Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου την ευθύνη ασφάλειας της Κρήτης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Ελληνικής Κυβέρνησης, ανέλαβε η Βρετανία, λόγω της γεωγραφικής θέσης και της στρατηγικής σημασίας που είχε η νήσος για τα βρετανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή. Η V Μεραρχία, η οποία στάθμευε μέχρι τότε στην Κρήτη, επιστρατεύτηκε και μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου και χρησιμοποιήθηκε στο Αλβανικό Θέατρο Επιχειρήσεων.
Στο τέλος Απριλίου του 1941, και ενώ η υπόλοιπη Ελλάδα είχε ήδη κυριευθεί από τις δυνάμεις του Άξονα, τη διοίκηση των Βρετανο-Eλληνικών Δυνάμεων Κρήτης ανέλαβε ο Διοικητής της 2ας Νεοζηλανδικής Μεραρχίας Υποστράτηγος Φράιμπεργκ. Μέχρι τότε οριστικά σχέδια για την άμυνα της νήσου δεν είχαν εκπονηθεί και οι προπαρασκευές για την αντιμετώπιση σοβαρής εχθρικής εισβολής ελάχιστα είχαν προχωρήσει, παρ’ όλο που η γερμανική επίθεση θεωρούνταν ως επικείμενη. Η συνολική στρατιωτική δύναμη της Κρήτης, μετά την ενίσχυσή της και από τις δυνάμεις που μεταφέρθηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα, ανερχόταν σε περίπου 11.500 Έλληνες και 31.500 Βρετανούς, μειονεκτούσε όμως σοβαρά σε θέματα εξοπλισμού, αφού ο οπλισμός, τα πυρομαχικά και τα άλλα εφόδια βρίσκονταν πολύ κάτω της παραδεκτής αναλογίας. Πέρα απ’ αυτό αεροπορία στη νήσο δεν υπήρχε, ενώ τα διατιθέμενα πυροβόλα και άρματα ήταν ανεπαρκή.
Ο Υποστράτηγος Φράιμπεργκ μελέτησε την κατάσταση και ζήτησε από τον Αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής την άμεση αποστολή στη νήσο όπλων, πυρομαχικών και λοιπών μέσων και εφοδίων, καθώς και την παροχή αεροπορικής και ναυτικής υποστήριξης. Δυστυχώς, από τα υλικά που στάλθηκαν στη νήσο έφτασαν λιγότερα από τα μισά, εξαιτίας της δράσης της εχθρικής αεροπορίας.
Οι στρατιωτικές δυνάμεις Κρήτης, με βάση τη σπουδαιότητα και την ευπάθεια των στρατηγικών σημείων της νήσου, κατανεμήθηκαν στους Τομείς Μάλεμε, Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Αποστολή τους ήταν η άμυνα της νήσου, απαγορεύοντας στον εχθρό τη χρησιμοποίηση των αεροδρομίων και λιμένων της.
Η Κρήτη απασχόλησε σοβαρά και τον Χίτλερ πολύ πριν η Γερμανία εκδηλώσει έμπρακτα τις προθέσεις της κατά της Ελλάδας. Ο Χίτλερ πίστευε ότι καταλαμβάνοντας την Κρήτη θα εξασφάλιζε ταχεία επιτυχία στην Ανατολική Μεσόγειο και ότι η επίθεση κατά της νήσου έπρεπε να πραγματοποιηθεί με αεραποβατική ενέργεια, με την αξιοποίηση του επίλεκτου σώματος των αλεξιπτωτιστών. Έτσι στις 25 Απριλίου 1941 εκδόθηκε η «υπ’ αριθμ. 28» διαταγή γενικών κατευθύνσεων με τη συνθηματική ονομασία «ΕΡΜΗΣ», που αφορούσε στην επιχείρηση για την κατάληψη της Κρήτης.
Το σύνολο των γερμανικών δυνάμεων, που θα έπαιρναν μέρος στην επίθεση, ανερχόταν σε 22.750 άντρες, 1.370 αεροσκάφη και 70 πλοία. Την επιχείρηση θα υποστήριζε και μικρός αριθμός ιταλικών αντιτορπιλικών και τορπιλακάτων, ενώ ένα ενισχυμένο ιταλικό σύνταγμα από τη Δωδεκάνησο, ύστερα από αίτηση του Μουσολίνι, θα αποβιβαζόταν στις ανατολικές ακτές της νήσου. Η
ενέργεια αυτή τελικά πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μαΐου, όταν η τύχη της νήσου είχε ήδη κριθεί.
Η γερμανική επίθεση από τον αέρα κατά της Κρήτης, άρχισε το πρωί της 20ής Μαΐου. Μετά από σφοδρό βομβαρδισμό, πολυάριθμα σμήνη μεταφορικών αεροσκαφών άρχισαν να πραγματοποιούν ρίψεις αλεξιπτωτιστών στην περιοχή Χανίων— Μάλεμε. Ταυτόχρονα άρχισε και η προσγείωση ανεμοπλάνων με αερομεταφερόμενα τμήματα. Επακολούθησε σκληρός αγώνας, κατά τη διάρκεια του οποίου οι Γερμανοί κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα μικρό προγεφύρωμα στα ανατολικά του Ταυρωνίτη ποταμού και να θέσουν υπό τα πυρά τους τοαεροδρόμιο Μάλεμε και το ύψ. 107, δηλαδή το ζωτικό έδαφος της 2ας Νεοζηλανδικής Μεραρχίας. Ύστερα απ' αυτό, οι βρετανικές δυνάμεις εγκατέλειψαν τη νύχτα 20/21 Μαΐου το ύψ. 107 και
συμπτύχθηκαν νοτιοανατολικά.
Στις περιοχές Ρεθύμνου και Ηρακλείου η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε από τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας. Οι
αλεξιπτωτιστές σ' αυτές τις περιοχές υπέστησαν τρομακτικές απώλειες και δεν μπόρεσαν να σημειώσουν καμιά επιτυχία.
Ο Υποστράτηγος Φράιμπεργκ, εξαιτίας μη έγκαιρης ενημέρωσής του από το Διοικητή της 5ης Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας, αγνοώντας την κρίσιμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στον Τομέα Μάλεμε, βράδυνε να επέμβει για την αποκατάσταση της τοποθεσίας. Έτσι η αντεπίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 0330 της 22ας Μαΐου για την ανακατάληψη του αεροδρομίου Μάλεμε και του υψ. 107, απέτυχε.
Ύστερα από την αποτυχία αυτή και την προώθηση των συνεχώς ενισχυόμενων γερμανικών δυνάμεων προς τα βορειοανατολικά, οι εκεί βρετανοελληνικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν τη νύχτα 23/24 Μαΐου σε νέα τοποθεσία ανατολικότερα.
Από την ημέρα εκείνη η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων περιήλθε στους Γερμανούς, ενώ η τύχη της νήσου είχε πλέον κριθεί. Παρ' όλα αυτά ο αγώνας, στον οποίο συμμετείχαν ενεργά και οι κάτοικοι της νήσου, συνεχίστηκε σκληρός μέχρι την 29η Μαΐου, οπότε άρχισε η εκκένωση της Κρήτης από τις βρετανικές δυνάμεις. Η αποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους των Βρετανών περατώθηκε στις 23:20 της 31ης Μαΐου. Οι Βρετανοί, πουπαρέμειναν στη νήσο, καθώς και τα ελληνικά τμήματα, συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς ή κατέφυγαν σε ορεινές περιοχές, απ' όπου στη συνέχεια διέφυγαν στη Μέση Ανατολή.
Ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του Ελληνικού Στρατού, είχε η εθελοντική συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις ενός τμήματος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Σχεδόν όλοι οι πρωτοετείς Ευέλπιδες (300 άνδρες), μαζί με τους αξιωματικούς τους, διέσχισαν τη νότια Ελλάδα και στις 29 Απριλίου 1941 έφτασαν με βενζινόπλοια στο Κολυμπάρι Χανίων. Με την άφιξή της στην Κρήτη, η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων υπό τον Αντισυνταγματάρχη Λουκά Κίτσο, υπήχθη απευθείας στο Υπουργείο Στρατιωτικών στα Χανιά και εγκαταστάθηκε αμυντικά στην περιοχή μεταξύ της Μονής Γωνιάς και του χ. Κολυμπάρι. Κατά την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων το Τάγμα Ευελπίδων έλαβε το «βάπτισμα του πυρός», δεχόμενο αλλεπάλληλες επιθέσεις από τμήματα του II Γερμανικού Τάγματος Εφόδου, τις οποίες και απέκρουσε με επιτυχία, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στους επιτιθεμένους. Εξαιτίας όμως των απωλειών της και της έλλειψης πυρομαχικών, η Σχολή υποχρεώθηκε τη νύχτα 20/21 Μαΐου να συμπτυχθεί προς την περιοχή του χ. Δελιανά, όπου εγκαταστάθηκε αμυντικά. Το Τάγμα Ευελπίδων, μετά την κατάληψη των Χανίων, μετακινήθηκε προς τα Λευκά Όρη με την ελπίδα να διαφύγει στη Μ. Ανατολή και να συνεχίσει από εκεί τον αγώνα. Η πορεία του μέσα από τις απόκρημνες διαβάσεις των Λευκών Ορέων διήρκεσε οκτώ ημέρες. Πριν από τα Σφακιά ο διοικητής της Σχολής συγκέντρωσε τους Ευέλπιδες και αφού τους ανακοίνωσε ότι δεν υπάρχει πλωτό μέσο για να φύγουν από την Κρήτη, τους είπε ότι σύμφωνα με τις οδηγίες της Κυβέρνησης από τη στιγμή εκείνη η Σχολή διαλυόταν. Οι Ευέλπιδες, αφού έκρυψαν σε ασφαλές μέρος την πολεμική σημαία της Σχολής, αποχώρησαν διασκορπιζόμενοι στη ευρύτερη περιοχή Εμπρός Νερό – Ασκύφου.
Την 1η Ιουνίου 1941, μετά από αγώνα πέραν των δέκα ημερών, έληξε η Μάχη της Κρήτης με επικράτηση των γερμανικών δυνάμεων, παρά τη γενναιότητα με την οποία πολέμησαν οι εκεί βρετανοελληνικές δυνάμεις και την πείσμονα αντίσταση του ηρωικού κρητικού λαού, του οποίου το θάρρος, η τόλμη και το πνεύμα αυτοθυσίας υπήρξαν ανυπέρβλητα και προκάλεσαν το θαυμασμό τόσο των Ελλήνων, όσο και όλων των Συμμάχων.
Το τίμημα όμως της νίκης αυτής ήταν τόσο σοβαρό, ώστε μέχρι το τέλος του πολέμου οι Γερμανοί δεν ξανατόλμησαν παρόμοια ενέργεια. Η Κρήτη, όπως αναγκάστηκε να ομολογήσει ο Διοικητής του XI Γερμανικού Σώματος Αεροπορίας Αντιπτέραρχος Στούντεντ, υπήρξε «ο Τάφος των Γερμανών Αλεξιπτωτιστών».
Βιβλιογραφία
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου 1940 -1941, Αθήνα,1984
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Μάχη της Κρήτης, Αθήνα, 1961
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αγώνες και Νεκροί 1940 – 1945, Αθήνα, 1990