Καλά είναι τα νέα για όσους λατρεύουν το γάλα αλλά λόγω υψηλής χοληστερόλης έχουν ελαττώσει την κατανάλωση του, καθώς σύμφωνα με μεγάλης κλίμακας βρετανική μελέτη το γάλα δεν σχετίζεται με τα αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης
Από: ygeiamou.gr
Άλλος ένας διατροφικός μύθος γύρω από τα γαλακτοκομικά προϊόντα φαίνεται πως καταρρίπτεται σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατης έρευνας. Σύμφωνα με τα νέα επιστημονικά δεδομένα της μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Reading στο Ηνωμένο Βασίλειο, η συστηματική κατανάλωση ζωϊκού γάλακτος δε συσχετίζεται με αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης.
Η μεγάλη αυτή έρευνα που δημοσιεύτηκε στο International Journal of Obesity εξέτασε τρεις πληθυσμιακές έρευνες και διεπίστωσε ότι τα άτομα που κατανάλωναν συχνά μεγάλες ποσότητες γάλακτος είχαν μικρότερες τιμές τόσο της καλής όσο και της κακής χοληστερόλης, παρόλο που ο δείκτης μάζας σώματος τους ήταν υψηλότερος σε σύγκριση με όσους δεν κατανάλωναν γάλα. Μια περαιτέρω ανάλυση κάποιων άλλων μεγάλων μελετών ανέδειξε τη συσχέτιση μεταξύ της συχνής κατανάλωσης γάλακτος με εώς και 14% μειωμένη πιθανότητα εμφάνισης στεφανιαίας νόσου.
Η ομάδα των ερευνητών υιοθέτησαν μια γενετική προσέγγιση στην κατανάλωση ζωϊκού γάλακτος εστιάζοντας σε μια παραλλαγή του γονιδίου της λακτάσης που σχετίζεται με την πέψη της λακτόζης και τη διάσπασή της. Η μελέτη ανέδειξε ότι η γενετική αυτή παραλλαγή, κατά την οποία οι άνθρωποι μπορούν να διασπάσουν τη λακτόζη, ήταν ένας καλός τρόπος να εντοπίσουν τα ατόμα που κατανάλωναν περισσότερο γάλα.
Η νέα μελέτη πραγματοποιήθηκε έπειτα από αρκετές αντιφατικές μελέτες που είχαν προηγουμένως διερευνήσει την αιτιώδη σχέση μεταξύ της υψηλότερης πρόσληψης γαλακτοκομικών προϊόντων και των καρδιομεταβολικών ασθενειών όπως η παχυσαρκία και ο διαβήτης. Λαμβάνοντας υπόψιν ορισμένες ασυνέπειες στο μέγεθος της δειγματοληψίας, όπως την εθνικότητα και άλλους παράγοντες, η ομάδα διεξήγαγε μια μετα-ανάλυση δεδομένων σε έως 1,9 εκατομμύρια άτομα και χρησιμοποίησε τη γενετική προσέγγιση για να αποφύγει τη σύγχυση.
Ακόμα και στην περίπτωση που τα στοιχεία της UK Biobank έδειξαν ότι τα άτομα με την γενετική παραλλαγή της λακτάσης είχαν 11% χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, η μελέτη δεν απέδειξε τη σύνδεση μεταξύ της υψηλότερης πρόσληψης γάλακτος και της αυξημένης πιθανότητας εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη ή σύνδεση με τα σχετικά του γνωρίσματα όπως τα επίπεδα της γλυκόζης και οι βιοδείκτες της φλεγμονής.
Από: ygeiamou.gr
Άλλος ένας διατροφικός μύθος γύρω από τα γαλακτοκομικά προϊόντα φαίνεται πως καταρρίπτεται σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατης έρευνας. Σύμφωνα με τα νέα επιστημονικά δεδομένα της μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Reading στο Ηνωμένο Βασίλειο, η συστηματική κατανάλωση ζωϊκού γάλακτος δε συσχετίζεται με αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης.
Η μεγάλη αυτή έρευνα που δημοσιεύτηκε στο International Journal of Obesity εξέτασε τρεις πληθυσμιακές έρευνες και διεπίστωσε ότι τα άτομα που κατανάλωναν συχνά μεγάλες ποσότητες γάλακτος είχαν μικρότερες τιμές τόσο της καλής όσο και της κακής χοληστερόλης, παρόλο που ο δείκτης μάζας σώματος τους ήταν υψηλότερος σε σύγκριση με όσους δεν κατανάλωναν γάλα. Μια περαιτέρω ανάλυση κάποιων άλλων μεγάλων μελετών ανέδειξε τη συσχέτιση μεταξύ της συχνής κατανάλωσης γάλακτος με εώς και 14% μειωμένη πιθανότητα εμφάνισης στεφανιαίας νόσου.
Η ομάδα των ερευνητών υιοθέτησαν μια γενετική προσέγγιση στην κατανάλωση ζωϊκού γάλακτος εστιάζοντας σε μια παραλλαγή του γονιδίου της λακτάσης που σχετίζεται με την πέψη της λακτόζης και τη διάσπασή της. Η μελέτη ανέδειξε ότι η γενετική αυτή παραλλαγή, κατά την οποία οι άνθρωποι μπορούν να διασπάσουν τη λακτόζη, ήταν ένας καλός τρόπος να εντοπίσουν τα ατόμα που κατανάλωναν περισσότερο γάλα.
Η νέα μελέτη πραγματοποιήθηκε έπειτα από αρκετές αντιφατικές μελέτες που είχαν προηγουμένως διερευνήσει την αιτιώδη σχέση μεταξύ της υψηλότερης πρόσληψης γαλακτοκομικών προϊόντων και των καρδιομεταβολικών ασθενειών όπως η παχυσαρκία και ο διαβήτης. Λαμβάνοντας υπόψιν ορισμένες ασυνέπειες στο μέγεθος της δειγματοληψίας, όπως την εθνικότητα και άλλους παράγοντες, η ομάδα διεξήγαγε μια μετα-ανάλυση δεδομένων σε έως 1,9 εκατομμύρια άτομα και χρησιμοποίησε τη γενετική προσέγγιση για να αποφύγει τη σύγχυση.
Ακόμα και στην περίπτωση που τα στοιχεία της UK Biobank έδειξαν ότι τα άτομα με την γενετική παραλλαγή της λακτάσης είχαν 11% χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, η μελέτη δεν απέδειξε τη σύνδεση μεταξύ της υψηλότερης πρόσληψης γάλακτος και της αυξημένης πιθανότητας εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη ή σύνδεση με τα σχετικά του γνωρίσματα όπως τα επίπεδα της γλυκόζης και οι βιοδείκτες της φλεγμονής.