dimitrisvetsikas1969 / pixabay |
Ο εφιάλτης μπορεί
να πάρει γι' αυτούς δύο μορφές: την κακή και την κάκιστη. Η κακή μορφή
θα είναι να βρεθεί κάποια στιγμή το νησί ενωμένο ως ανεξάρτητο κράτος
και να δεχθεί εκεί την παρουσία ελληνικών αεροναυτικών δυνάμεων οι
οποίες θα μπορούν να απειλήσουν άμεσα όχι μόνο τα λιμάνια της Μερσίνας
και της Αττάλειας αλλά και τον υπό κατασκευή πυρηνικό αντιδραστήρα της
Τουρκίας στο Ακουγιού και τα υδροηλεκτρικά φράγματα του Ευφράτη στα βάθη
της Ανατολίας. Η κάκιστη μορφή θα είναι να ενωθεί κάποια στιγμή η
Κυπριακή Δημοκρατία με την Ελλάδα. Αυτό θα σημάνει μία πρωτοφανή
γεωπολιτική πανωλεθρία για την Τουρκία διότι η ΑΟΖ που θα προκύψει για
την Ελλάδα αναγκαστικά θα εφάπτεται με εκείνη του Καστελόριζου, πράγμα
που θα έχει ως αποτέλεσμα τον δραστικό περιορισμό της αντίστοιχης
τουρκικής ΑΟΖ και την απώλεια του ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου για
την Τουρκία.
Οι Τούρκοι τα αντιλαμβάνονται πολύ καλά όλα αυτά, και γι' αυτό
εισέβαλαν στο νησί το 1974 με την πρόφαση ότι ήθελαν να προστατεύσουν
την τουρκοκυπριακή μειονότητα. Έχουν δηλώσει μάλιστα ανοιχτά πως «και να
μην υπήρχε τουρκική μειονότητα στην Κύπρο θα έπρεπε να την εφεύρουμε».
Πρωταρχική έγνοια της Τουρκίας είναι να μην επιτρέψει ΠΟΤΕ να επέλθει
μία ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, να αποφευχθεί δηλαδή το κάκιστο για
αυτή σενάριο. Αυτός είναι ο λόγος που δεν τόλμησε ποτέ να προχωρήσει σε
προσάρτηση της κατεχόμενης βόρειας Κύπρου. Φοβάται πως αν κάνει κάτι
τέτοιο, η Ελλάδα θα απαντήσει με προσάρτηση της Κυπριακής Δημοκρατίας
και το στρατηγικό πρόβλημα θα περιπλακεί απίστευτα. Για να αποφύγει να
σπρώξει την Ελλάδα και την Κύπρο σε μια τέτοια ενωτική κίνηση, η Τουρκία
ανακήρυξε μεν το ψευδοκράτος της βόρειας Κύπρου το 1983 αλλά το άφησε
τύποις ανεξάρτητο. Η πρόταση που φαίνεται να στηρίζει τώρα, για την
ύπαρξη δύο ανεξάρτητων κρατών στην Κύπρο, στον ίδιο στρατηγικό στόχο
αποσκοπεί: να μην υπάρξει στον αιώνα τον άπαντα ενδεχόμενο ένωσης
Ελλάδας και Κύπρου.
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο απώτερος σκοπός της ελληνικής
στρατηγικής θα πρέπει να είναι η ένωση με την Κύπρο. Με τους Κύπριους
είμαστε το ίδιο έθνος, μιλάμε την ίδια γλώσσα, έχουμε τα ίδια ήθη και
έθιμα και τον ίδιο εθνικό ύμνο. Την ίδια εθνολογική συγγένεια που έχουμε
οι κάτοικοι της ηπειρωτικής Ελλάδας με τους Κρητικούς, έχουμε και με
τους Κύπριους. Δεν υπάρχει απολύτως ΚΑΜΙΑ διαφορά ανάμεσα στις δύο
μεγαλονήσους μας. Τουλάχιστον 7.000 Κύπριοι εθελοντές ντύθηκαν με τη
στολή του Έλληνα στρατιώτη και πολέμησαν το 1940 στο αλβανικό μέτωπο
κατά των Ιταλών ενώ δεν τους υποχρέωνε κανείς, όπως το έπραξαν και
εκατοντάδες εθελοντές από τα ιταλοκρατούμενα τότε Δωδεκάνησα παρ’ ότι
τυπικά ήταν πολίτες της εχθρικής για εμάς χώρας. Οι Βρετανοί είναι
εκείνοι που υποχρέωσαν τον ελληνισμό να κοπεί σε δύο κράτη βάζοντας τους
Τούρκους στο παιγνίδι της κυριαρχίας στην Κύπρο. Ήθελαν να αποτρέψουν
πάση θυσία την ένωση Ελλάδας-Κύπρου διότι σ’ αυτή την περίπτωση θα
έχαναν τις δύο μεγάλες αεροπορικές βάσεις που είχαν στο νησί στο
Ακρωτήρι και στη Δεκέλεια.
Ο ελληνισμός έχει ήδη συρρικνωθεί εδαφικά και πληθυσμιακά σε μεγάλο
βαθμό, και δεν έχουμε την πολυτέλεια να τον συντηρούμε επ' αόριστον
κατακερματισμένο σε δύο χωριστά κράτη. Η διαιώνιση της σημερινής
κατάστασης θα πρέπει να είναι για εμάς εθνικά απαράδεκτη. Ο ελληνισμός
ΟΥΔΕΠΟΤΕ πρέπει να αποδεχθεί το σημερινό status quo στην Κύπρο ως πάγιο
και οριστικό. Στην άκρη του μυαλού μας θα πρέπει να υπάρχει πάντα η
ένωση, και μάλιστα η ένωση με ΟΛΟΚΛΗΡΗ την Κύπρο, όχι με το
κουτσουρεμένο κομμάτι που κατέχει σήμερα η Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν μας
συμφέρει μία λύση του κυπριακού προβλήματος που θα παγιώσει και νομικά
τη σημερινή κατάσταση διαίρεσης του νησιού και θα αφήσει την Κυπριακή
Δημοκρατία ξεκομμένη από τον υπόλοιπο εθνικό κορμό, διότι αυτό ακριβώς
επιδιώκουν οι Τούρκοι.
Μέχρι ίσως και τη δεκαετία του 1990 ο χρόνος στο κυπριακό πρόβλημα
κυλούσε αναμφίβολα εναντίον μας, διότι όσο περνούσε ο καιρός τόσο
παγιώνονταν τα τουρκικά τετελεσμένα και τόσο επεκτεινόταν ο τουρκικός
εποικισμός της κατεχόμενης βόρειας Κύπρου. Τώρα όμως πλέον δεν έχουμε να
κερδίσουμε τίποτα αν βιαστούμε. Ούτε οι δεκάδες χιλιάδες έποικοι που
κουβάλησε η Τουρκία στη βόρεια Κύπρο πρόκειται να φύγουν ποτέ με το καλό
από εκεί, ούτε φυσικά υπάρχει οποιαδήποτε ελπίδα να επιστρέψουν οι
Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες στα σπίτια τους αν προκύψει διπλωματική λύση.
Επομένως ο χρόνος πλέον στο κυπριακό πρόβλημα δεν κυλάει εναντίον μας
αλλά υπέρ μας. Θα πει κανείς εύλογα: «Αφού πόλεμο δεν πρόκειται να
κάνουμε για να απελευθερώσουμε την κατεχόμενη Κύπρο, και λύση που
προτείνουν οι Τούρκοι δεν μας συμφέρει να δεχτούμε, τότε τι θα
κερδίσουμε περιμένοντας με το κυπριακό πρόβλημα άλυτο;». Η απάντηση
είναι ότι οι ιστορικές συγκυρίες αλλάζουν, ενίοτε και δραματικά, και
κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα φέρει το μέλλον. Η Τουρκία, λόγω
της αλαζονείας της και των υπέρμετρων φιλοδοξιών της, ακολουθεί έναν
ολισθηρό δρόμο ο οποίος αργά ή γρήγορα θα τη φέρει σε ευθεία σύγκρουση
είτε με τη Ρωσία είτε με το Ισραήλ. Αυτή ακριβώς είναι η ευκαιρία που θα
πρέπει ως ελληνισμός να επιδιώξουμε να εκμεταλλευτούμε. Όταν θα έρθει η
ώρα που η Τουρκία θα γονατίσει στρατιωτικά, εμείς θα πρέπει ΑΜΕΣΩΣ να
απελευθερώσουμε με τα όπλα την κατεχόμενη βόρεια Κύπρο, επικαλούμενοι τα
δεκάδες ψηφίσματα του ΟΗΕ που χαρακτηρίζουν παράνομη την τουρκική
εισβολή του 1974 και την παραμονή στο νησί τουρκικών στρατευμάτων. Μόνο η
απελευθέρωση του νησιού και στη συνέχεια η ένωσή του με την Ελλάδα
είναι η ενδεδειγμένη λύση στο στρατηγικό πρόβλημά μας, η οποία φυσικά θα
είναι μη αναστρέψιμη και θα καταστήσει τον ελληνισμό πραγματικά
κυρίαρχο στην Ανατολική Μεσόγειο.