί σε άλλη μία πολεμική αναμέτρηση με τη Ρωσία
με την ελπίδα να ανακτήσει τα εδάφη που έχασε το 2014. Κατά τη γνώμη
μου όμως είναι πρακτικά αδύνατον να νικήσουν οι Ουκρανοί τους Ρώσους στο
κατώφλι του σπιτιού τους – και μάλιστα τώρα που ο ρωσικός στρατός έχει
πίσω του έναν ριζικό εκσυγχρονισμό τα τελευταία 12 χρόνια. Ακόμη κι αν
οι Ουκρανοί σημειώσουν κάποιες αρχικές επιτυχίες, είναι τόσο μεγάλο το
απόθεμα στρατιωτικής ισχύος που έχει η Ρωσία ώστε είναι εντελώς αδύνατον
να παραδεχθεί ο Πούτιν την ήττα του και να μην παρατείνει τη σύρραξη
μέχρι να αντιστρέψει τη ροή της. Οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις έχουν
επίσης τεράστια εμπειρία στον σχεδιασμό και την εκτέλεση επιχειρήσεων,
και θεωρούνται ίσως οι καλύτερες παγκοσμίως στο επιχειρησιακό επίπεδο
του πολέμου. Για τους λόγους αυτούς οι Ουκρανοί όχι μόνο δεν μπορούν να
υπερισχύσουν τελικά σε περίπτωση που επιχειρήσουν να ανακαταλάβουν την
Κριμαία ή το Ντονμπάς, αλλά διατρέχουν θανάσιμο κίνδυνο περαιτέρω
ακρωτηριασμού της πατρίδας τους διότι σε μια τέτοια περίπτωση είναι
βέβαιο ότι η Ρωσία θα αντιδράσει στρατιωτικά με πρόσχημα την υπεράσπιση
των ομοεθνών της. Η μορφή που θα έχει η ρωσική αντίδραση θα εξαρτηθεί εν
πολλοίς από το αν το ΝΑΤΟ θα δείξει διάθεση να εμπλακεί άμεσα στις
στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η εμπλοκή μπορεί να μην είναι κατ’ ανάγκη
χερσαία, αλλά να γίνει με την είσοδο νατοϊκών πολεμικών πλοίων στη Μαύρη
Θάλασσα, ή με την αποστολή αεροπορικών δυνάμεων στην Ουκρανία, ή απλώς
με την αποστολή πολεμικού υλικού. Η στάση που θα κρατήσει η Τουρκία σε
ένα τέτοιο ενδεχόμενο ενεργού ανάμιξης του ΝΑΤΟ σε μια ουκρανορωσική
σύρραξη θα είναι αποφασιστικής σημασίας αφού ουσιαστικά ελέγχει την
πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα αλλά είναι και η ίδια μέλος του ΝΑΤΟ.
Τον Απρίλιο οι καιρικές συνθήκες είναι κατάλληλες για στρατιωτικές
επιχειρήσεις στην Κριμαία, αλλά στο Ντονμπάς δεν έχει λήξει ακόμα η
περίοδος της ανοιξιάτικης λάσπης που δυσχεραίνει πολύ τις κινήσεις μη
ερπυστριοφόρων οχημάτων εκτός ασφαλτοστρωμένων οδών. Από τις αρχές Μαΐου
όμως το έδαφος στεγνώνει αρκετά ώστε να είναι δυνατή η διεξαγωγή
στρατιωτικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας. Αν οι Ουκρανοί παρατραβήξουν
το σχοινί, δεν είναι απίθανο να επιχειρήσει ο Πούτιν να λύσει άπαξ δια
παντός το σοβαρό στρατηγικό πρόβλημα που δημιουργεί στη Ρωσία η έλλειψη
φυσικής γραμμής άμυνας απέναντι στην Ουκρανία. Αν του δοθεί η κατάλληλη
αφορμή και βεβαιωθεί ότι δεν θα επισύρει τη στρατιωτική αντίδραση του
ΝΑΤΟ, πιθανώς να στείλει τα ρωσικά στρατεύματα να καταλάβουν ολόκληρη
την ανατολική Ουκρανία και να φθάσουν μέχρι τον ποταμό Δνείπερο σε όλο
το μήκος του. Μία τέτοια κίνηση θα προσέθετε στρατηγικό βάθος στη Ρωσία
και μία εξαιρετική φυσική αμυντική γραμμή, αφού ο Δνείπερος που είναι ο
τρίτος μεγαλύτερος ποταμός της Ευρώπης φτάνει σε πλάτος ακόμη και τα 2
χιλιόμετρα και αποτελεί το σπουδαιότερο αντιαρματικό κώλυμα στην
Ανατολική Ευρώπη. Η επιχείρηση θα απαιτούσε περίπου 120.000 Ρώσους
στρατιώτες (από τις 800.000 που διαθέτουν σήμερα οι ρωσικές ένοπλες
δυνάμεις) και ίσως να μην διαρκούσε περισσότερο από 20 μέρες. Βεβαίως η
ουκρανική επικράτεια ανατολικά του Δνείπερου έχει έκταση 223.000
τετραγωνικά χιλιόμετρα και κατοικείται από 13 εκατομμύρια Ουκρανούς,
επομένως θα δημιουργηθεί μείζον διεθνές ζήτημα εισβολής και κατοχής
ξένης χώρας, και η Ρωσία πολύ δύσκολα θα ξεμπερδέψει με την κατακραυγή
που θα ξεσηκώσει εναντίον της και με τις κυρώσεις που θα της επιβληθούν.
Είναι επίσης πιθανό να αντιμετωπίσει παρατεταμένη ένοπλη αντίσταση στο
εσωτερικό της καταληφθείσας περιοχής, δηλαδή κανονικό ανταρτοπόλεμο τον
οποίο θα υποδαυλίζει το ΝΑΤΟ. Το ισοζύγιο οφέλους-κόστους όμως θα είναι
θετικό για τη Ρωσία, και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να παραβλέψουν
ούτε οι Δυτικοί ούτε φυσικά οι Ουκρανοί. Θεωρώ ότι αυτοί που σπρώχνουν
τους Ουκρανούς σε νέο πόλεμο με τη Ρωσία είναι όχι μόνο άφρονες αλλά και
εγκληματίες. Οδηγούν ουσιαστικά την Ουκρανία σε έναν εδαφικό
ακρωτηριασμό που θα ξεπερνά ακόμη και τους χειρότερους εφιάλτες των
ιθυνόντων του Κιέβου. Και βέβαια ρισκάρουν να προκαλέσουν αλυσιδωτές
αντιδράσεις που ίσως κλιμακωθούν πέρα από το επιθυμητό σημείο και
προκαλέσουν μεγάλη σύρραξη στην Ευρώπη. Γενικά ζούμε σε ένα εξαιρετικά
ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον όπου ο κίνδυνος σύγκρουσης ΗΠΑ-Ρωσίας
είναι μεγαλύτερος από ποτέ.
Η αντιπαράθεση της κυβέρνησης Μπάιντεν με τη Ρωσία είναι εκ πρώτης
όψεως ακατανόητη, δεδομένου ότι ο πραγματικά επικίνδυνος εχθρός των ΗΠΑ
σήμερα είναι η Κίνα. Τη στροφή του στρατηγικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ
προς τον Δυτικό Ειρηνικό δεν την είχε εμπνευστεί και εγκαινιάσει ο
Τραμπ, αλλά ο Ομπάμα, ο οποίος και ξεκίνησε τη μετατόπιση του κέντρου
βάρους της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος προς αυτή την περιοχή. Η
σημερινή Κίνα είναι ό,τι χειρότερο έχει εμφανιστεί στον πλανήτη μας από
την εποχή των ευρωπαϊκών ολοκληρωτικών καθεστώτων της δεκαετίας του
1930. Όπως γράφει ο Μιχάλης Ιγνατίου, «η Κίνα είναι η πιο αυταρχική χώρα
στον κόσμο και οι ηγέτες της μισούν τη Δημοκρατία. Είναι αφέλεια να
πιστεύει κανείς ότι έχουν αισθήματα για τον Άνθρωπο». Το πόσο αδίστακτο
και εγκληματικό είναι το κομμουνιστικό καθεστώς του Πεκίνου αποδείχθηκε
πρόσφατα με το ότι εξαπέλυσε βιολογικό όπλο (τον κορωνοϊό) εναντίον του
ίδιου του λαού του προκειμένου να καταστείλει την εξέγερση στο Χονγκ
Κονγκ χωρίς να αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα και να
ρισκάρει διεθνείς οικονομικές και άλλες κυρώσεις.
Άρα προκαλεί τουλάχιστον απορία γιατί η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν
εστιάζει την πίεσή της στην Κίνα αλλά στη Ρωσία. Δεν είναι μόνο το ότι
σπεύδει να προκαλέσει νέα πολεμική ανάφλεξη με την Ουκρανία, αλλά και
απειλεί με κυρώσεις ακόμη και ευρωπαϊκές χώρες-συμμάχους του ΝΑΤΟ επειδή
συμμετέχουν στην κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2 ο οποίος θα
μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στη Γερμανία παρακάμπτοντας την Ουκρανία
από όπου περνά ο αγωγός Nord Stream 1. Είναι εντελώς παράλογο το να
καλλιεργούν οι Αμερικανοί ένα κλίμα εχθρότητας με τη Ρωσία, η οποία
αποτελεί στην πραγματικότητα εν δυνάμει σύμμαχο του ΝΑΤΟ σε μια
γενικευμένη αντιπαράθεση με την Κίνα αφού και οι σινορωσικές σχέσεις
είναι σχέσεις λυκοφιλίας διότι οι δύο αυτές χώρες έχουν από δεκαετίες
αντιτιθέμενα στρατηγικά συμφέροντα. Με τη στάση της η κυβέρνηση Μπάιντεν
σπρώχνει ουσιαστικά τη Ρωσία στην αγκαλιά της Κίνας και καθιστά πιο
συμπαγή την αντιδυτική συμμαχία. Η μόνη λογική εξήγηση που μπορώ να βρω
για τον αντιρωσικό ζήλο της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι ότι οι Αμερικανοί
επιδιώκουν να καθηλώσουν στρατηγικά τη Ρωσία για το προσεχές χρονικό
διάστημα, να την κρατήσουν απασχολημένη με μία σύρραξη με την Ουκρανία
ώστε να μην μπορεί να επέμβει αλλού. Το τι ετοιμάζεται να γίνει σε
κάποιο άλλο μέτωπο, και πού θα είναι αυτό, δεν μπορούμε ακόμα να το
γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Η ένταση μεταξύ Ιράν και Ισραήλ αυξάνεται
επικίνδυνα τον τελευταίο καιρό, και δεν αποκλείεται ο πραγματικός στόχος
της κυβέρνησης Μπάιντεν να είναι ένας πόλεμος με το Ιράν, γι’ αυτό και
φροντίζει με την αναταραχή στην Ουκρανία να κρατήσει τη Ρωσία μακριά από
μία ενεργό ανάμιξη στα όσα δραματικά γεγονότα θα συμβούν προσεχώς στη
Μέση Ανατολή. Το ευρασιατικό μπλοκ όμως απέδειξε πρόσφατα ότι φροντίζει
να έχει απάντηση και σ’ αυτό το ενδεχόμενο. Έπειτα από 5 χρόνια
διαπραγματεύσεων η Κίνα έκλεισε οικονομική συμφωνία μαμούθ με το Ιράν
ύψους 400 δις δολαρίων για διάστημα 25 ετών. Άρα το Ιράν δεν θα είναι
απομονωμένο σε περίπτωση που δεχθεί επίθεση, ακόμη κι αν η Ρωσία είναι
απασχολημένη.
Η Τουρκία έχει επιλέξει να παίξει ένα πολύ παρακινδυνευμένο παιγνίδι
στην Ουκρανία. Στέλνει αφειδώς σ’ αυτή τη χώρα οπλικά συστήματα τα
οποία φυσικά θα χρησιμοποιηθούν κατά των Ρώσων, και δεν χάνει ευκαιρία
να παίρνει θέση υπέρ της Ουκρανίας για το ζήτημα της Κριμαίας, κάτι που
ενοχλεί πολύ τον Πούτιν. Ουσιαστικά η Τουρκία φαίνεται να επιχειρεί μέσω
της Ουκρανίας να χαλαρώσει τη θηλιά που αρχίζουν να σφίγγουν οι
Αμερικανοί και οι Ισραηλινοί γύρω από τον λαιμό της με την επιβολή
αυστηρότερων κυρώσεων στην πολεμική της βιομηχανία. Ο Ερντογάν πιστεύει
ότι παίρνοντας σαφή θέση υπέρ του ΝΑΤΟ και κατά της Ρωσίας στην
ουκρανική διαμάχη, θα πείσει την κυβέρνηση Μπάιντεν να «ξεπαγώσει» τις
παραδόσεις των μαχητικών αεροσκαφών F-35 και γενικά να αποκατασταθούν οι
τουρκοαμερικανικές σχέσεις. Βεβαίως κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποια θα
είναι η αντίδραση της Ρωσίας σ’ αυτό το βρώμικο παιγνίδι που παίζουν οι
Τούρκοι και με ποιον τρόπο θα τους κάνει να το πληρώσουν ακριβά.
Η Ελλάδα από την άλλη πλευρά απλούστατα δεν έχει καμία δική της
στρατηγική. Έχει επιλέξει τη γεωπολιτική αυτοεξάλειψή της, το να είναι
δηλαδή ένα απλό άβουλο εξάρτημα της αμερικανικής γεωπολιτικής
αρχιτεκτονικής, και να ακολουθεί πιστά τα κελεύσματα των Αμερικανών
ασχέτως αν αυτά βλάπτουν τα συμφέροντά της, με την ελπίδα ότι θα πάρει
ένα ξεροκόμματο ευγνωμοσύνης από τους ισχυρούς προστάτες της. Πρόκειται
για πολύ επικίνδυνη και κοντόφθαλμη στρατηγική επιλογή διότι φέρνει τη
χώρα μας αντιμέτωπη με Δυνάμεις με τις οποίες ουσιαστικά όχι μόνο δεν
μας χωρίζει τίποτα, αλλά διατηρούμε και καλές εμπορικές σχέσεις μαζί
τους.
Τον Απρίλιο του 2005 ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν είχε χαρακτηρίσει
τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 και τη μετατροπή της σε 15
ανεξάρτητα κράτη ως τη «μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού
αιώνα». Στα 21 χρόνια που ο ίδιος βρίσκεται στο τιμόνι της Ρωσίας έχει
καταβάλει τεράστια προσπάθεια να ξανακάνει τη Ρωσία πραγματικά Μεγάλη
Δύναμη, και να αποδυναμώσει ή και να διαλύσει το ΝΑΤΟ προσεταιριζόμενος
την Τουρκία η οποία αποτελεί μέλος-κλειδί της Συμμαχίας. Η Ρωσία σήμερα
είναι από πληθυσμιακή άποψη η μισή από την ΕΣΣΔ, και οικονομικά
εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα.