Η κλιμάκωση της έντασης έχει έρθει σε μία κρίσιμη στιγμή για την ισραηλινή πολιτική, η οποία δύναται να δώσει ή να πάρει ευκαιρίες από τους βασικούς πολιτικούς παίκτες
Από: simerini.sigmalive.com
Γιάννης Γιωργαλλής
Η κλιμάκωση της στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων κατά τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία δεν είναι τυχαία. Αντίθετα, και οι δύο πλευρές έχουν τους λόγους τους να τροφοδοτούν και να κλιμακώνουν την ένταση, μέχρι να εξασφαλίσουν τα «κέρδη» τους από αυτήν την αντιπαράθεση. Από πλευράς Παλαιστινίων γίνεται πλέον ξεκάθαρο ότι η αναβολή της εκλογικής διαδικασίας «αναγκάζει» τη Χαμάς να αναζητάει διαφορετική διέξοδο για να πετύχει τους στόχους της. Η ισραηλινή πλευρά δε συνεχίζει να βρίσκεται σε κατάσταση πολιτικής αβεβαιότητας, απότοκο της αδυναμίας σχηματισμού Κυβέρνησης. Έτσι τίθεται το ερώτημα πώς η ένταση επηρεάζει το στρατόπεδο των «αντι-Νετανιάχου» και με ποιον τρόπο μπορεί να εκμεταλλευτεί την κρίση ο υπηρεσιακός Πρωθυπουργός, Βενιαμίν Νετανιάχου. Την ίδια ώρα στο μικροσκόπιο μπαίνει η στάση των ΗΠΑ και οι κατηγορίες για λάθος χειρισμούς που οδήγησαν σε αυτήν την κρίση.
Οι λόγοι της έντασης
Η σύγκρουση μεταξύ της Χαμάς και του εβραϊκού κράτους δεν δείχνει κανένα σημάδι αποκλιμάκωσης, δημιουργώντας ερωτήματα για τους λόγους για τους οποίους η έκρυθμη κατάσταση ανατροφοδοτείται και διατηρείται σε τόσο υψηλά επίπεδα.
Αναλυτές υποστηρίζουν ότι η αναζωπύρωση της έντασης ήρθε σε μια «βολική» χρονική συγκυρία και για τα δύο μέρη. Για τη Χαμάς, οι εκτοξεύσεις των ρουκετών αποτελούν επιβεβαίωση του ρόλου της οργάνωσης ως υπερασπιστή των Παλαιστινίων, εάν μπει μάλιστα στην εξίσωση η πρόσφατη αναβολή των εκλογών από το αντίπαλον δέος, τον Μαχμούντ Αμπάς.
Μιλώντας στην Πρώτη Εκπομπή ο Διεθνολόγος και Διευθυντής ΚΥΚΕΜ, Χρήστος Ιακώβου, εξήγησε ότι από το 2007 η παλαιστινιακή κοινωνία είναι βαθύτατα διχασμένη. Από τη μια, στη Δυτική Όχθη, περιοχή που κατοικείται από τρία εκατομμύρια Παλαιστινίους, τον έλεγχο διατηρεί η Φάταχ του Μαχμούντ Αμπάς (διαδόχου του Γιάσερ Αράφατ), ο οποίος αναγνωρίζεται ως πρόεδρος μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή. Από την άλλη, στη Λωρίδα της Γάζας, η οποία είναι πολύ πυκνοκατοικημένη περιοχή, βρίσκεται ο πρώην Πρωθυπουργός, Ισμαήλ Χανίγια, τον οποίο έχει καθαιρέσει ο Αμπάς και είναι ο ηγέτης της Χαμάς. Τον Απρίλιο ο Αμπάς ανέβαλε επ’ αόριστον τις εκλογές επικαλούμενος την ασάφεια που δημιουργήθηκε κατά πόσον οι Εβραίοι θα επέτρεπαν στους Παλαιστινίους της Ανατολικής Ιερουσαλήμ να ψηφίσουν. Αλλά, σύμφωνα με τον ειδικό, ο πραγματικός λόγος για τον οποίον ο Αμπάς ανέβαλε τις εκλογές είναι επειδή γνώριζε πολύ καλά ότι σε μια εκλογική αναμέτρηση θα κέρδιζε η Χαμάς.
Επιπρόσθετα, η αδυναμία δημιουργίας Κυβέρνησης στο Ισραήλ ανατροφοδοτεί την προσπάθεια της Χαμάς να παίξει έναν μεγαλύτερο πολιτικό ρόλο, βάζοντας κάτω από τις φτερούγες της ομάδες Αράβων στη Δυτική Όχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ αλλά και στο εσωτερικό του Ισραήλ.
Υπό κατάρρευση οι προσπάθειες δημιουργίας Κυβέρνησης
Ο κανόνας μέχρι τώρα ήθελε την ισραηλινή αντιπολίτευση σε περιόδους εντάσεων είτε να «σιωπά» είτε κατά κάποιο τρόπο να στηρίζει την Κυβέρνηση. Αυτήν τη φορά όμως τα πράγματα μοιάζουν να είναι διαφορετικά.
Εν μέσω της κλιμάκωσης των αιματηρών ανταλλαγών πυρών με τους ισλαμιστές και τη Χαμάς και των ταραχών εντός των πόλεων με μεικτό αραβοϊσραηλινό πληθυσμό, ο κύριος αντίπαλος του Νετανιάχου κατηγόρησε τον υπηρεσιακό Πρωθυπουργό για το χάος στο οποίο βρίσκεται η χώρα, υποσχόμενος ότι θα τον εκδιώξει.
Ο Γιαΐρ Λαπίντ, ο κεντρώος ηγέτης της αντιπολίτευσης, είχε αναφέρει ότι τα γεγονότα των τελευταίων ημερών «δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογία για τη διατήρηση του Νετανιάχου και της κυβέρνησής του στη θέση του». Σε δήλωση που δημοσίευσε στο Facebook έγραψε ότι «είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο πρέπει να αντικατασταθεί το συντομότερο δυνατόν».
Η κλιμάκωση της έντασης έχει έρθει σε μια κρίσιμη στιγμή για την ισραηλινή πολιτική, η οποία δύναται να δώσει ή να πάρει ευκαιρίες από τους βασικούς πολιτικούς παίκτες.
Δεν λησμονείται ότι μετά από τέσσερεις εκλογικές αναμετρήσεις σε δύο χρόνια η εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης γλίστρησε από τα χέρια του Μπίμπι, αφού δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τους απαραίτητους συμμάχους. Πλέον η διερευνητική εντολή πήγε στον Λαπίντ, ο οποίος έχει την ευκαιρία να επιχειρήσει τον σχηματισμό Κυβέρνησης που θα μπορούσε να πάρει τα ηνία της χώρας με πλειοψηφία και ψήφο εμπιστοσύνης στο Κοινοβούλιο. Όσον αφορά τον δικό του συνασπισμό, δεν αποκλείεται να αποτελείται από μικρά κόμματα με αντικρουόμενες ιδεολογίες και πολιτικές θέσεις.
Για τον ηγέτη της αντιπολίτευσης, σύμφωνα με αναλυτές, η έκρυθμη κατάσταση στη χώρα μπορεί να είναι δίκοπο μαχαίρι στις προσπάθειες να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Από τη μια υπάρχει η άποψη ότι οι εχθροί του Νετανιάχου πλέον θέλουν περισσότερο από ποτέ να τον δουν να αποχωρεί, αφού του χρεώνουν αποτυχίες διαχείρισης που οδήγησαν τελικά σε αυτήν την κατάσταση.
Από την άλλη, όμως, ειδικοί υπογραμμίζουν ότι η κρίση έφερε στην επιφάνεια τις σημαντικές διαφορές στο στρατόπεδο των «αντι-Νετανιάχου». Μάλιστα, δεν περνάει απαρατήρητη η σημαντική επιβράδυνση των συνομιλιών για δημιουργία συνασπισμού μετά τις συγκρούσεις, αφήνοντας περιθώριο στους συμμάχους του να ελιχθούν και να κάνουν τις κινήσεις τους.
Το αραβικό αίνιγμα
Ανάλυση των New York Times αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο που μπορεί να παίξει το αραβικό κόμμα Ράαμ του Μανσούρ Αμπάς, αλλά και τη δύσκολη θέση που το οδηγεί η εντεινόμενη κρίση στη χώρα.
Όπως έχει διαφανεί από τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων στις εκλογές, το Ράαμ θα είχε ρυθμιστικό ρόλο στην Κνεσέτ. Παραδοσιακά, τα αραβικά κόμματα δεν συμμετείχαν σε συνασπισμούς Κυβερνήσεων, ενώ τα κυρίαρχα κόμματα εμφανίζονταν διστακτικά ως προς την προσέγγιση για κάρπωση αραβικών ψήφων στο Κοινοβούλιο. Από την πλευρά τους τα αραβικά κόμματα εύλογα δεν είχαν πρόθεση να συμμετάσχουν σε Κυβερνήσεις και να επωμιστούν πολιτική ευθύνη για τις στρατιωτικές ενέργειες του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων.
Εντούτοις, σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση ο Αμπάς δεν έκρυψε τις προθέσεις του για συμμετοχή σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό. Αφού δεν απέδωσαν καρπούς οι συζητήσεις με τον Νετανιάχου, στράφηκε προς τον Λαπίντ, αλλά το ξέσπασμα της κρίσης ανέστειλε τις συζητήσεις για τη συμμετοχή του Ραάμ στον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού. Πολλοί αναλυτές πάντως θεωρούν ότι οι εντεινόμενες συγκρούσεις μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων θα δημιουργήσουν νέα εμπόδια στη συμμετοχή του Αμπάς σε έναν συνασπισμό.
Από την άλλη, η κλιμάκωση της έντασης δεν αποκλείεται να αποτελέσει μια χρυσή ευκαιρία για τον Νετανιάχου, ώστε να παίξει τον ρόλο του «μάχιμου» ηγέτη τη στιγμή που οι πολιτικοί αντίπαλοί του θα προσπαθούν να παραμερίσουν τις θεμελιώδεις διαφορές τους για να σχηματίσουν Κυβέρνηση. Ειδικοί συμφωνούν ότι ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός «είναι ακριβώς εκεί που θέλει να είναι, στη μέση μιας μεγάλης κρίσης όπου δύσκολα κάποιος θα ήθελε αλλαγή πρωθυπουργού ή υπουργού Άμυνας».
Μάλιστα, λόγω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης δεν αποκλείεται να επαναληφθεί ο προηγούμενος συνασπισμός και ο Νετανιάχου να πείσει τον Γκαντζ να σταθεί ξανά στο πλευρό του ως «συγκυβερνήτης του πλοίου», παρά το ναυάγιο του βραχύβιου συνοικεσίου τους.
Η «αποτυχία» των ΗΠΑ
Ο αρχικός δισταγμός της νέα αμερικανικής ηγεσίας να ασχοληθεί σε βάθος με διένεξη στη Μέση Ανατολή θεωρείται ότι δημιούργησε ένα κενό εξουσίας, το οποίο επιδείνωσε την πολιτική αβεβαιότητα στο Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Αρχή και οδήγησε τελικά στην ανάφλεξη της βίας στην περιοχή.
Ενδεικτική είναι η «κοινή» φωνή διαμαρτυρίας τόσο των Ισραηλινών όσο και των Παλαιστινίων για το κάλεσμα της Κυβέρνησης Μπάιντεν να απέχουν από τις συγκρούσεις κατά τα επεισόδια των προηγούμενων ημερών στην Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Από την πλευρά του το Ισραήλ διά στόματος του πρέσβη στις ΗΠΑ, Gilad Erdan, ξεκαθάρισε ότι δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιείς το ίδιο λεκτικό στους ηγέτες του Ισραήλ και τις τρομοκρατικές οργανώσεις που εκτοξεύουν πυραύλους και ρουκέτες. Από την άλλη, οι Παλαιστίνιοι εμφανίστηκαν δυσαρεστημένοι από την «παράλυση» του Συμβουλίου Ασφαλείας από τις ΗΠΑ και την αδυναμία έκδοσης μιας κοινής δήλωσης.
Εκπρόσωποι και των δύο πλευρών φαίνεται ότι συμφωνούν στο γεγονός ότι η διοίκηση Μπάιντεν δεν ακολουθεί μια συντονισμένη πολιτική αλλά αντίθετα στέλνει συγκεχυμένα μηνύματα στα αντιμαχόμενα μέρη, κανένα από τα οποία δεν πείθεται να ακούσει ή να υποχωρήσει.
Πάντως ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου είχε επιδοκιμαστεί από μερίδα αναλυτών για την απόρριψη της στρατηγικής της Κυβέρνησης Τραμπ υπέρ του Ισραήλ και τη μερική στροφή προς τους Παλαιστινίους, με την αποκατάσταση της οικονομικής βοήθειας και τις διπλωματικές επαφές. Όμως, ο Μπάιντεν διατήρησε κάποια βασικά στοιχεία των πολιτικών του προκατόχου του, όπως οι σταθερές θέσεις των ΗΠΑ για την Ιερουσαλήμ και τους ισραηλινούς εποικισμούς. Το επιχείρημα για τη διατήρηση αυτών των θέσεων είναι ότι δεν μπορούν να επιτευχθούν πολλά με άμεσες και μεγάλες αλλαγές στο Μεσανατολικό ζήτημα.
Αυτό όμως δεν μοιάζει να είναι αρκετό για την ισραηλινή πλευρά, η οποία φοβάται ότι ακόμα και η ελάχιστη μετακίνηση από τη σκληρή γραμμή του Τραμπ απέναντι στους Παλαιστινίους θα αποτελέσει κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια της χώρας.
Γιάννης Γιωργαλλής
Η κλιμάκωση της στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων κατά τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία δεν είναι τυχαία. Αντίθετα, και οι δύο πλευρές έχουν τους λόγους τους να τροφοδοτούν και να κλιμακώνουν την ένταση, μέχρι να εξασφαλίσουν τα «κέρδη» τους από αυτήν την αντιπαράθεση. Από πλευράς Παλαιστινίων γίνεται πλέον ξεκάθαρο ότι η αναβολή της εκλογικής διαδικασίας «αναγκάζει» τη Χαμάς να αναζητάει διαφορετική διέξοδο για να πετύχει τους στόχους της. Η ισραηλινή πλευρά δε συνεχίζει να βρίσκεται σε κατάσταση πολιτικής αβεβαιότητας, απότοκο της αδυναμίας σχηματισμού Κυβέρνησης. Έτσι τίθεται το ερώτημα πώς η ένταση επηρεάζει το στρατόπεδο των «αντι-Νετανιάχου» και με ποιον τρόπο μπορεί να εκμεταλλευτεί την κρίση ο υπηρεσιακός Πρωθυπουργός, Βενιαμίν Νετανιάχου. Την ίδια ώρα στο μικροσκόπιο μπαίνει η στάση των ΗΠΑ και οι κατηγορίες για λάθος χειρισμούς που οδήγησαν σε αυτήν την κρίση.
Οι λόγοι της έντασης
Η σύγκρουση μεταξύ της Χαμάς και του εβραϊκού κράτους δεν δείχνει κανένα σημάδι αποκλιμάκωσης, δημιουργώντας ερωτήματα για τους λόγους για τους οποίους η έκρυθμη κατάσταση ανατροφοδοτείται και διατηρείται σε τόσο υψηλά επίπεδα.
Αναλυτές υποστηρίζουν ότι η αναζωπύρωση της έντασης ήρθε σε μια «βολική» χρονική συγκυρία και για τα δύο μέρη. Για τη Χαμάς, οι εκτοξεύσεις των ρουκετών αποτελούν επιβεβαίωση του ρόλου της οργάνωσης ως υπερασπιστή των Παλαιστινίων, εάν μπει μάλιστα στην εξίσωση η πρόσφατη αναβολή των εκλογών από το αντίπαλον δέος, τον Μαχμούντ Αμπάς.
Μιλώντας στην Πρώτη Εκπομπή ο Διεθνολόγος και Διευθυντής ΚΥΚΕΜ, Χρήστος Ιακώβου, εξήγησε ότι από το 2007 η παλαιστινιακή κοινωνία είναι βαθύτατα διχασμένη. Από τη μια, στη Δυτική Όχθη, περιοχή που κατοικείται από τρία εκατομμύρια Παλαιστινίους, τον έλεγχο διατηρεί η Φάταχ του Μαχμούντ Αμπάς (διαδόχου του Γιάσερ Αράφατ), ο οποίος αναγνωρίζεται ως πρόεδρος μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή. Από την άλλη, στη Λωρίδα της Γάζας, η οποία είναι πολύ πυκνοκατοικημένη περιοχή, βρίσκεται ο πρώην Πρωθυπουργός, Ισμαήλ Χανίγια, τον οποίο έχει καθαιρέσει ο Αμπάς και είναι ο ηγέτης της Χαμάς. Τον Απρίλιο ο Αμπάς ανέβαλε επ’ αόριστον τις εκλογές επικαλούμενος την ασάφεια που δημιουργήθηκε κατά πόσον οι Εβραίοι θα επέτρεπαν στους Παλαιστινίους της Ανατολικής Ιερουσαλήμ να ψηφίσουν. Αλλά, σύμφωνα με τον ειδικό, ο πραγματικός λόγος για τον οποίον ο Αμπάς ανέβαλε τις εκλογές είναι επειδή γνώριζε πολύ καλά ότι σε μια εκλογική αναμέτρηση θα κέρδιζε η Χαμάς.
Επιπρόσθετα, η αδυναμία δημιουργίας Κυβέρνησης στο Ισραήλ ανατροφοδοτεί την προσπάθεια της Χαμάς να παίξει έναν μεγαλύτερο πολιτικό ρόλο, βάζοντας κάτω από τις φτερούγες της ομάδες Αράβων στη Δυτική Όχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ αλλά και στο εσωτερικό του Ισραήλ.
Υπό κατάρρευση οι προσπάθειες δημιουργίας Κυβέρνησης
Ο κανόνας μέχρι τώρα ήθελε την ισραηλινή αντιπολίτευση σε περιόδους εντάσεων είτε να «σιωπά» είτε κατά κάποιο τρόπο να στηρίζει την Κυβέρνηση. Αυτήν τη φορά όμως τα πράγματα μοιάζουν να είναι διαφορετικά.
Εν μέσω της κλιμάκωσης των αιματηρών ανταλλαγών πυρών με τους ισλαμιστές και τη Χαμάς και των ταραχών εντός των πόλεων με μεικτό αραβοϊσραηλινό πληθυσμό, ο κύριος αντίπαλος του Νετανιάχου κατηγόρησε τον υπηρεσιακό Πρωθυπουργό για το χάος στο οποίο βρίσκεται η χώρα, υποσχόμενος ότι θα τον εκδιώξει.
Ο Γιαΐρ Λαπίντ, ο κεντρώος ηγέτης της αντιπολίτευσης, είχε αναφέρει ότι τα γεγονότα των τελευταίων ημερών «δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογία για τη διατήρηση του Νετανιάχου και της κυβέρνησής του στη θέση του». Σε δήλωση που δημοσίευσε στο Facebook έγραψε ότι «είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο πρέπει να αντικατασταθεί το συντομότερο δυνατόν».
Η κλιμάκωση της έντασης έχει έρθει σε μια κρίσιμη στιγμή για την ισραηλινή πολιτική, η οποία δύναται να δώσει ή να πάρει ευκαιρίες από τους βασικούς πολιτικούς παίκτες.
Δεν λησμονείται ότι μετά από τέσσερεις εκλογικές αναμετρήσεις σε δύο χρόνια η εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης γλίστρησε από τα χέρια του Μπίμπι, αφού δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τους απαραίτητους συμμάχους. Πλέον η διερευνητική εντολή πήγε στον Λαπίντ, ο οποίος έχει την ευκαιρία να επιχειρήσει τον σχηματισμό Κυβέρνησης που θα μπορούσε να πάρει τα ηνία της χώρας με πλειοψηφία και ψήφο εμπιστοσύνης στο Κοινοβούλιο. Όσον αφορά τον δικό του συνασπισμό, δεν αποκλείεται να αποτελείται από μικρά κόμματα με αντικρουόμενες ιδεολογίες και πολιτικές θέσεις.
Για τον ηγέτη της αντιπολίτευσης, σύμφωνα με αναλυτές, η έκρυθμη κατάσταση στη χώρα μπορεί να είναι δίκοπο μαχαίρι στις προσπάθειες να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Από τη μια υπάρχει η άποψη ότι οι εχθροί του Νετανιάχου πλέον θέλουν περισσότερο από ποτέ να τον δουν να αποχωρεί, αφού του χρεώνουν αποτυχίες διαχείρισης που οδήγησαν τελικά σε αυτήν την κατάσταση.
Από την άλλη, όμως, ειδικοί υπογραμμίζουν ότι η κρίση έφερε στην επιφάνεια τις σημαντικές διαφορές στο στρατόπεδο των «αντι-Νετανιάχου». Μάλιστα, δεν περνάει απαρατήρητη η σημαντική επιβράδυνση των συνομιλιών για δημιουργία συνασπισμού μετά τις συγκρούσεις, αφήνοντας περιθώριο στους συμμάχους του να ελιχθούν και να κάνουν τις κινήσεις τους.
Το αραβικό αίνιγμα
Ανάλυση των New York Times αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο που μπορεί να παίξει το αραβικό κόμμα Ράαμ του Μανσούρ Αμπάς, αλλά και τη δύσκολη θέση που το οδηγεί η εντεινόμενη κρίση στη χώρα.
Όπως έχει διαφανεί από τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων στις εκλογές, το Ράαμ θα είχε ρυθμιστικό ρόλο στην Κνεσέτ. Παραδοσιακά, τα αραβικά κόμματα δεν συμμετείχαν σε συνασπισμούς Κυβερνήσεων, ενώ τα κυρίαρχα κόμματα εμφανίζονταν διστακτικά ως προς την προσέγγιση για κάρπωση αραβικών ψήφων στο Κοινοβούλιο. Από την πλευρά τους τα αραβικά κόμματα εύλογα δεν είχαν πρόθεση να συμμετάσχουν σε Κυβερνήσεις και να επωμιστούν πολιτική ευθύνη για τις στρατιωτικές ενέργειες του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων.
Εντούτοις, σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση ο Αμπάς δεν έκρυψε τις προθέσεις του για συμμετοχή σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό. Αφού δεν απέδωσαν καρπούς οι συζητήσεις με τον Νετανιάχου, στράφηκε προς τον Λαπίντ, αλλά το ξέσπασμα της κρίσης ανέστειλε τις συζητήσεις για τη συμμετοχή του Ραάμ στον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού. Πολλοί αναλυτές πάντως θεωρούν ότι οι εντεινόμενες συγκρούσεις μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων θα δημιουργήσουν νέα εμπόδια στη συμμετοχή του Αμπάς σε έναν συνασπισμό.
Από την άλλη, η κλιμάκωση της έντασης δεν αποκλείεται να αποτελέσει μια χρυσή ευκαιρία για τον Νετανιάχου, ώστε να παίξει τον ρόλο του «μάχιμου» ηγέτη τη στιγμή που οι πολιτικοί αντίπαλοί του θα προσπαθούν να παραμερίσουν τις θεμελιώδεις διαφορές τους για να σχηματίσουν Κυβέρνηση. Ειδικοί συμφωνούν ότι ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός «είναι ακριβώς εκεί που θέλει να είναι, στη μέση μιας μεγάλης κρίσης όπου δύσκολα κάποιος θα ήθελε αλλαγή πρωθυπουργού ή υπουργού Άμυνας».
Μάλιστα, λόγω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης δεν αποκλείεται να επαναληφθεί ο προηγούμενος συνασπισμός και ο Νετανιάχου να πείσει τον Γκαντζ να σταθεί ξανά στο πλευρό του ως «συγκυβερνήτης του πλοίου», παρά το ναυάγιο του βραχύβιου συνοικεσίου τους.
Η «αποτυχία» των ΗΠΑ
Ο αρχικός δισταγμός της νέα αμερικανικής ηγεσίας να ασχοληθεί σε βάθος με διένεξη στη Μέση Ανατολή θεωρείται ότι δημιούργησε ένα κενό εξουσίας, το οποίο επιδείνωσε την πολιτική αβεβαιότητα στο Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Αρχή και οδήγησε τελικά στην ανάφλεξη της βίας στην περιοχή.
Ενδεικτική είναι η «κοινή» φωνή διαμαρτυρίας τόσο των Ισραηλινών όσο και των Παλαιστινίων για το κάλεσμα της Κυβέρνησης Μπάιντεν να απέχουν από τις συγκρούσεις κατά τα επεισόδια των προηγούμενων ημερών στην Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Από την πλευρά του το Ισραήλ διά στόματος του πρέσβη στις ΗΠΑ, Gilad Erdan, ξεκαθάρισε ότι δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιείς το ίδιο λεκτικό στους ηγέτες του Ισραήλ και τις τρομοκρατικές οργανώσεις που εκτοξεύουν πυραύλους και ρουκέτες. Από την άλλη, οι Παλαιστίνιοι εμφανίστηκαν δυσαρεστημένοι από την «παράλυση» του Συμβουλίου Ασφαλείας από τις ΗΠΑ και την αδυναμία έκδοσης μιας κοινής δήλωσης.
Εκπρόσωποι και των δύο πλευρών φαίνεται ότι συμφωνούν στο γεγονός ότι η διοίκηση Μπάιντεν δεν ακολουθεί μια συντονισμένη πολιτική αλλά αντίθετα στέλνει συγκεχυμένα μηνύματα στα αντιμαχόμενα μέρη, κανένα από τα οποία δεν πείθεται να ακούσει ή να υποχωρήσει.
Πάντως ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου είχε επιδοκιμαστεί από μερίδα αναλυτών για την απόρριψη της στρατηγικής της Κυβέρνησης Τραμπ υπέρ του Ισραήλ και τη μερική στροφή προς τους Παλαιστινίους, με την αποκατάσταση της οικονομικής βοήθειας και τις διπλωματικές επαφές. Όμως, ο Μπάιντεν διατήρησε κάποια βασικά στοιχεία των πολιτικών του προκατόχου του, όπως οι σταθερές θέσεις των ΗΠΑ για την Ιερουσαλήμ και τους ισραηλινούς εποικισμούς. Το επιχείρημα για τη διατήρηση αυτών των θέσεων είναι ότι δεν μπορούν να επιτευχθούν πολλά με άμεσες και μεγάλες αλλαγές στο Μεσανατολικό ζήτημα.
Αυτό όμως δεν μοιάζει να είναι αρκετό για την ισραηλινή πλευρά, η οποία φοβάται ότι ακόμα και η ελάχιστη μετακίνηση από τη σκληρή γραμμή του Τραμπ απέναντι στους Παλαιστινίους θα αποτελέσει κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια της χώρας.