Τα δεινά που πέρασαν οι Πόντιοι κρυπτοχριστιανοί όταν εκδιώχθηκαν από τα χώματά τους περιγράφονται στο βιβλίο «Από τον κήπο του παππού – Αγιορειτικές Διηγήσεις Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτου», στο κεφάλαιο «Σύγχρονα Μαρτυρολόγια» του οσίου γέροντα Γαβριήλ Διονυσιάτη, που τους συνάντησε στην Κωνσταντινούπολη λίγο καιρό προτού ξεσπάσει το πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων κατοίκων της από τον μαινόμενο τουρκικό όχλο, τον Σεπτέμβριο του 1955.
Από: newsbreak.gr
«Σε μια Εκκλησία του Γαλατά στην Πόλη, όπου συχνάζουν οι ναυτικοί και ταξιδιώται ν’ ανάψουν το κεράκι τους για τους δικούς τους και το καλό ταξίδι προς τις φουρτουνιασμένες θάλασσες του Πόντου. Εκεί τη Μεγάλη Σαρακοστὴ του 1954 πήγε να λειτουργήσει και να ξομολογήσει τους Χριστιανοὺς κάποιος Γέρων Πνευματικός*, για πρώτη φορὰ επισκεπτόμενος την Πόλη».
Ετσι αρχίζει την αφήγησή του ο γέροντας Γαβριήλ, εξέχουσα μορφή του αγιορειτικού μοναχισμού των τελευταίων χρόνων. Ο ίδιος ήταν ο γέρων πνευματικός που επισκεπτόταν για πρώτη φορά την Πόλη. Πλησίαζε η Μ. Εβδομάδα και ο εφημέριος του ναού έπρεπε να εξυπηρετήσει και άλλη ενορία στην περιοχή του Γαλατά, όταν ακόμα άκμαζε η ελληνική κοινότητα. Ο εφημέριος έδειξε στον γέροντα τους βοηθητικούς χώρους του ιερού βήματος, του έδωσε ονόματα ζώντων και τεθνεώτων για μνημόνευση και τον οδήγησε σ’ ένα σκοτεινό παρεκκλήσι, συνέχεια του κυρίως ναού. Εκεί έδειξε στον ηγούμενο μια μικρή ελικοειδή σκάλα που οδηγούσε στα κατηχούμενα και του είπε ψιθυριστά ότι πάνω τον περίμεναν καμιά δεκαριά άνθρωποι που έπρεπε να εξομολογηθούν, να λειτουργηθούν και να κοινωνήσουν γιατί ήταν ξένοι, έρχονταν από μακριά και το βράδυ θα έφευγαν με το πλοίο της γραμμής.
Μετάνοια
Ο γέροντας υπάκουσε, αλλά καθώς ανέβαινε τη σκάλα, σκεφτόταν ότι δεν ήξερε άλλη γλώσσα εκτός από τα ελληνικά και προβληματιζόταν πώς θα συνεννοηθεί μαζί τους. Ανέβηκε τη σκάλα και είδε στο ημίφως του υπερώου καμιά δεκαριά άνδρες, σχετικά προχωρημένης ηλικίας. Μόλις αντίκρισαν τον γέροντα, του έβαλαν μετάνοια και ο γεροντότερος του μίλησε στην ποντιακή διάλεκτο: «Ἠμεῖς Χριστιανοί, πάτερ, ἀ σὸν Πόντον, καὶ λαλεύομεν (φιλοῦμεν) τὰ πόδα σου, νὰ ξαγουρεύουμεν καὶ μεταλάβομεν σήμερον καὶ ἀπὲς νὰ λέομεν στὴν ἁγιωσύνην σου ντὸ θέλομεν ἕνα κι ἄλλον».
Ο γέροντας Γαβριήλ είχε συναναστραφεί με Πόντιους και θυμόταν αρκετά καλά τη διάλεκτο. Ετσι, έμαθε τη συγκλονιστική ιστορία τους. Σε ολόκληρο το χωριό τους βρίσκονταν κρυπτοχριστιανοί που δεν μπόρεσαν να φύγουν για την Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών. Στις ταυτότητες τα ονόματά τους ήταν τουρκικά, Χασάν, Μεχμέτ κ.λπ., αφού επισήμως παρουσιάζονταν ως Τούρκοι, αλλά τα πραγματικά τους ήταν Γεώργιος, Παναγιώτης κ.λπ. «Είμαστε χριστιανοί, Ρωμηοί και περιμένουμε να μας γλιτώσει ο Θεός από τη σκλαβιά» του είπαν.
Ερειπωμένη
εκκλησία στον Πόντο
Υπήρχε κάποιος υποτιθέμενος Χότζας στο χωριό, όμως κι εκείνος ήταν κρυπτοχριστιανός. Ετσι, ούτε περιτομή έκαναν ούτε τις μουσουλμανικές γιορτές γιόρταζαν. Στις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης γιόρταζαν μυστικά σε υπόγειες εκκλησίες τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, την Κοίμηση της Θεοτόκου. Πριν από την ανταλλαγή πληθυσμών, ερχόταν από κανένα γειτονικό χωριό κάποιος ιερέας που τελούσε γάμους και βαπτίσεις, και λειτουργούσε στις μεγάλες γιορτές. Μετά την ανταλλαγή, όμως, στερήθηκαν αυτή τη μικρή πνευματική αναψυχή. Παπάς δεν υπήρχε πια πουθενά και οι κρυφοί χριστιανοί έρχονταν στην Πόλη εκ περιτροπής, δήθεν για δουλειές, αλλά βαπτίζονταν και μεταλάμβαναν.
Ο γέροντας άκουγε συγκλονισμένος τη διήγηση αδυνατώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του, αφού, όπως γράφει, «τοῦ ἐφαίνετο ὅτι διάβαζε συναξάρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Διοκλητιανοῦ». Εξομολογήθηκαν και κατέβηκαν στο παρεκκλήσι. Ακουσαν τη λειτουργία των προηγιασμένων μέσα στο μισοσκόταδο, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια. Οταν η εκκλησία άδειασε και έφυγε και ο καντηλανάφτης, ο γέροντας Γαβριήλ απέμεινε εκεί, υποτίθεται για να συνεχίσει την εξομολόγηση. Και τότε, έκλεισε τις πόρτες, μπήκε στο ιερό βήμα του παρεκκλησίου με τα άχραντα μυστήρια «καὶ ἐκάλεσε τοὺς μαρτυρικοὺς Κρυπτοχριστιανούς, ἵνα «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθωσι: Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Γιορίκας- Γεώργιος, τὸ τίμιον καὶ πανάσπιλον καὶ ζωοποιὸν Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν». «Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Ἀνάστας- Ἀναστάσιος».
«Να πιστεύουν στον Χριστόν και στην Ελλάδα μας»
Ο καλύτερος επίλογος είναι τα λόγια του ίδιου του γέροντα Γαβριήλ Διονυσιάτη, με τα οποία κλείνει τη διήγησή του:
«Νὰ λαλεύομέν σε, Πάτερ. Νὰ μνημονεύῃς, Πάτερ, ντὸ νὰ λέομέν σε, Πάτερ;». «Νὰ εἰπῆτε τὰς εὐχάς μου στοὺς Χριστιανούς μας, νὰ εἶναι καλοὶ Χριστιανοί, νὰ πιστεύουν στὸν Χριστόν μας καὶ στὴν Ἑλλάδα μας καὶ ὁ Θεὸς θὰ τοὺς εὐλογῇ, ἡ Πατρίδα μας θὰ τοὺς σκέφτεται πάντοτε καὶ ἐγὼ δὲν θὰ σᾶς λησμονήσω ποτέ». Καὶ πῶς νὰ τοὺς λησμονήσῃ, ὅπου τὰ δάκρυά των κατέβρεξαν τὰς χεῖρας του, πῶς νὰ μὴν ἐνθυμῆται τὴν ἄκραν εὐλάβειάν των καὶ τὰ περιστατικά των, ὅμοια πρὸς τὰ τῶν Χριστιανῶν τῶν πρώτων αἰώνων, πῶς νὰ ξεχάσῃ τὴν κατακόμβην τοῦ Παρεκκλησίου τῆς Γοργοεπηκόου; Πάντοτε τοὺς ἐνθυμεῖται καὶ ἀρκεῖται ἤδη ἐν γήρει εἰς τὸ ψαλμικόν: «Μνήσθητι, Κύριε, τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ σπαραγμοῦ τῶν πενήτων·Κύριε, ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου καὶ σωθησόμεθα»…
Το μυστικό που αποκάλυψαν στον γέροντα, η μυστική εξομολόγηση και η βάπτιση τα μεσάνυχτα
Μετά την ευχαριστία και την απόλυση, οι κρυπτοχριστιανοί εκμυστηρεύτηκαν στον γέροντα ότι είχαν φέρει τις γυναίκες τους και τέσσερα παιδιά και ήθελαν να τα βαπτίσει και να τα μυρώσει το επόμενο πρωί, γιατί ο ιερέας της ενορίας δίσταζε να το κάνει, φοβούμενος μη γίνει αντιληπτός από τις τουρκικές Αρχές: «Πάτερ, κουρπὰν (άγιε) Πάτερ, ποῖσον τα Χριστιανούς. Στὸ Χριστὸ καὶ στὴν Παναγίαν τὴν Σουμελὰν ὁρκίζομέν σε, Πάτερ, ποῖσον τὸ καλὸν ἀ σὲ μᾶς τὰ παιδὶα σου». Ο γέροντας τους θύμισε ότι το βράδυ θα έφευγαν με το πλοίο, όμως εκείνοι του αποκάλυψαν ότι αναγκάστηκαν να πουν ψέματα, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τον σκοπό τους χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. «Ντὸ νὰ κάνουμεν, Πάτερ; Ὁ Θεὸν νὰ λυπᾶται τὰ μέτεραν τὰ βάσαναν». Το βράδυ ήρθαν οι γυναίκες και τα παιδιά και έμειναν στο δωμάτιό του. Ο ίδιος με κάποια πρόφαση θα έλειπε. Ετσι, από το σούρουπο και μετά, άρχισαν να έρχονται λίγοι λίγοι, με προφύλαξη. Εξομολογήθηκαν οι γυναίκες και τα μεσάνυχτα βάπτισαν τα παιδιά, τα μύρωσαν και εκκλησιάστηκαν στο παρεκκλήσι. Οι γυναίκες και τα παιδιά κοιμήθηκαν στο δωμάτιο, ενώ οι άντρες με τον γέροντα ξημερώθηκαν στον ναό. Ο γέροντας τους έκανε ευχέλαιο και την παράκληση της Παναγίας και όσο διάβαζε, έβλεπε τους μαρτυρικούς κρυπτοχριστιανούς, άντρες και γυναίκες, να ψιθυρίζουν γονατιστοί το «Κύριε ελέησον».
Οταν ξημέρωσε, οι γεροντότεροι ζήτησαν από τον π. Γαβριήλ τη χάρη να τους κάνει Ανάσταση, καθώς είχαν πολλά χρόνια ν’ ακούσουν την αναστάσιμη λειτουργία: «Νὰ διῆς μας, Πάτερ, λειτουργίαν, νὰ δίομεν σαμέτερα τὰ παιδία, Πάσχα ἔρχετεν, Πάτερ, καὶ νὰ κάνῃς μας καὶ ἵναν ἀνάστασιν, ν’ ἀκούσουμε «Χριστὸς ἀνέστη», Πάτερ, κι’ ἀπὲς ἂς πεθάσκομεν». Του έδωσαν ένα σακί χώμα για να το διαβάσει και να το ρίξουν στους τάφους των κεκοιμημένων τους, που θάβονταν «αδιάβαστοι» καθώς δεν υπήρχε πλέον ιερέας. Ο γέροντας τους είπε να έλθουν πάλι το βράδυ και τότε τους μίλησε για την πίστη μας, συμβουλεύοντάς τους να είναι σταθεροί σ’ αυτήν και να έχουν ελπίδα στον Χριστό, πως μια μέρα τα βάσανά τους θα τελειώσουν. Εκείνοι τον διέκοπταν κάθε τόσο με ερωτήσεις για την κατάσταση στην Ελλάδα και τον βασιλιά Κωνσταντίνο (τον Α΄). Οταν ο Πνευματικός τους είπε ότι πέθανε, άρχισαν να κλαίνε, αλλά τους παρηγόρησε λέγοντάς τους ότι ο Θεός θα στείλει άλλον ηγέτη να τους ελευθερώσει, αρκεί να έχουν υπομονή και αγάπη μεταξύ τους.
Οταν κατέβηκαν στην εκκλησία, διάβασε τη νεκρώσιμη ακολουθία με τα ονόματα των τεθνεώτων «επί του χώματος», τους έστειλε να ξεκουραστούν λίγο και «όρθρου βαθέος» τους ξύπνησε για την Ανάσταση. Κάλεσε τον μεγαλύτερο και του είπε να πάρει από το παγκάρι κεριά όσα και οι κάτοικοι του χωριού τους και να μοιράσει από δέκα στους εκκλησιαζομένους. Την καθορισμένη ώρα βγήκε από την Ωραία Πύλη με αναμμένη λαμπάδα και έψαλε με φωνή παλλόμενη από συγκίνηση το «Δεῦτε λάβετε φῶς». Αναψαν τα κεριά, διάβασε το ευαγγέλιο της Αναστάσεως και μετά έψαλλε το Χριστός Ανέστη. Οταν στράφηκε προς τους κρυφούς εκείνους χριστιανούς, τους είδε όλους αγκαλιασμένους να ασπάζονται κλαίγοντας ο ένας τον άλλον.
Ο γέροντας πήρε με συγκίνηση τα νεοφώτιστα παιδιά στην αγκαλιά του, τα φίλησε και τους είπε λόγους παρηγορητικούς: «Καὶ τὸ Γένος θ’ ἀναστηθῇ μίαν ἡμέραν ὁλόκληρον, καὶ ἡνωμένον θὰ ἑορτάζῃ πλέον τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, ὡς μία οἰκογένεια». Τους είπε μόλις πάνε στο χωριό να μοιράσουν τα κεριά στους χωριανούς, βαπτισμένους και μη, να ψάλλουν όλοι το Χριστός Ανέστη και θα τους έδινε θεία κοινωνία για να μεταλάβουν οι βαπτισμένοι και οι στεφανωμένοι. Τους διάβασε την ακολουθία της θείας μεταλήψεως και τους κάλεσε πάλι να μεταλάβουν, αρχίζοντας από τα νεοφώτιστα. Οι μεγαλύτεροι τον ρώτησαν με συστολή αν επιτρέπεται να μεταλάβουν ξανά, αλλά ο διακριτικός πνευματικός τους ενθάρρυνε, λέγοντας: «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε, πηγῆς ἀθανάτου γεύσασθε».
Τη στιγμή του αποχαιρετισμού, ένας βουβός θρήνος κατέκλυσε την αίθουσα που συγκεντρώθηκαν. Εκείνοι δεν ήθελαν να τον αφήσουν, αυτός δεν μπορούσε να τους ξεπροβοδίσει έξω από την εκκλησία.