Από: energia.gr - Του Αδάμ Αδαμόπουλου
Μπορεί η έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων να θεωρείται μέρος της ενεργειακής πολιτικής της χώρας και να είναι ενταγμένη στο ΕΣΕΚ, αλλά η πράξη δείχνει πως κάθε άλλο παρά επενδύουμε προς αυτή την κατεύθυνση. Μια πιθανή εγκατάλειψη του προγράμματος ερευνών, υπό οιαδήποτε πρόφαση, θα έχει δυνητικά σοβαρές συνέπειες στην οικονομία και στους καταναλωτές, αφού θα οδηγήσει σε αύξηση των εισαγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου από τις οποίες εξαρτάται σε συντριπτικό ποσοστό η χώρα.
Θυμίζουμε πως σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το κόστος των εισαγωγών πετρελαίου και φ. αερίου στην Ελλάδα από χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία κι οι ΗΠΑ ανέρχεται σε περίπου 5- 7 δισ. ευρώ το έτος αναλογα με την τιμή του πετρελαίου, εκτός από τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας από τις όμορες χώρες.
Είναι σαφές πως μετά και την επίσπευση του χρονοδιαγράμματος της απολιγνιτοποίησης, η χώρα υιοθετεί μεν πλήρως τις επιταγές της Ε.Ε. για την Ενεργειακή Μετάβαση, στο όνομα της μείωσης του αποτυπώματος άνθρακα, ενδεχομένως όμως, με κίνδυνο να επιβαρύνει την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Οι ΑΠΕ καλύπτουν σήμερα ένα 18% της ακκαθάριστης ενεργειακής κατανάλωσης της Ελλάδας και σχεδόν το 30% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Επαρκεί όταν δεν έχει απαντηθεί, διεθνώς, το καίριο ερώτημα του πώς θα αντικατασταθούν μονάδες ορυκτών καυσίμων με ανανεώσιμες πηγές που για να αποφέρουν αποτέλεσμα πρέπει να συνδυάζονται με εκτεταμένα συστήματα αποθήκευσης, και τούτο εξαιτίας του ότι ο άνεμος και ο ήλιος αποτελούν διαλκείπουσες μορφές παραγωγής ενέργειας;
Η επικινδυνότητα ενός παρόμοιου άλματος αποδείχτηκε περίτρανα στα όσα συνέβησαν στην Πολιτεία του Τέξας τον περασμένο Φεβρουάριο (βλέπε άρθρο energia.gr εδώ)
Kυβερνητική πηγή που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία της, στην ερώτηση του energia.gr σε ποιο βαθμό θεωρεί, ότι οι δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια θα μπορούσαν να απηχούν μια επίσημη αλλαγή πολιτικής πλεύσης σε ό,τι αφορά στην έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων στην Ελλάδα και τι θα έπρεπε να γίνει προς αυτή την κατεύθυνση και δεν έγινε όλα αυτά τα χρόνια από το 2014 και εντεύθεν, απάντησε πως οι βασικές κατευθύνσεις του ενεργειακού σχεδιασμού έχουν τεθεί με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), στο οποίο έχει αποτυπωθεί ρητά η κρίσιμη συμβολή της εγχώριας παραγωγής φυσικού αερίου στη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας. Ειδικότερα, ένας από τους ενδιάμεσους στόχους του ΕΣΕΚ αποτελεί η διεύρυνση της χρήσης του φυσικού αερίου στην τελική κατανάλωση επιδιώκοντας την άμεση χρήση φυσικού αερίου στους τελικούς τομείς κατανάλωσης τουλάχιστον κατά 50% σε σχέση με το 2017.
«Από το 2014 έως σήμερα, η ανάπτυξη του τομέα της έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων στη χώρα ήταν ραγδαία. Και τούτο διότι από μόνο δύο περιοχές έρευνας και παραγωγής στην Ελλάδα φτάσαμε στις δώδεκα συνολικά παραχωρήσεις, με σημαντική συμμετοχή κορυφαίων εγχώριων και διεθνών ενεργειακών επιχειρήσεων. Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα αλλά και διεθνώς, καθώς και το ξέσπασμα της πανδημίας COVID – 19 αποτέλεσαν τροχοπέδη στην αύξηση της έντασης των επενδύσεων και στην ταχεία υλοποίηση των ερευνητικών προγραμμάτων», υποστήριξε.
Επίσης, σε ερώτησή μας για το πώς θα επιτευχθεί αυτή η στρατηγική αλλαγή χωρίς να διακυβευθεί η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας αλλά και χωρίς να επιβαρυνθεί περαιτέρω το ισοζύγιο πληρωμών μας, η ίδια πηγή απάντησε πως είναι στρατηγική επιδίωξη της Κυβέρνησης η ενεργειακή μετάβαση, στης οποίας την πορεία το φυσικό αέριο θα αποτελέσει το ενδιάμεσο καύσιμο για τη μετάβαση σε ένα μοντέλο χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε όλους τους τομείς τελικής κατανάλωσης.
«Με την αξιοποίηση λοιπόν του φυσικού αερίου ως μεταβατικού καυσίμου, στον μακρύ δρόμο προς την μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα, επιτυγχάνεται και η μείωση του ποσοστού ενεργειακής εξάρτησης της χώρας, καθώς τμήμα της κατανάλωσης φυσικού αερίου μπορεί να καλυφθεί από τα δυνητικά σημαντικά εγχώρια κοιτάσματα. Και γιατί όχι και στην εξαγωγή του εγχώριου φυσικού αερίου μέσω του υπό σχεδιασμό και κατασκευή δικτύου μεταφοράς αερίου, καθιστώντας τη χώρα ενεργειακό κόμβο στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου», είπε χαρακτηριστικά.
Ακόμη, χρησιμοποιήσαμε το παράδειγμα χωρών όπως η Νορβηγία και η Δανία για να καταδείξουμε πως χρηματοδοτούν τη στροφή στην καθαρή ενέργεια από χρήματα που άντλησαν, εν πολλοίς, από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων τους και ρωτήσαμε το ίδιο κυβερνητικό στέλεχος για το κατά πόσο θα ήταν ανέφικτο να ακολουθούσαμε κι εμείς το παράδειγμά τους ώστε να χρηματοδοτήσουμε το υψηλό κόστος της Ενεργειακής Μετάβασης. Η απάντησή του ήταν πως το πολύ χρήσιμο παράδειγμα ευρωπαϊκών πετρελαιοπαραγωγών χωρών μπορεί να αξιοποιηθεί και στην Ελλάδα, προσαρμοσμένο όμως στα εγχώρια δεδομένα και χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, είπε, ο συνδυασμός παραγωγής φυσικού αερίου με την ανάπτυξη των ΑΠΕ, μπορεί να αποφέρει πολλαπλά οφέλη, καθώς με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η οικονομική στήριξη - χρηματοδότηση των έργων ΑΠΕ αλλά και η μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των έργων υδρογονανθράκων. Αυτή η επιλογή δίνει την δυνατότητα στη χώρα να εκμεταλλευτεί τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα, δηλαδή, και το δυναμικό μας σε ΑΠΕ και σε φυσικό αέριο, όπως και τις υποδομές και τη στρατηγική θέση μας, σχεδιάζοντας υβριδικά έργα τα οποία, αφενός μεν επιτρέπουν το σχεδιασμό ενός βέλτιστου για την περιοχή ενεργειακού μείγματος, αφετέρου προσφέρουν τη δυνατότητα ανάπτυξης εγχώριας τεχνογνωσίας και υποδομέών με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Τέλος, στο ερώτημά μας για το γεγονός ότι καθώς δεν ισχύει πλέον το επιχείρημα της κατάρρευσης των τιμών του πετρελαίου, ως καθοριστικός παράγοντας για μια πιθανή αναστροφή τις πολιτικής μας για τους υδρογονάνθρακες, αν τελικά ισχύουν οι δηλώσεις Δένδια, ποιοί μπορεί να ήταν οι λόγοι πίσω από αυτές, το κυβερνητικό στέλεχος υποστήριξε πως οι συμβάσεις παραχώρησης μας καλύπτουν, σε κάθε πιθανό σενάριο, και η ΕΔΕΥ ως αρμόδια εταιρία διαχείρισης των δικαιωμάτων του Ελληνικού δημοσίου, είναι σε θέση να διασφαλίσει την ορθή εφαρμογή των συμβατικών υποχρεώσεων των αναδόχων.
«Σε κάθε περίπτωση πέραν της τιμής, παράγοντες που επηρεάζουν τις επενδυτικές αποφάσεις των ενεργειακών εταιρειών στον τομέα των υδρογονανθράκων είναι φυσικά οι στρατηγικές επιλογές σε επίπεδο ομίλων, που τον τελευταίο καιρό επανασχεδιάζονται, καθώς και τα παρεχόμενα κίνητρα, η ταχύτητα ανταπόκρισης των αρμόδιων δημόσιων υπηρεσιών και φορέων και η πολυπλοκότητα των διοικητικών διαδικασιών. Στόχος και μεγάλο στοίχημα για μας είναι να διαμορφώσουμε το κατάλληλο περιβάλλον, στα σημεία που μπορούμε να επηρεάσουμε καταλυτικά, όπως η απλούστευση και η επιτάχυνση των εγκριτικών διαδικασιών, η υιοθέτηση του κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου, η στήριξη πιλοτικών υβριδικών έργων καθώς και η παροχή κατάλληλων κίνητρων, ώστε να διατηρήσουμε και να προσελκύσουμε περισσότερες σημαντικές βιώσιμες επενδύσεις στον τομέα», κατέληξε.