Η Λενιώ κι’ η Πελαγία, κι’ η κάθε κουτσή Μαρία, για την εξοχή τραβούν, και τη σκούφια τους πετούν...
Από: protothema.gr
Θωμάς Σιταράς
Γενικός συναγερμός λοιπόν, πανδαιμόνιο και ηρωική έξοδος των μακάρων Αθηναίων συν γυναιξί και τέκνοις προς τις εξοχές και τα εξοχικά κέντρα παρατηρήθηκε αυτές τις ημέρες του τρομερού καύσωνα που ενέσκηψε εις την πανευδαίμονα αυτή χώρα πού θάλλει η ελαία και ακμάζει η… αγγουρέα!
Σωστή ηρωική έξοδος Μεσολογγίου. Γυναικούλες πάσης κατηγορίας και όγκων εξόρμησαν από τας προσφυγικάς κρυψώνας των και αφού σχημάτισαν μικρές τοπικές στρατιές –με εμπροσθοφυλακή τα διάφορα μυξιάρικα κουτσούβελα- κατέλαβαν εξ εφόδου τας διαφόρους διόδους που οδηγούσαν εις τας στάσεις του εξοχικού τραμ και απ’ εκεί περίμεναν την εμφάνισή του διά να του επιτεθούν και να το καταλάβουν εξ απήνης.
Και αφού παραταχθούν κατά τετράδας και αναμένουν, αίφνης, νάτο, νάτο παιδιά, αναφωνεί εν χορώ η μαρίδα των κουτσούβελων. Τότε όλων τα βλέμματα καρφώνονται στο κινούμενο μεγαθήριο. Προσοχή! αναφωνεί ο πάτερ φαμίλιας, ο βλοσυρός αρχηγός της μικρής στρατιάς. Αλλά μόλις φθάνει το "θηρίο" η πειθαρχία κλονίζεται, η στρατιά επαναστατεί, ο καθένας προσπαθεί να προσπεράσει τον άλλο, προκαλείται πανδαιμόνιο, ποδοπατήματα, ξεφωνητά κι’ όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε.
-Το παιδί πρώτα, μωρή κατσίκα, ωρύεται η κυρία στη μικρή υπηρέτρια από την Άνδρο.
-Στάσου ντε κι’ εσύ απ’ τη μέση, ψοφίμι, φωνάζει ο γαμπρός στην άκακη πεθερά του.
-Μη βλαστημάτε μωρέ την Παναγία, ανάθεμα τον άγιο που προσκυνάτε. Αναφωνεί κάποιος φιλόθρησκος σεβάσμιος κύριος.
Εν τω μεταξύ ο οδηγός χτυπά και ξαναχτυπά δαιμονιωδώς το κουδούνι, φωνάζει να γίνει η επιβίβαση σύντομα, αγανακτεί, και μόλις μετά από ένα τέταρτο κατορθώνει να λύσει φρένο και να φύγει.
Αρχίζει ακολούθως η αναστάτωση μέσα στο τραμ. Η υπηρέτρια με τα τσόκαρα ξεγδέρνει το σκαρπίνι μιας κυρίας, ένας μικρός λερώνει το φανελένιο παντελόνι με τα λερωμένα χέρια του, ο άλλος πατάει το κάλο ενός νευρικού κυρίου, δύο μικρά πέφτουν χάμω από το τράνταγμα του βαγονιού και λύνουν η μύτες τους. Η εξ Άνδρου υπηρέτρια κάθησε κατά λάθος στο καλάθι με τ’ αυγά και τα έκανε ομελέττα, ενώ η μητέρα ξεφωνίζει:
-Που είσαι Γιώργο, Μήτσο, Κώστα, Ντόντο, Θωμά, Ελένη, Λεμονιά, Λευκή, όλοι εδώ;
Γίνεται βλέπετε το προσκλητήριο προκειμένου να καθορισθούν οι απώλειες της κατάληψης του φρουρίου.
Επί τέλους η εκκίνηση με το τραμ πραγματοποιήθηκε αισίως. Ο πατέρας, ευτυχισμένος ότι κατόρθωσε να κινήσει όλες τις οικογενειακές του δυνάμεις προς την εξοχήν χωρίς καμία απώλεια, καταλαμβάνεται από κέφι κι’ αρχίζει να σιγοτραγουδά στον εξώστη.
Με τα δουλικά
Και με μπόλικη σαβούρα
Πάν’ τα λαδικά
Στην όμορφη εξοχούλα
Ταράμ ταμ ταμ…
Πάμε ούλοι μας να φάμ….
-Μωρέ όρεξη που την έχεις για τραγούδι, ύστερα από τέτοια κλωτσοπατινάδα, λέγει επιτιμητικώς τότε η συμβία.
-Γιατί δηλαδή δε σ’ αρέσει;
-Χαρά στο κέφι σου…
-Σκάσε μωρή…
Και με τρόπο της σκάζει ένα ελαφρύ μπάτσο, ο οποίος ακούγεται, τσαφ!
-Η ασφάλεια κάηκε; Ρωτάει ένας ετοιμόλογος επιβάτης.
-Έτσι φαίνεται συμπληρώνει άλλος.
Εν τω μεταξύ όμως αι φιλοφρονήσεις μεταξύ του ανδρόγυνου συνεχίζονται εις τόνο Μι Φα-Σολ…
Όταν η οικογένεια φθάσει στον προορισμό της, τσαλακωμένη και αηδιασμένη, είναι μεσημέρι. Τσιμπούν φύρδην-μίγδην ό,τι βρεθεί στο ταβερνάκι, ο οικογενειάρχης μπαίνει στο κέφι, γίνεται τύφλα, το παραμικρό τον χτυπάει στο φιλότιμο, τραβάει τη διμούτσουνη ή τον κολοκοτρωνέικο σουγιά, σφάζει ένα ζευγάρι κοτόπουλα και το βράδυ μεταφέρεται επί διερχομένης σούστας στο σπίτι.
Αυτά όλα λέγονται απόλαυση, γλέντι, εξοχή της Ελληνικής οικογένειας.
("Εξέλσιορ" 1932)
Για περισσότερα δείτε εδώ
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος- Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
Θωμάς Σιταράς
Γενικός συναγερμός λοιπόν, πανδαιμόνιο και ηρωική έξοδος των μακάρων Αθηναίων συν γυναιξί και τέκνοις προς τις εξοχές και τα εξοχικά κέντρα παρατηρήθηκε αυτές τις ημέρες του τρομερού καύσωνα που ενέσκηψε εις την πανευδαίμονα αυτή χώρα πού θάλλει η ελαία και ακμάζει η… αγγουρέα!
Σωστή ηρωική έξοδος Μεσολογγίου. Γυναικούλες πάσης κατηγορίας και όγκων εξόρμησαν από τας προσφυγικάς κρυψώνας των και αφού σχημάτισαν μικρές τοπικές στρατιές –με εμπροσθοφυλακή τα διάφορα μυξιάρικα κουτσούβελα- κατέλαβαν εξ εφόδου τας διαφόρους διόδους που οδηγούσαν εις τας στάσεις του εξοχικού τραμ και απ’ εκεί περίμεναν την εμφάνισή του διά να του επιτεθούν και να το καταλάβουν εξ απήνης.
Και αφού παραταχθούν κατά τετράδας και αναμένουν, αίφνης, νάτο, νάτο παιδιά, αναφωνεί εν χορώ η μαρίδα των κουτσούβελων. Τότε όλων τα βλέμματα καρφώνονται στο κινούμενο μεγαθήριο. Προσοχή! αναφωνεί ο πάτερ φαμίλιας, ο βλοσυρός αρχηγός της μικρής στρατιάς. Αλλά μόλις φθάνει το "θηρίο" η πειθαρχία κλονίζεται, η στρατιά επαναστατεί, ο καθένας προσπαθεί να προσπεράσει τον άλλο, προκαλείται πανδαιμόνιο, ποδοπατήματα, ξεφωνητά κι’ όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε.
-Το παιδί πρώτα, μωρή κατσίκα, ωρύεται η κυρία στη μικρή υπηρέτρια από την Άνδρο.
-Στάσου ντε κι’ εσύ απ’ τη μέση, ψοφίμι, φωνάζει ο γαμπρός στην άκακη πεθερά του.
-Μη βλαστημάτε μωρέ την Παναγία, ανάθεμα τον άγιο που προσκυνάτε. Αναφωνεί κάποιος φιλόθρησκος σεβάσμιος κύριος.
Εν τω μεταξύ ο οδηγός χτυπά και ξαναχτυπά δαιμονιωδώς το κουδούνι, φωνάζει να γίνει η επιβίβαση σύντομα, αγανακτεί, και μόλις μετά από ένα τέταρτο κατορθώνει να λύσει φρένο και να φύγει.
Αρχίζει ακολούθως η αναστάτωση μέσα στο τραμ. Η υπηρέτρια με τα τσόκαρα ξεγδέρνει το σκαρπίνι μιας κυρίας, ένας μικρός λερώνει το φανελένιο παντελόνι με τα λερωμένα χέρια του, ο άλλος πατάει το κάλο ενός νευρικού κυρίου, δύο μικρά πέφτουν χάμω από το τράνταγμα του βαγονιού και λύνουν η μύτες τους. Η εξ Άνδρου υπηρέτρια κάθησε κατά λάθος στο καλάθι με τ’ αυγά και τα έκανε ομελέττα, ενώ η μητέρα ξεφωνίζει:
-Που είσαι Γιώργο, Μήτσο, Κώστα, Ντόντο, Θωμά, Ελένη, Λεμονιά, Λευκή, όλοι εδώ;
Γίνεται βλέπετε το προσκλητήριο προκειμένου να καθορισθούν οι απώλειες της κατάληψης του φρουρίου.
Επί τέλους η εκκίνηση με το τραμ πραγματοποιήθηκε αισίως. Ο πατέρας, ευτυχισμένος ότι κατόρθωσε να κινήσει όλες τις οικογενειακές του δυνάμεις προς την εξοχήν χωρίς καμία απώλεια, καταλαμβάνεται από κέφι κι’ αρχίζει να σιγοτραγουδά στον εξώστη.
Με τα δουλικά
Και με μπόλικη σαβούρα
Πάν’ τα λαδικά
Στην όμορφη εξοχούλα
Ταράμ ταμ ταμ…
Πάμε ούλοι μας να φάμ….
-Μωρέ όρεξη που την έχεις για τραγούδι, ύστερα από τέτοια κλωτσοπατινάδα, λέγει επιτιμητικώς τότε η συμβία.
-Γιατί δηλαδή δε σ’ αρέσει;
-Χαρά στο κέφι σου…
-Σκάσε μωρή…
Και με τρόπο της σκάζει ένα ελαφρύ μπάτσο, ο οποίος ακούγεται, τσαφ!
-Η ασφάλεια κάηκε; Ρωτάει ένας ετοιμόλογος επιβάτης.
-Έτσι φαίνεται συμπληρώνει άλλος.
Εν τω μεταξύ όμως αι φιλοφρονήσεις μεταξύ του ανδρόγυνου συνεχίζονται εις τόνο Μι Φα-Σολ…
Όταν η οικογένεια φθάσει στον προορισμό της, τσαλακωμένη και αηδιασμένη, είναι μεσημέρι. Τσιμπούν φύρδην-μίγδην ό,τι βρεθεί στο ταβερνάκι, ο οικογενειάρχης μπαίνει στο κέφι, γίνεται τύφλα, το παραμικρό τον χτυπάει στο φιλότιμο, τραβάει τη διμούτσουνη ή τον κολοκοτρωνέικο σουγιά, σφάζει ένα ζευγάρι κοτόπουλα και το βράδυ μεταφέρεται επί διερχομένης σούστας στο σπίτι.
Αυτά όλα λέγονται απόλαυση, γλέντι, εξοχή της Ελληνικής οικογένειας.
("Εξέλσιορ" 1932)
Για περισσότερα δείτε εδώ
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος- Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς