Από: topontiki.gr - Μιχάλης Χαριάτης
Η φωνή του Κώστα Τζαβάρα δεν είναι η μόνη που το τελευταίο διάστημα εκφράζει δυσφορία για τον τρόπο του πολιτεύεσθαι από την κυβέρνηση. Ίσα – ίσα, το αντίθετο θα έλεγε κανείς. Ιδιαίτερα αν θυμηθούμε πως, με αφορμή τις επιφυλάξεις της για το νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια, η Μαριέττα Γιαννάκου – η οποία μαζί με την Όλγα Κεφαλογιάννη κατέβασαν πλαίσιο δέκα τροπολογιών που αποδομούν πλήρως το νομοσχέδιο – απευθυνόμενη στον υπουργό Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα του είπε: «δεν γίνεται έτσι συνεργασία στο κοινοβούλιο. Κανείς δεν είναι ο Πάπας της Ρώμης».
Της Μαριέττας Γιαννάκου είχε προηγηθεί μια ομάδα «γαλάζιων» βουλευτών οι οποίοι είχαν ζητήσει, με το τέλος του λοκντάουν και του ανοίγματος της εστίασης, με επιστολή τους προς τον Νίκο Χαρδαλιά, διεύρυνση του ωραρίου της απαγόρευσης κυκλοφορίας αλλά και να επιτραπεί η μουσική στα καταστήματα εστίασης. Επίσης, ο Νικήτας Κακλαμάνης, σχολιάζοντας τη δήλωση Πατέλη περί διδακτορικών, είχε ξεκαθαρίσει ότι ο αντίκτυπός της πηγαίνει κατευθείαν επάνω στον πρωθυπουργό.
Όλα αυτά ενδεχομένως φαντάζουν μικρά και όχι ιδιαιτέρως σημαντικά, ωστόσο, καταγράφουν μια πραγματικότητα: στη Ν.Δ., παρά τη δημοσκοπική άνοιξη, μεταξύ των στελεχών φαίνεται ότι επικρατεί… φθινόπωρο. Με δυσφορία, γκρίνιες, αιχμές, ακόμα και μίνι – αντάρτικα και μάλιστα όχι για μικροπολιτικά ζητήματα αλλά για κεντρικές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης, οι οποίες μοιάζουν να φέρνουν εσωκομματικά σύννεφα στη Ν.Δ.
Ιδίως δε αν αναλογιστεί κάποιος ότι οι αμφισβητήσεις και οι γκρίνιες λόγω της δομής του επιτελικού κράτους έχουν ως τελικό και ουσιαστικό παραλήπτη τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Στο πλαίσιο αυτό αναρωτιέται κανείς αν έχουν εντέλει δίκιο οι «κακές γλώσσες» (αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ) που αναφέρουν ότι σε μια χώρα που έχει, πλέον, ανοίξει ολοκληρωτικά μετά τη σχεδόν εξάμηνη καραντίνα η Βουλή συνεχίζει να λειτουργεί υπό το καθεστώς της έκτακτης συνθήκης και των περιοριστικών μέτρων που επέβαλε η αντιμετώπιση της πανδημίας.
Ιδιότυπη «καραντίνα»
Με άλλα λόγια, η Βουλή παραμένει σε μια ιδιότυπη «καραντίνα» με περιορισμένο αριθμό παρόντων βουλευτών, δηλαδή συνεδριάσεις με μερικές δεκάδες βουλευτών και ψηφοφορίες διά αλληλογραφίας και χωρίς να υπάρχει χρονοδιάγραμμα σχετικά με την επαναφορά της σε πλήρη λειτουργία. Μια κατάσταση, εν ολίγοις, που απέχει και, ταυτόχρονα, δεν δικαιολογείται από τη συνολική στρατηγική της κυβέρνησης για το τέλος του λοκντάουν και την επιστροφή στην κανονικότητα.
Μάλιστα, οι ίδιες κακές γλώσσες εκτιμούν ότι η παράταση των περιοριστικών μέτρων στη Βουλή εξυπηρετεί κυρίως την κυβέρνηση, η οποία κατ’ αυτόν τον τρόπο έχει πετύχει να υπάρχει πολιτική αντιπαράθεση… εξ’ αποστάσεως. Με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει η κυβέρνηση να αποφεύγει ζυμώσεις μεταξύ «γαλάζιων» βουλευτών και ενδεχομένως πιο μαζικές αντιδράσεις όταν υπάρχει πρόβλημα με κάποια κυβερνητική πρωτοβουλία. Πολλώ δε μάλλον αν αναλογιστεί κανείς ότι ήδη έχουν καταγραφεί οι ηχηρές διαφωνίες δυο κορυφαίων στελεχών της Ν.Δ. (Γιαννάκου και Κεφαλογιάννη) στο ιδιαίτερα δύσκολο όσο και ευαίσθητο νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια.
Ενώ μεταξύ των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων της κυβερνητικής παράταξης είναι και η κύρωση από τη Βουλή των τριών μνημονίων, που απορρέουν από τη Συμφωνία των Πρεσπών, με τη Βόρεια Μακεδονία. Ζήτημα το οποίο έχει προκαλέσει σοβαρή αναστάτωση στη Ν.Δ. καθώς κορυφαία στελέχη έχουν δηλώσει ή έχουν δείξει με τον τρόπο τους ότι δεν πρόκειται να τα στηρίξουν.
Στο πλαίσιο αυτό και με δεδομένη την πίεση την οποία ασκεί η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση για επιστροφή στην πλήρη λειτουργία της Βουλής μένει να φανεί, όπως λένε οι ίδιες κακές γλώσσες, αν τελικά όντως η κυβέρνηση βολεύεται με την παρούσα κατάσταση, καθώς δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι το νομοθετικό έργο της συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και σε ζητήματα αιχμής, ή αν σχετικά γρήγορα η Βουλή επανέλθει σε κανονικούς ρυθμούς.
Εικόνα κανονικότητας
Την ίδια στιγμή πάντως με αμείωτη ένταση η κυβέρνηση πασχίζει να δείξει ότι η χώρα, έστω και δύσκολα, επιστρέφει στην κανονικότητα μετά το τέλος των σκληρών περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, στέλνοντας, ωστόσο, το μήνυμα ότι όλα πρέπει να γίνουν με σύνεση και προσοχή και ποντάροντας στο να «τρέξει» ακόμα περισσότερο το εμβολιαστικό πρόγραμμα.
«Πολλοί συμπολίτες μας φαίνεται να πιστεύουν ότι έχουμε ήδη οριστικά ξεμπερδέψει με την πανδημία, πράγμα το οποίο προφανώς δεν συμβαίνει. Βεβαίως και βλέπουμε μία σημαντική αποκλιμάκωση στον αριθμό των κρουσμάτων, στις εισαγωγές στα νοσοκομεία και στις διασωληνώσεις, η πανδημία όμως είναι ακόμα εδώ» σημείωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη διάρκεια της τακτικής σύσκεψης για την πορεία της πανδημίας στην αρχή της εβδομάδας. «Το τείχος ανοσίας δεν έχει χτιστεί ακόμα στον βαθμό που θα θέλαμε, παρότι εμβολιάζουμε παραπάνω από 100.000 συμπολίτες μας κάθε μέρα» πρόσθεσε ο Μητσοτάκης.
Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό «ελευθερία δεν σημαίνει ανευθυνότητα», ενώ ζήτησε από τους πολίτες να τηρήσουν πλήρως τα «λίγα μέτρα τα οποία έχουν απομείνει» και από τους επαγγελματίες, ειδικά της εστίασης, να εφαρμόσουν απόλυτα τα μέτρα που έχουν καταρτιστεί με βάση τις συστάσεις των ειδικών.
«Θα είμαστε αυστηροί στην επιβολή του νόμου καθώς είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτή η θετική πορεία η οποία έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες εβδομάδες να συνεχιστεί απρόσκοπτα», ανέφερε ο Μητσοτάκης και πρόσθεσε: «καθώς θα φτάνουμε πια στον Ιούνιο και θα έρχονται πολλοί περισσότεροι επισκέπτες στη χώρα μας, τα επιδημιολογικά δεδομένα να είναι πολύ καλύτερα από ό,τι είναι και σήμερα ώστε να περάσουμε ένα καλοκαίρι πραγματικά ελεύθερο».
Από την πλευρά του ο Σωτήρης Τσιόδρας μίλησε για την ανάγκη διαρκούς επαγρύπνησης καθώς, όπως είπε ο καθηγητής, «η επιδημία συνεχίζει να μας απειλεί. Χρειάζεται διαρκής επιφυλακή. Ανησυχώ για τα μεταλλαγμένα στελέχη τα οποία οδηγούν σε επαναπροσδιορισμό της στρατηγικής αντιμετώπισης της πανδημίας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες».
Ποντάρισμα στον τουρισμό
Το πόσο πολύ ποντάρει η χώρα μας στο άνοιγμα του τουρισμού έδειξε με σαφέστατο τρόπο ο πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στη διαδικτυακή συζήτηση που διοργάνωσαν το γερμανικό φόρουμ Hessischer Kreis και η Boston Consulting Group με θέμα «Το αναπτυξιακό παράδειγμα της Ελλάδας: τολμηρές μεταρρυθμίσεις, έξυπνες και βιώσιμες επενδύσεις στο μέλλον».
Ενθαρρύνοντας ο πρωθυπουργός τους επισκέπτες να έρθουν στη χώρα μας καθώς τηρούνται όλα τα υγειονομικά πρωτόκολλα, τόνισε πως «δεν πρόκειται να κάνουμε οποιονδήποτε συμβιβασμό σε ό,τι αφορά την ασφάλεια καθώς θα καλωσορίζουμε ανθρώπους στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού».
«Ωστόσο, το καλοκαίρι του 2021 είναι πολύ διαφορετικό από το καλοκαίρι του 2020» είπε ο Μητσοτάκης και πρόσθεσε πως «πέρυσι ήμασταν στο 25% του 2019, φέτος ελπίζουμε ότι θα ξεπεράσει το 50%» μιλώντας για τις προσδοκίες που έχει η κυβέρνηση για την οικονομική αποτύπωση του τουρισμού, που άνοιξε και επίσημα στη χώρα μας για τη φετινή χρονιά.
Ειδική αναφορά στις ΗΠΑ, χώρα στην οποία έχει «τρέξει» το εμβολιαστικό πρόγραμμα, έκανε ο Μητσοτάκης λέγοντας πως «φέτος το καλοκαίρι έχουμε περισσότερες προγραμματισμένες απευθείας πτήσεις από τις ΗΠΑ παρά ποτέ, κάτι που αποτελεί ένδειξη ότι οι πολίτες των ΗΠΑ θέλουν να ταξιδέψουν στην Ελλάδα» και σημείωσε ότι περιμένει επίσης σημαντικό ενδιαφέρον από τη Γερμανία και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη σε δηλώσεις της για τον τουρισμό και τις κρατήσεις σημείωσε πως «η εικόνα που έχουμε είναι ότι κινείται θετικά σε αγορές που ενδιαφέρουν την Ελλάδα και συνεννοούμαστε με τις άλλες χώρες. Αυτή τη στιγμή δεχόμαστε τουρίστες από τις χώρες της Ε.Ε. και από κάποιες άλλες χώρες με τους όρους που έχουμε πει». Και πρόσθεσε ότι «υπάρχουν και διμερείς συνεννοήσεις και περιμένουμε βεβαίως και το green pass τον Ιούνιο να υιοθετηθεί για να διευκολυνθούν τα πράγματα και να συζητηθεί στο έκτακτο συμβούλιο της Ε.Ε.».
Ηχηρές διαφωνίες
Μπορεί η κυβερνητική πλειοψηφία να μην απειλείται από δυο διαφοροποιήσεις, ωστόσο, είναι ενδεικτική του τι συμβαίνει στα ενδότερα της «γαλάζιας» κοινοβουλευτικής ομάδας, ιδιαίτερα όταν συζητείται ένα νομοσχέδιο που η κυβέρνηση βρίσκει απέναντί της σύσσωμη την αντιπολίτευση.
Με εύγλωττο, λοιπόν, τρόπο αποτυπώθηκαν οι ηχηρές διαφωνίες που έχουν η Μαριέττα Γιαννάκου και η Όλγα Κεφαλογιάννη στο νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια, η συζήτηση του οποίου άρχισε στην ολομέλεια της Βουλής. Ενστάσεις για προωθούμενες διατάξεις εξέφρασε και ο βουλευτής της Ν.Δ. Μανούσος Βολουδάκης, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοθετήματος στην Επιτροπή ανάλογη στάση είχε και ο «γαλάζιος» βουλευτής Δωδεκανήσου Βασίλης Υψηλάντης.
«Αν νομίζετε ότι όλοι εμείς κάνουμε αντιπολίτευση και εξυπηρετούμε μικροκομματικά συμφέροντα δεν απορείτε που έκαναν αντίστοιχες επισημάνσεις όλοι οι επιστημονικοί φορείς;» σημείωσε προς τον υπουργό Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα η Μαριέττα Γιαννάκου. Η βουλευτής διερωτήθη αν «η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής κάνει αντιπολίτευση;» αφού διαφωνεί με το νομοσχέδιο. Καταλήγοντας η Γιαννάκου είπε ότι το νομοσχέδιο «θα δημιουργήσει περισσότερες προσφυγές και ενστάσεις» και τόνισε, κλείνοντας την ομιλία της, πως «εγώ δεν μπορώ να το ψηφίσω».
Από την πλευρά της η Όλγα Κεφαλογιάννη στη δική της τοποθέτηση υποστήριξε πως «δεν είναι μεταρρύθμιση η υιοθέτηση αποσπασματικών πρακτικών από το εξωτερικό. Δεν είναι το οικογενειακό δίκαιο πεδίο μαχών των φύλων και των επιδιώξεων των γονέων».
Απευθυνόμενη προς τον υπουργό Δικαιοσύνης η Όλγα Κεφαλογιάννη τόνισε πως «οι τροπολογίες που κατατέθηκαν αποσκοπούν στη διόρθωση της εσφαλμένης λογικής που εσφαλμένα αποτυπώθηκε στο παρόν νομοσχέδιο. Τώρα η τελική ευθύνη ανήκει σε εσάς. Γιατί το νομοσχέδιο αντί να ενώσει διχάζει. Αντί να λύνει, δημιουργεί προβλήματα. Αντί να συνθέτει, στέκεται εμμονικά σε θέσεις που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του. Που είναι το συμφέρον των παιδιών».
«Η πολιτική έχει μπει σε διαδικασία ηθικής και πνευματικής ερήμωσης»: Μπορεί ο Κώστας Τζαβάρας να χρησιμοποίησε τη φράση αυτή για να αιτιολογήσει την απόφασή του να μην είναι ξανά υποψήφιος βουλευτής, ωστόσο, τα λόγια του έμπειρου κοινοβουλευτικού μοιάζουν να έχουν βαθύτερη σημασία και να αγγίζουν συνολικά τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη λειτουργεί πολιτικά και παράγει το όποιο πολιτικό αποτέλεσμα.