Από: antinews.gr - Του Αντιγεωπολιτικού
Την εισήγηση, σύμφωνα με την οποία η Αθήνα δεν πρέπει να αρνηθεί -τουλάχιστον ανοικτά- τη συμμετοχή της Τουρκίας σε αυτά τα προγράμματα, για να μην χαλάσει το κλίμα της «θετικής ατζέντας» ΕΕ-Τουρκίας και τις προσπάθειες για ενδεχόμενη εξομάλυνση των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων, υπέβαλαν στις 10 Μαΐου 2021 «κύκλοι» της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ.
Αποδέκτες αυτού του εγγράφου, μάλιστα, είναι, μεταξύ των άλλων: Το διπλωματικό γραφείο του πρωθυπουργού, το διπλωματικό γραφείο του υπουργού Εξωτερικών, το γραφείο του υπουργού Άμυνας, το γραφείο του αρχηγού ΓΕΕΘΑ. Συνολικά 18 γραφεία αρμοδίων παραγόντων, καθώς και αρμοδίων κρατικών Διευθύνσεων.
Άραγε, ποια είναι η θέση του μεγάρου Μαξίμου, των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας, καθώς και του ΓΕΕΘΑ; Συμφωνούν ότι η Ελλάδα πρέπει να κάνει τα στραβά μάτια και να μην αρνηθεί ευθέως τη συμμετοχή της Τουρκίας στα προγράμματα της «ευρω-Άμυνας», τη στιγμή που η Άγκυρα εδώ και χρόνια, στο ΝΑΤΟ, ανοικτά και συστηματικά μπλοκάρει τη συμμετοχή ειδικά της Κύπρου σε προγράμματα του ΝΑΤΟ;
Και δεν είναι μόνο η Κύπρος, αλλά και άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Αυστρία. Κάτι που κατ' επανάληψη έχει προκαλέσει σφοδρές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στη Βιέννη και την Άγκυρα.
Αναρμόδιοι
Πολύ περισσότερο, από που κι ως που «κύκλοι» της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ υποβάλλουν τέτοιου είδους εισηγήσεις τη στιγμή που το θέμα δεν είναι δικής τους αρμοδιότητας;
Να σημειωθεί πως το θέμα της συμμετοχής ή μη της Τουρκίας σε προγράμματα της «ευρω-Άμυνας» είναι αμιγώς αντικείμενο που εξετάζει η ΕΕ και όχι το ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτου, την πλέον βαρύνουσα άποψη έχει η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδας στην ΕΕ και όχι αυτή στο ΝΑΤΟ.
Ενδιαφέρον έχει ότι, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, άλλη αρμόδια Διεύθυνση του υπουργείου Εξωτερικών έχει εισηγηθεί το μπλοκάρισμα της τουρκικής υποψηφιότητας.
Με τη συγκεκριμένη Διεύθυνση, μάλιστα, κατά τις ίδιες πληροφορίες, φέρεται να συμφωνούν και στρατιωτικοί κύκλοι.
Ποια θα είναι, άραγε, η τελική απόφαση της Αθήνας, η οποία πρέπει να ληφθεί από το Μαξίμου και το ΥΠΕΞ;
Αναστάτωση
Ως γνωστόν, προ εβδομάδων προκλήθηκε αναστάτωση στους κόλπους της ΕΕ, όταν έγινε γνωστό ότι η Τουρκία, μια «τρίτη χώρα» εκτός της ΕΕ, αλλά μέλος του ΝΑΤΟ, υπέβαλε αίτημα για συμμετοχή της στο πρόγραμμα «Στρατιωτικής Κινητικότητας».
Το αίτημα κατατέθηκε στην Ολλανδία, διότι αυτή είναι αρμόδια για το συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Τα προγράμματα της «Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας - Permanent Structured Cooperation (PESCO)» και το «Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Βιομηχανικής Ανάπτυξης στον τομέα της Άμυνας (EDIDP)», θεωρούνται ως προπομποί της «ευρω-Άμυνας», αν και όποτε αυτή οικοδομηθεί.
Ένα από τα προγράμματα της PESCO, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «πρόγραμμα - ναυαρχίδα», είναι αυτό της «Στρατιωτικής Κινητικότητας».
Του τουρκικού αιτήματος είχε προηγηθεί η έγκριση αντίστοιχου αιτήματος για συμμετοχή στην PESCO από τις ΗΠΑ, τον Καναδά και τη Νορβηγία.
Να σημειωθεί πως σε πρώτη φάση, για τα συγκεκριμένα ευρωπαϊκά προγράμματα, θα διατεθούν τουλάχιστον τριάντα δισεκατομμύρια ευρώ.
Όλες οι χώρες της ΕΕ που διαθέτουν ισχυρές πολεμικές βιομηχανίες διαγκωνίζονται για το ποια θα αποσπάσει τη μερίδα του λέοντος.
Σε αυτό το σκηνικό ήλθε να προστεθεί τώρα και η Τουρκία, προκειμένου να προχωρήσουν οι δικές της πολεμικές βιομηχανίες σε συνεργασίες με ευρωπαϊκές. Με το αζημίωτο, βέβαια, της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης.
Πέραν του οικονομικού, όμως, η αποδοχή της Τουρκίας στην «ευρω-Άμυνα», αποτελεί μείζονα εξέλιξη στις σχέσεις της με την ΕΕ, αφού πρόκειται για μια ειδική σχέση με την ΕΕ έστω και από την πίσω πόρτα.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι, σύμφωνα με μερίδα του γερμανικού Τύπου, το Βερολίνο στηρίζει την τουρκική υποψηφιότητα για την PESCO και φέρεται να προσπαθεί να πετύχει θετικό αποτέλεσμα πριν την αποχώρηση Μέρκελ και τις γερμανικές εκλογές το Φθινόπωρο.
Τακτική αλά ... κυρώσεις
Η εισήγηση που βρίσκεται στα χέρια Μαξίμου, ΥΠΕΞ και ΥΠΑΜ, ούτε λίγο ούτε πολύ, προτείνει να ακολουθηθεί μια «παρελκυστική» τακτική παιχνιδιού με τον χρόνο και ροκανίσματός του. Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή, με την τακτική που έχει ακολουθήσει έως τώρα η Αθήνα στην περίπτωση των κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας.
Κυρώσεις, που ως γνωστόν, έχουν γίνει πραγματικό γεφύρι της Άρτας. Άρχισαν να συζητούνται από πέρυσι, εν μέσω χοντροκομμένων προκλήσεων της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο, ακόμα και εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων, αλλά έως τώρα δεν έχουν υιοθετηθεί. Και το πιθανότερο δεν πρόκειται.
Εξάλλου, ούτε καν η Αθήνα δεν της ζητάει. Αντίθετα, έχει μπει στη διαδικασία της -δήθεν- «θετικής ατζέντας» ΕΕ-Τουρκίας που συνοδεύεται από τον ελληνο-τουρκικό «διάλογο».
Προς Θεού, όχι τώρα
Ένας από τους βασικούς λόγους που επικαλείται η εισήγηση για να μην μπλοκάρει ευθέως η Αθήνα την τουρκική αίτηση, είναι η υφιστάμενη συγκυρία των προσπαθειών που καταβάλλονται εκ μέρους των Δυτικών εταίρων για αποκατάσταση των σχέσεών τους με την Τουρκία.
«Δεν θα πρέπει να αγνοηθεί -αναφέρεται- το ότι η ταχεία απόρριψη της τουρκικής υποψηφιότητας τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, ενόψει της επικείμενης Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, η οποία αποσκοπεί να σηματοδοτήσει μια νέα σελίδα στις διατλαντικές σχέσεις μετά την ταραχώδη περίοδο Τραμπ, δεν αποκλείεται να προσθέσει διαπραγματευτικά όπλα στην τουρκική φαρέτρα προς αιτιολόγηση της αναμενόμενης σκλήρυνσης της στάσης της κατά τις διαπραγματεύσεις του ανακοινωθέντος της Συνόδου Κορυφής.
Αφετέρου να επιτρέψει σε αφελείς ή κακόβουλους συμμάχους να επιρρίψουν ευθύνες στη χώρα μας για την έγερση προσκομμάτων στην ικανοποίηση του δήθεν «θεμιτού» αιτήματος ενός σημαντικού συμμάχου - μη μέλους της ΕΕ».
Κοντολογίς, προκειμένου να μην στενοχωρήσουμε τους εταίρους μας, κρίνεται σκόπιμο να μην εγείρει ευθέως, και ειδικά αυτή τη στιγμή, η Αθήνα διαφωνίες ως προς την τουρκική αίτηση.
Γι' αυτό, συνεχίζει η εισήγηση, εκτιμάται ότι «θα ήταν ενδεχομένως προτιμότερο, αντί της ασυζητητί απόρριψης της τουρκικής υποψηφιότητας με την αιτιολογία της έλλειψης Συμφωνίας Ασφάλειας ΕΕ-Τουρκίας, να υιοθετήσουμε μια παρελκυστική τακτική με σκοπό να αποτρέψουμε την άμεση εξέτασή της».
Δεν πληροί τα κριτήρια
Παρά ταύτα, στην εισήγηση γίνεται ευθέως η παραδοχή ότι «η Τουρκία δεν πληροί ούτε τα ουσιαστικά ούτε τα τυπικά κριτήρια επιλεξιμότητας ένταξης στο πρόγραμμα Στρατιωτικής Κινητικότητας».
Κάτι που, όπως αναφέρεται στην εισήγηση, έχει επισημάνει προηγουμένως άλλη αρμόδια Διεύθυνση του υπουργείου Εξωτερικών.
Να σημειωθεί ότι από τα βασικά κριτήρια για να μετάσχει κατ' εξαίρεση μια «τρίτη χώρα», εκτός ΕΕ, στα ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα, είναι, σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ, στις 5 Νοεμβρίου 2020, μεταξύ άλλων:
-Να αποδέχονται τις θεμελιώδεις αξίες της ΕΕ.
-Η συμμετοχή τους να μην αντιβαίνει στα συμφέροντα ασφαλείας και στα αμυντικά συμφέροντα της ΕΕ και των κρατών - μελών της, συμπεριλαμβανομένης της προσήλωσης στις σχέσεις καλής γειτονίας.
-Να διαθέτουν συμφωνία ασφαλείας με την ΕΕ, κ.ο.κ.
Στην ΕΕ από την πίσω πόρτα
Κατά την εισήγηση, μάλιστα, όλα τα παραπάνω τα γνωρίζει και η ίδια η Άγκυρα, αφού γίνεται η επισήμανση ότι «ούτε η ίδια η τουρκική πλευρά έχει την αφέλεια να πιστέψει ότι θα καταστεί σύντομα και εύκολα μέλος των προγραμμάτων της PESCO».
Γιατί, τότε, η Άγκυρα, υπέβαλε αίτηση; Κατά την εισήγηση, «αναζητεί την ευκαιρία να φέρει μετ' επιτάσεως στο προσκήνιο τις απόψεις της, οι οποίες ανάγονται σε εθνική στρατηγική, περί των σχέσεων ΝΑΤΟ-ΕΕ και του ρόλου των ΝΑΤΟϊκών συμμάχων μη μελών της ΕΕ (non EU allies) στην Κοινή Πολιτική Άμυνας Ασφάλειας».
Πόσο μάλλον, αφού «στο πλαίσιο της υποτιθέμενης ευρωπαϊκής προοπτικής της, αλλά και ως χώρα - μέλος του ΝΑΤΟ, η Τουρκία έχει θέσει ως μια εκ των προτεραιοτήτων της εξωτερικής πολιτικής της και της πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας την ενεργό συμμετοχή της στις ευρωπαϊκές αμυντικές πρωτοβουλίες».
Ούτε λίγο ούτε πολύ, δηλαδή, η Τουρκία επιχειρεί να μπει από την πίσω πόρτα στην ΕΕ, αρχικά μέσω της «ευρω-Άμυνας».
Δραματικές διαπιστώσεις
Η εισήγηση, όμως, περιλαμβάνει ορισμένες εξαιρετικά σημαντικές διαπιστώσεις, σε πολύ μεγάλο βαθμό αρνητικές για τα ελληνικά συμφέροντα.
Ουσιαστικά, αναφέρει ότι η ΝΑΤΟϊκή γραφειοκρατία είναι ευθέως υπέρ της Τουρκίας και ότι η πλειοψηφία των κρατών - μελών της ΕΕ επ’ ουδενί θέλει να τα «σπάσει» με την Άγκυρα.
Κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το αφήγημα της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία τα βλέπει όλα ρόδινα, χάρις στην «αλληλεγγύη» προς την Ελλάδα από τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Εάν ισχύουν όλα αυτά, μάλιστα, το αφήγημα περί «απομονωμένης Τουρκίας» μάλλον μοιάζει με ... κυβερνητικό παραμύθι.
«Η Τουρκία -αναφέρεται στην εισήγηση- θα επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει την απόρριψη του συγκεκριμένου αιτήματός της (σ.σ. για ένταξη στην PESCO) ως μοχλό διαίρεσης των Ευρωπαίων συμμάχων και μετατροπής τους σε φερέφωνα της «σπουδαιότητας» της τουρκικής αίτησης. Κι' αυτό με δεδομένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία τους θεωρεί ως επιβεβλημένη τη διατήρηση της πρόσδεσης της Τουρκίας στο «άρμα της Δύσης» ανεξαρτήτως κόστους» (!).
Εάν ισχύει κάτι τέτοιο, και η Τουρκία -χάρις, βέβαια, στους ισχυρούς «συμμάχους» της εντός της ΕΕ- μπορεί να κάνει άνω - κάτω την ΕΕ, τότε τα πράγματα είναι άκρως απαισιόδοξα για την πορεία των ελληνικών εθνικών συμφερόντων.
Εάν απορριφθεί η αίτηση της Τουρκίας, σημειώνει η εισήγηση, η Άγκυρα, όπως είναι αναμενόμενο, κατά την προσφιλή τακτική της, θα ρίξει τις ευθύνες στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Κάτι, όμως, που έτσι κι' αλλιώς κάνει η Τουρκία, είτε η Αθήνα και η Λευκωσία μπλοκάρουν αποφάσεις υπέρ της στην ΕΕ, είτε όχι. Εξάλλου, έφτασε στο απίστευτο σημείο να καταγγέλλει την Ελλάδα ως τον «προβοκάτορα» και τον «ταραχοποιό» στην Α.Μεσόγειο.
Η Άγκυρα, λοιπόν, θα ισχυριστεί ότι «η αναθέρμανση των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ, δια της συμμετοχής της στις αμυντικές της πρωτοβουλίες, παρεμποδίζονται εξαιτίας της αντιπαραγωγικής στάσης ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών οι οποίες θέτοντας «παράλογες και μαξιμαλιστικές αξιώσεις» για τους δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς, δυσχεραίνουν τις ευρω-τουρκικές σχέσεις και κατ' επέκταση τη συνεργασία ΝΑΤΟ-ΕΕ».
Το εντυπωσιακό, τέλος, είναι ότι στην εισήγηση αναφέρεται πως «την τουρκική θεώρηση» και ειδικά εκείνο το σημείο ότι «η ΕΕ δεν ενδιαφέρεται να ανταποκριθεί στο επίπεδο φιλοδοξίας που επιδεικνύει το ΝΑΤΟ για την προώθηση των σχέσεων των δύο Οργανισμών», τη «συμμερίζεται και ατυχώς προωθεί εν πολλοίς και η ΝΑΤΟϊκή γραφειοκρατία» (!).