Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος
Ανάλυση
Η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει τις δαπάνες με δανεικά χρήματα, όπως άλλωστε την περίοδο 2004/09 που υπερχρέωσε την Ελλάδα οδηγώντας την στο ΔΝΤ, σαν να μην υπάρχει αύριο – δυστυχώς για καταναλωτικούς και όχι για επενδυτικούς σκοπούς, με δανεικά που θα πληρώσουμε πανάκριβα εμείς και τα παιδιά μας. Έχει δε στηρίξει όλες τις ελπίδες της για αναπτυξιακές επενδύσεις στα χρήματα του Ταμείου Ανασυγκρότησης – στα 17,77 δις € των επιδοτήσεων, καθώς επίσης στα 12,72 δις € των δανείων, χωρίς να λέει στους ιθαγενείς τον τρόπο διάθεσης τους.
Εν προκειμένω, σε γενικές γραμμές για 102 € επένδυση, θα πρέπει κανείς να βάλει τα 34 € από την τσέπη του και να δανεισθεί τα 34 € από τις τράπεζες, για να επιδοτηθεί με τα υπόλοιπα 34 € – κάτι που δεν θεωρούμε εύκολο, σε μία χώρα που βιώνει για 11η συνεχή χρονιά μνημόνια, ενώ έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από τα ανεύθυνα και αχρείαστα αυστηρά lockdown.
Οι προβλέψεις βέβαια της ΤτΕ, όσον αφορά την ανάπτυξη, είναι αρκετά αισιόδοξες (ανάλυση) – αν και οφείλουμε να είμαστε συγκρατημένοι, αν μη τι άλλο λόγω των δυσθεώρητων δημοσίων, εξωτερικών και κόκκινων ιδιωτικών χρεών μας, καθώς επίσης του προβληματικού τραπεζικού μας τομέα. Πόσο μάλλον εάν η ΕΚΤ περιορίσει τα νομισματικά της μέτρα, λόγω των πιέσεων που ήδη ασκούν η Γερμανία και η Ολλανδία – φοβούμενες την άνοδο του πληθωρισμού στις χώρες τους που έχει ήδη εμφανισθεί.
Από την άλλη πλευρά, φαίνεται πως θα επιταχυνθεί η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της χώρας μας, αφενός μεν από τις πιέσεις που ασκούνται για το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, αφετέρου από την εφαρμογή του πτωχευτικού νόμου έκτρωμα που ξεκίνησε από χθες – με την κυβέρνηση να διαστρεβλώνει τα γεγονότα, αναφερόμενη γκεμπελικά σε «ρυθμίσεις» 240 και 480 δόσεων, παρά το ότι ακόμη και η ΓΣΕΒΕΕ τονίζει πως θα εξαθλιωθούν όσοι υπαχθούν στην πτωχευτική διαδικασία (πηγή). Πολύ σωστά δε τονίσθηκε το ακόλουθο σενάριο που οφείλουν να λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν τους οι Έλληνες:
«Υποθέτουμε ότι υπάρχουν φυσικά πρόσωπα που έχουν κόκκινες οφειλές προς το Δημόσιο, αλλά ταυτόχρονα και ενήμερα δάνεια. Όλοι αυτοί, όταν θα μπουν στην πλατφόρμα να ρυθμίσουν τις οφειλές τους στο δημόσιο, το σύστημα αυτόματα θα ψάξει άλλες οφειλές. Θα σταλεί λοιπόν στην τράπεζα που έχουν το δάνειο αίτημα ρύθμισης.
Εάν τα δάνεια είναι ενήμερα, το πιθανότερο είναι ότι οι τράπεζες θα αρνούνται τις ρυθμίσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα «όχι» των τραπεζών θα είναι μαζικά, επειδή δικαιολογημένα θα θελήσουν να προστατεύσουν τα πράσινα χαρτοφυλάκια τους. Επομένως, πόσο εύκολο θα είναι να συγκεντρωθεί η πλειοψηφία των πιστωτών που απαιτείται, για να λειτουργήσει η ρύθμιση;
Εάν υποθέσουμε τώρα πως οι τράπεζες απαντούν «ναι» στα αιτήματα της πλατφόρμας και κάνουν δεκτές τις ρυθμίσεις των δανείων, η ρύθμιση θα λειτουργήσει αποτελεσματικά και 1,5 εκ. Πολίτες θα ρυθμίσουν τα χρέη τους. Όμως, απολαμβάνοντας το ευεργέτημα της ρύθμισης, ουσιαστικά αποκλείονται για τα επόμενα (αρκετά) χρόνια από τον τραπεζικό δανεισμό – επειδή επιβαρύνουν το προφίλ τους ως δανειολήπτες. Πόσοι αλήθεια θα το επιλέξουν και πώς θα αναπτυχθεί η οικονομία;».
Συμπερασματικά λοιπόν υπάρχουν πολλοί άγνωστοι παράγοντες, από τους οποίους εξαρτάται το μέλλον της χώρας μας – ενώ το γεγονός ότι, δεν εκμεταλλευθήκαμε καθόλου την περίοδο της πανδημίας για να αλλάξουμε το αποτυχημένο οικονομικό και το λανθασμένο τουριστικό μας μοντέλο, ήταν ασφαλώς εγκληματικό. Για να είμαστε πιο κατανοητοί, εάν είχαμε χρησιμοποιήσει διαφορετικά τη χαλαρότητα της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής της ΕΕ, η Ελλάδα θα μπορούσε σήμερα να εξέλθει με μεγάλα πλεονεκτήματα από την υγειονομική κρίση – όχι να χρεωθεί ακόμη περισσότερο, από μία επίσης ανεύθυνη κυβέρνηση της.
Ενδιαφέρον έχει πάντως η άτυπη συγκυβέρνηση της Ελλάδας, από τα τρία κόμματα της Τρόικα Εσωτερικού που συμφωνούν στα πάντα – από τα μνημόνια και την υποθήκευση της χώρας για 99 χρόνια, έως την κάνναβη και το Ελληνικό, όπου δίνεται γη και ύδωρ στον Όμιλο Λάτση (άρθρο). Άτυπη, επειδή μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ προσκαλούνται σε δημόσιες συζητήσεις και εκδηλώσεις από τη ΝΔ – όπως στις πρόσφατες για την Αγορά και για την Υγεία.
Οι διεθνείς συνθήκες
Σε παγκόσμιο επίπεδο τώρα, σύμφωνα με το Economist οι επιχειρήσεις αρχίζουν να επενδύουν πολύ μεγάλα ποσά – όπως στις Η.Π.Α., στις οποίες οι κεφαλαιουχικές δαπάνες ή «capex», όπως αποκαλούνται, εκ μέρους των εταιριών αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό 15%, τόσο για υλικές επενδύσεις, όπως είναι τα μηχανήματα και τα εργοστάσια, όσο και για άυλες, όπως είναι το λογισμικό.
Το ίδιο συμβαίνει σε πολλά μέρη του πλανήτη, με αποτέλεσμα οι προβλέψεις για επιχειρηματικές επενδύσεις να είναι τόσο ρόδινες, όσο ποτέ – με τη Morgan Stanley να προβλέπει έναν «καυτό κόκκινο κύκλο», εκτιμώντας πως θα ανέλθουν στο 121% σε σχέση με το επίπεδο τους πριν από την ύφεση το 2022 (γράφημα). Η Markit δε προβλέπει πως οι παγκόσμιες πραγματικές σταθερές επενδύσεις θα αυξηθούν περισσότερο από 6% το 2021 – ενώ το ίδιο αισιόδοξη εμφανίζεται και η Oxford Economics.
Σημειώνοντας εδώ πως οι ακαθάριστες εγχώριες επιχειρηματικές επενδύσεις, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, είχαν πολύ χαμηλό ρυθμό ανόδου στις Η.Π.Α. από τις αρχές του 1980, ενώ μετά την κρίση του 2007/09 χρειάστηκαν πάνω από δύο χρόνια για να επανέλθουν στο προηγούμενο υψηλό τους οι παγκόσμιες επενδύσεις σε πραγματικούς όρους, φαίνεται πως αυτή τη φορά η εικόνα αλλάζει – με την έννοια πως η πτώση των επενδύσεων ήταν μεν πιο έντονη στην αρχή της πανδημίας, αλλά πιο γρήγορη η ανάκαμψη τους σήμερα, προφανώς λόγω των πρωτοφανών νομισματικών και δημοσιονομικών μέτρων που ελήφθησαν.
Εάν επαληθευθούν οι προβλέψεις, η παγκόσμια οικονομία δεν θα αντιμετωπίσει την επανάληψη των προβλημάτων της δεκαετίας του 2010 – όπου η αύξηση του ΑΕΠ και της παραγωγικότητας ήταν αδύναμη, παραμένοντας κάτω από τα επίπεδα πριν την κρίση. Με δεδομένο δε το ότι, οι επενδύσεις σε νέα προϊόντα, τεχνολογίες και επιχειρηματικές πρακτικές αποτελούν τα θεμέλια της εξασφάλισης υψηλότερων εισοδημάτων και καλύτερης ποιότητας ζωής, οι προοπτικές για το μέλλον είναι πολύ αισιόδοξες – με τις παγκόσμιες εταιρείες τεχνολογίας να αναμένεται πως θα αυξήσουν τις κεφαλαιουχικές δαπάνες τους κατά 42% το 2021 σε σχέση με το 2019.
Περαιτέρω, η Apple δήλωσε πως θα επενδύσει 430 δις $ στις Η.Π.Α. στα επόμενα πέντε χρόνια – αναβαθμίζοντας τα προηγούμενα σχέδια της κατά 20%. Το ίδιο συμβαίνει και με την TSMC της Ταιβάν, με τη μεγαλύτερη εταιρεία κατασκευής ημιαγωγών στον κόσμο, η οποία ανακοίνωσε πρόσφατα πως θα επενδύσει 100 δις $ τα επόμενα τρία χρόνια – ενώ κάτι ανάλογο προβλέπεται για τη Samsung που θα αυξήσει τις κεφαλαιακές επενδύσεις της κατά 13% το 2021, παρά την αύξηση τους κατά 45% το 2020.
Προφανώς οι τεχνολογικές εταιρίες θα δαπανήσουν μεγάλα ποσά, επειδή η πανδημία έχει δημιουργήσει καινούργιες απαιτήσεις και ευκαιρίες – αφού οι περισσότερες αγορές πραγματοποιούνται πλέον μέσω του διαδικτύου και η τηλεργασία αυξάνεται (υπάρχει μεγάλη άνοδος στην κατάθεση αιτήσεων για διπλώματα ευρεσιτεχνίας που έχουν σχέση με τεχνολογίες εργασίας από το σπίτι), με αποτέλεσμα να χρειάζονται νέος εξοπλισμός και λογισμικό, για να λειτουργούν χωρίς προβλήματα.
Δεν είναι όμως μόνο οι εταιρίες τεχνολογίας που σχεδιάζουν τη διεξαγωγή μεγάλων επενδύσεων – αλλά, επίσης, οι επιχειρήσεις λιανικών πωλήσεων, όπως η Walmart, η Target και η Marks & Spencer που προσπαθούν να ανακτήσουν το μερίδιο αγοράς που έχασαν από τους διαδικτυακούς γίγαντες τύπου Amazon. Κάτι ανάλογο παρατηρείται στις ναυτιλιακές εταιρίες – όπου οι παραγγελίες για τεράστια πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων αυξήθηκαν από το 9% του υφιστάμενου στόλου τον Οκτώβρη στο 15% τον Απρίλιο.
Φυσικά δεν επενδύουν όλες οι εταιρίες ή όλοι οι κλάδοι – αφού, με βάση μία ανάλυση, οι μισές επιχειρήσεις του αμερικανικού δείκτη S&P δεν πρόκειται να επενδύσουν περισσότερα το 2021 σε σχέση με το 2019. Οι ενεργειακές εταιρείες δε, έχουν μειωμένες επενδύσεις κατά 10% σε σχέση με την εποχή πριν την πανδημία, ενδεχομένως λόγω της αναμενόμενης μείωσης της ζήτησης εξαιτίας των μέτρων για την κλιματική αλλαγή – ενώ οι αερομεταφορές προσπαθούν να μειώσουν τις δαπάνες τους, επειδή οι άνθρωποι ταξιδεύουν πολύ λιγότερο.
Μία επόμενη ανησυχία, είναι η τάση για μεγαλύτερη συγκέντρωση στις βιομηχανίες, στα ξενοδοχεία και στα μεταλλεία που φαίνεται απίθανο να αντιστραφεί από την πανδημία – με κριτήριο μία έρευνα του ΔΝΤ που υποστηρίζει ότι, οι επιχειρήσεις με μεγάλη ισχύ στην αγορά, οι μονοπωλιακές κατά κάποιον τρόπο, είναι λιγότερο πρόθυμες να επενδύσουν. Για παράδειγμα, στην πενταετία πριν από την πανδημία, οι αμερικανικές επιχειρηματικές επενδύσεις σε ξενοδοχεία ήταν ελάχιστα υψηλότερες από την πενταετία πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση – παρά την αύξηση της ζήτησης.
Αντίθετα, μία σημαντική πηγή αισιοδοξίας είναι οι αυξημένες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών λόγω της πανδημίας, που θα μπορούσαν να αυξήσουν την κατανάλωση τους στο μέλλον – ενώ οι επιχειρήσεις έχουν επίσης πολλά μετρητά στα ταμεία τους (γράφημα). Εν προκειμένω, η έκδοση ομολόγων από τις αμερικανικές εταιρείες με επενδυτική βαθμολογία, σημείωσε άνοδο στα επίπεδα ρεκόρ του 1,7 τρις $ το 2020, από 1,1 τρις $ το 2019 – οπότε τα ταμεία τους είναι γεμάτα.
Εν τούτοις, όλα αυτά θα φανούν στην πράξη – οπότε μπορεί μεν να υπερτερεί η αισιοδοξία σε όλους τους τομείς διεθνώς, αλλά τα μεγάλα προβλήματα, όπως η υπερχρέωση κρατών, τραπεζών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών κυρίως στη Δύση, οι τεράστιες εισοδηματικές ανισότητες, οι χρηματιστηριακές και οι λοιπές φούσκες, παραμένουν άλυτα. Το ίδιο συμβαίνει με την Ευρωζώνη, οι οικονομίες της οποίας έχουν αποκλίνει σε μεγάλο βαθμό λόγω της πανδημίας – γεγονός που καθιστά αδύνατη μία κοινή νομισματική πολιτική, εάν δεν ακολουθήσει τουλάχιστον η τραπεζική και η δημοσιονομική ολοκλήρωση της που φαίνεται πολύ δύσκολη.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, είναι λογικό να επικρατεί σήμερα η αισιοδοξία, ως αποτέλεσμα του τέλους της πανδημίας και ειδικά των κλειδωμάτων – εάν υποθέσουμε πως δεν θα ακολουθήσει ένα επόμενο κύμα στις αρχές του Φθινοπώρου ή ενδεχόμενες παρενέργειες των πειραματικών «εμβολίων» mRNA (ανάλυση). Όπως αναφέραμε όμως, τα προβλήματα που υπήρχαν πριν από την πανδημία, δεν παραμένουν μόνο άλυτα, αλλά έχουν διογκωθεί – ενώ μαίνεται ο πόλεμος των δύο καπιταλιστικών συστημάτων, έτσι όπως αυτά εκπροσωπούνται από τις Η.Π.Α. στη μία πλευρά και από την Κίνα στην άλλη.
Στα πλαίσια αυτά, οφείλει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός με τις προβλέψεις του για το μέλλον – το οποίο θα μπορούσε να εξελιχθεί εύκολα σε εφιάλτη, από πολλές διαφορετικές πλευρές, ιδίως για προβληματικές χώρες με κυβερνήσεις υποχείρια, όπως είναι ασφαλώς η Ελλάδα.