Από: capital.gr - Του Κώστα Ράπτη
Ο ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου χλεύασε τους συντάκτες του δημοσιεύματος (το οποίο αναπαρήχθη ευρέως στη Δύση) λέγοντας χαρακτηριστικά ότι "αυτοί γνωρίζουν κάτι που δεν γνωρίζω εγώ”. Ωστόσο, ακόμη και αν δεν ισχύουν οι πληροφορίες περί του Kanopus-V, γεγονός παραμένει ότι οι σχέσεις της Ρωσίας με την Ισλαμική Δημοκρατία γίνονται όλο και πιο θερμές.
Οι λόγοι για κάτι τέτοιο είναι αντικειμενικοί. Όσο περισσότερο προχωρά η επανένταξη της Τουρκίας του Ερντογάν στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, τόσο η ρωσική πολιτική είναι υποχρεωμένη να αναζητά στη Μέση Ανατολή αντίβαρα, σε μία κίνηση που προορίζεται να είναι όλο και πιο επιθετική.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα θέματα που κυριαρχούν στην ατζέντα της συνάντησης του Τζο Μπάιντεν με τον Ταγίπ Ερντογάν τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες άπτονται ρωσικών συμφερόντων: Συρία, Ανατολική Μεσόγειος, Μαύρη Θάλασσα, Καύκασος. Και αν τελικά οι δύο ηγέτες βρούν τον κατάλληλο συμβιβασμό ώστε να μπουν "στο ράφι” τα ρωσικά συστήματα S-400 που έχει προμηθευτεί ο Ερντογάν, προς αναστάτωση των συμμάχων του στο ΝΑΤΟ, το πλήγμα στο κύρος του Πούτιν θα είναι έως και προσωπικό.
Πόσω μάλλον που η αμερικανο-τουρκική επαναπροσέγγιση αναμένεται να επιστεφθεί με την συμφωνία ανάθεσης σε τουρκικές δυνάμεις της ασφάλειας του αεροδρομίου και των ξένων πρεσβειών στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, Καμπούλ. Οι Ταλιμπάν βεβαίως αντιδρούν στο σχέδιο αυτό (με την ενθάρρυνση και του Πακιστάν, το οποίο δεν επιθυμεί την εμφάνιση νέων παικτών στην αφγανική κρίση) και ζητούν την αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Ουάσιγκτον δίνει στην Άγκυρα το μήνυμα ότι ενθαρρύνει τις κεντρασιατικές φιλοδοξίες της (σε αντάλλαγμα πιθανότατα για την αναδίπλωσή της σε άλλα μέτωπα), προκειμένου ο παντουρκισμός να τεθεί στην υπηρεσία της προσπάθειας ανάσχεσης της Ρωσίας και της Κίνας.
Και ο Ερντογάν, από την πλευρά του, σπεύδει προκαταβολικά να σηματοδοτήσει τη "χρησιμότητα” της χώρας του για τη Δύση στο πλαίσιο του νέου Ψυχρού Πολέμου, συνάπτοντας στρατιωτική συμφωνία με την Ουκρανία, συσφίγγοντας τις σχέσεις με την Πολωνία κ.ο.κ.
Με άλλα λόγια, ο Τζο Μπάιντεν σκοπεύει να προσέλθει στη κρίσιμη συνάντησή του την Τετάρτη στη Γενεύη με τον Βλαντίμιρ Πούτιν (δύο ημέρες μετά το ραντεβού με τον Ερντογάν) κατάλληλα "εξοπλισμένος”.
Η διαφαινόμενη (εκτός απροόπτου, διότι μεταξύ άλλων το "αγκάθι” του Κουρδικού ζητήματος παραμονεύει πάντοτε) επανευθυγράμμιση της Άγκυρας με τις προτεραιότητες της Δύσης θέτει εν αμφιβόλω την προοπτική της "Διαδικασίας της Αστάνα”, που την Τουρκία με την Ρωσία και το Ιράν και αναδεικνύει εκ νέου την ιστορικά ανταγωνιστική σχέση των τριών αυτών χωρών.
Σε αυτό το πλαίσιο, Μόσχα και Τεχεράνη είναι υποχρεωμένες να συσπειρωθούν. Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη είναι το εγκώμιο των ρωσο-ιρανικών σχέσεων στο οποίο προχώρησε ο πρόεδρος του Ιράν Χασάν Ροχανί κατά την πρόσφατη (διαδικτυακή) τελετή εγκαινίων του σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην επαρχία του Χορμοζγκάν, ο οποίος κατασκευάσθηκε με ρωσική εμπλοκή. Κάνοντας τον απολογισμό της οκταετούς προεδρίας του, η οποία φθάνει στη λήξη της, ο Ροχανί μίλησε για την "προώθηση” των "ήδη φιλικών” σχέσεων με τον "σημαντικό αυτό γείτονα” και εξέφρασε την "ευγνωμοσύνη” του προς τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Σημειώνεται ότι ο Ροχανί βάλλεται στο εσωτερικό για τις παραχωρήσεις στις οποίες φέρεται να προέβη κατά τη συμφωνία του 2018 με τη Ρωσία και τις λοιπές παράκτιες χώρες για τον καθορισμό των θαλάσσιων δικαιοδοσιών στην Κασπία.
Με την Ισλαμική Δημοκρατία να βρίσκεται σε κλοιό σκληρών κυρώσεων από τη Δύση, είναι προφανές ότι η Τεχεράνη δεν έχει και πολλές κατευθύνσεις προς τις οποίες να στραφεί. Όμως η σχέση με τη Ρωσία σκιάζεται από την παραδοσιακή καχυποψία που έχει κληροδοτήσει τη ιστορία των δύο χωρών, καθώς και από το ισορροπιστικό παιχνίδι της Μόσχας, η οποία ενδιαφέρεται μεν να διευρύνει το αποτύπωμά της στη Μέση Ανατολή και να στηρίξει τον μεγάλο αντίπαλο των ΗΠΑ στην περιοχή, όχι όμως μέχρι του σημείου που να αμφισβητηθεί το ολιγοπώλιο των μεγάλων δυνάμεων στα πυρηνικά όπλα. Τόσο στην διαδρομή μέχρι τη σύναψη της διεθνούς συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, όσο και στην παρούσα φάση όπου επιχειρείται η αναβίωσή της με τις συνομιλίες των συνυπογραψάντων στη Βιέννη, η Ρωσία λειτούργησε υποστηρικτικά, ασκώντας όμως ταυτόχρονα και πιέσεις όποτε έπρεπε να καμφθεί η ιρανική αδιαλλαξία, λ.χ. διακόπτοντας κατά καιρούς τις εργασίες κατασκευής του πυρηνικού σταθμού του Μπουσέχρ που εντέλει ολοκληρώθηκε το 2013.