Γράφει ο Ι. Κ. Χασιώτης, από το περιοδικό Ελλοπία τ. 9, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1992, σελ. 58-61.
Στα τέλη τοϋ 16ου και περισσότερο στις αρχές τοΰ 17ου αιώνα άρχισαν νά περνούν άπό τήν τουρκοκρατούμενη ‘Ανατολή προς τή Δύση και αρκετοί μουσουλμάνοι φυγάδες. Όλοι σχεδόν δήλωναν δτι ήταν εξισλαμισμένοι χριστιανοί, κατά κανόνα Έλληνες γενίτσαροι, πού επιζητούσαν νά επιστρέψουν στή θρησκεία των προγόνων τους. Τό γεγονός ότι ό αριθμός των φυγάδων αυτών εμφανίζεται αισθητά αυξημένος στήν τελευταία δεκαετία τοϋ 16ου και τήν πρώτη του 17ου αιώνα θά πρέπει άσφαλώς νά άποδοθεϊ στις άσφυκτικές καταστάσεις πού δημιουργοΰσε, κατά τήν εποχή αυτή, ή έξαρση τής οθωμανικής διοικητικής και οικονομικής κρίσης, ή όποία δεν ύπέθαλπε μόνο άντιτουρκικές κινήσεις μεταξύ των χριστιανών, άλλά και αύξηση τοϋ κρυπτοχριστιανισμοϋ και αρκετές εκδηλώσεις άπείθειας έκ μέρους μουσουλμάνων ύπηκόων τοϋ σουλτάνου1.
Από: cognoscoteam.gr
Στο ίδιο λοιπόν κλίμα άνήκουν και κάποιες πρωτοβουλίες πρώην χριστιανών έξωμοτών νά επιστρέψουν στή θρησκεία των γονέων τους. Όσοι όμως έπέλεγαν τή λύση αύτή, έπρεπε —γιά νά αποφύγουν τό μαρτύριο ή έστω τον ασκητικό άναχωρητισμό— νά δραπετεύσουν στή χριστιανική Δύση2. Ή Δύση τούς προσείλκυε και γιά έναν ακόμα λόγο παραπάνω: επειδή δημιουργούσε έλπίδες γιά οικονομικές αντιπαροχές. Εκείνοι ιδιαίτερα πού αύτομολοϋσαν πρός τις ισπανικές κτήσεις τής ‘Ιταλίας επηρεάζονταν και άπό τή φήμη πού κυριαρχούσε στήν ελληνική ‘Ανατολή γιά τήν αυτονόητη σχεδόν έπαγγελματική τους αποκατάσταση στούς στόλους τής Νεάπολης και τής Σικελίας3. Φαίνεται δτι μερικοί ήταν άπλοϊ τυχοδιώκτες ή άκόμα και πράκτορες τών ‘Οθωμανών, σταλμένοι στή Δύση σέ ειδικές κατασκοπευτικές αποστολές. Οϊ περισσότεροι, ωστόσο, έπιζητούσαν με ειλικρίνεια τον έπανεκχριστιανισμό τους, άσχετα αν τόν συνδύαζαν και με τήν εύλογη προσδοκία κάποιας οικονομικής ικανοποίησης. Πάντως, όλοι, αμέσως μετά τήν άφιξή τους στήν ‘Ιταλία, δοκιμάζονταν προσεκτικά άπό τήν ‘Ιερή Εξέταση γιά τήν έξακρίβωση τής γνησιότητας τών προθέσεών τους, καί στή συνέχεια κατηχούνταν ή βαπτίζονταν (άνάλογα αν ήταν έξωμότες ή έξαρχής μουσουλμάνοι). Όπως ήταν επόμενο, ή «συμφιλίωσή» τους μέ τήν Εκκλησία άκολουθοϋσε κατά κανόνα τό ρωμαιοκαθολικό δόγμα καί τυπικό4 (γεγονός πού πιστοποιούνταν μέ ειδικά παπικά έγγραφα και βεβαιώσεις τοϋ Santo Officio). Παρ’ όλα αύτά, οί περισσότεροι προτιμούσαν στο τέλος νά ένταχθοϋν στις ελληνορθόδοξες παροικίες τής Ιταλικής χερσονήσου.
Παρά τόν σχεδόν πανομοιότυπο χαρακτήρα τους, οϊ ύποθέ-σεις αύτές παρουσιάζουν, νομίζω, ένδιαφέρον: ‘Αποτελούν, καταρχήν, άγνωστες μαρτυρίες γιά τήν ιστορία τοΰ παιδομα-ζώματος (και μάλιστα σέ μιά φάση τής εξέλιξης τοΰ θεσμοϋ γιά τήν όποία οί πληροφορίες μας είναι αρκετά ισχνές)5. Επιπλέον προσφέρουν έπιμέρους στοιχεία γιά τή μελέτη τοΰ κρυπτοχριστιανισμοϋ καί κυρίως τοϋ εντελώς άδιερεύνητου άκόμα φαινομένου τοΰ έπανεκχριστιανισμοΰ κατά τήν πρώιμη τουλάχιστον τουρκοκρατία6.
‘Ανάμεσα στούς δεκάδες φυγάδες τής κατηγορίας αύτής, πού έχω έντοπίσει σέ ισπανικές πηγές, συγκαταλέγονται καί μερικοί Πατρινοί. Πρόκειται γιά πρόσωπα αμάρτυρα ως τώρα, τών όποιων τήν προσωπική ιστορία μποροΰμε νά ιχνηλατήσουμε μέσα άπό τά ύπομνήματα πού ύπέβαλαν στις ισπανικές άρχές, προκειμένου νά επιτύχουν διορισμό σέ κριποια έμμισθη θέση τής Νεάπολης ή τής Σικελίας. Όλα σχεδόν τά διαθέσιμα δείγματα κρύβουν άγνωστες, άλλά συχνές, όπως φαίνεται, άν-θρώπινες τραγωδίες: Σέ μικρή ήλικία είχαν άποχωριστεΐ άπό τίς οίκογένειές τους μέ τό παιδομάζωμα («diezmo», κατά τήν συνηθέστερη απόδοση τών ισπανικών πηγών) καί είχαν έξισ-λαμιστεΐ, γιά νά σταδιοδρομήσουν στή συνέχεια ώς «γενίτσαροι» (οϊ περισσότεροι μάλλον ώς ίς-oglan) στήν Κωνσταντινούπολη’. ‘Ύστερα άπό μακρόχρονη θητεία στις «γενιτσαρι-κές» φρουρές, άλλοτε άπό μόνοι τους, άλλοτε μετά άπό παρέμβαση κάποιου έξωτερικοΰ παράγοντα, «άνένηπταν» καί άποζητοΰσαν τήν έπιστροφή τους στήν προγονική πίστη. Γνωρίζοντας βέβαια ότι ή μεταστροφή αύτή ισοδυναμούσε μέ θάνατο, διάλεγαν τή φυγή, άρχικά πρός τήν ιδιαίτερη πατρίδα τους καί άπό έκεΐ, συνοδευόμενοι μερικές φορές άπό στενά συγγενικά τους πρόσωπα, πρός τή χριστιανική Δύση.
Παρά τόν στερεότυπο χαρακτήρα τους, οί προσωπικές ιστορίες τών άνθρώπων αύτών παρουσιάζουν μερικές ένδιαφέ-ρουσες ιδιαιτερότητες· τίς υπογραμμίζουν, νομίζω, οί παρακάτω ένδεικτικές περιπτώσεις:
Ο Κωνσταντίνος τοΰ Λήμου (Constantino di Dimo), γόνος αρχοντικής οικογένειας τής Πάτρας (de Petrache en la Morea), άποσπάστηκε βίαια άπό τούς γονείς του, μαζί μέ αλλα χριστιανόπουλα, όταν ήταν 11 έτών, παρ’ όλο πού, όπως ισχυρίστηκε, ό πατέρας του είχε προσπαθήσει νά εξαγοράσει τή στρατολόγησή του μέ 6 χιλ. χρυσά τσεκίνια. ‘Αργότερα, όντας άξιωματοΰχος τής γενιτσαρικής φρουράς στήν Κωνσταντινούπολη, παντρεύτηκε τήν κόρη ένός Τούρκου «principal» τοΰ σεραγιοϋ, μέ τήν όποία άπέκτησε δύο παιδιά. Παρά τή λαμπρή σταδιοδρομία του στά γενιτσαρικά τάγματα, ό Δήμου δεν ξεχνούσε τίς θρησκευτικές του καταβολές —τίς όποιες μάλιστα ενίσχυσε καί ή πάρα πολύ καλή ελληνική του μόρφωση (gran letrado de letra griega). Παίρνοντας λοιπόν άδεια άπό τούς προϊσταμένους του γιά νά έπισκεφθεϊ δήθεν τούς συγγενείς του στήν Πάτρα, έφυγε κρυφά (πιθανότατα στιςαρχές τοΰ 1602) άπό τήν Ελλάδα καί, παίρνοντας μαζί του τήν οίκογένειά του καί τούς γονείς του, κατέφυγε στή Μεσσήνη. Έκεΐ βαφτίστηκαν χριστιανοί ή γυναίκα του (πού ονομάστηκε Ελισάβετ) καί τό ένα του παιδί (πού ονομάστηκε Φραγκίσκος· τό άλλο είχε πεθάνει στο ταξίδι τής φυγής). Ό ϊδιος, άφοΰ πρώτα πέρασε άπό τή Ρώμη γιά νά «συμφιλιωθεί» μέ τήν Εκκλησία, συνέχισε τό ταξίδι του ώς τήν ‘Ισπανία, όπου καί έξασφάλισε μηνιαία επιχορήγηση 10 σκούδων, μέ τήν ύποχρέ-ωση νά παρέχει τίς ύπηρεσίες του στον άντιβασιλέα τής Σικελίας*. Δέν διευκρινίζεται στά σχετικά έγγραφα τό είδος τών ύπηρεσιών αύτών τοϋ Δήμου, ό όποιος στο μεταξύ είχε εγκατασταθεί, μαζί μέ άλλους Έλληνες φυγάδες, στο φρούριο San Salvatore τής Μεσσήνης. Πάντως, λίγα κιόλας χρόνια μετά τήν άφιξή του στήν ‘Ιταλία, τό Φεβρουάριο τοΰ 1606, θά ζητήσει άπό τόν ‘Ισπανό μονάρχη νά έγκρίνη τή μετάθεσή του άπό τή Σικελία (όπου ήταν, όπως υπογράμμιζε, έντελώς ξένος) στή Νεάπολη (όπου είχε πολλούς συγγενείς καί φίλους) καί τήν πρόσληψή του στις ύπηρεσίες πού σχετίζονταν μέ τίς μυστικές συνεννοήσεις τοΰ άντιβασιλέα μέ τούς πράκτορές του στήν ελληνική ‘Ανατολή. Λίγους μήνες άργότερα θά αναγκαστεί νά περάσει στήν ‘Ισπανία καί ή γυναίκα του, γιά νά συνηγορήσει (μέ έπιτυχία) γιά τή μετάθεση τοΰ φιλάσθενου συζύγου της στή Νεάπολη.
Ό Δήμου δέν έπρόλαβε μάλλον νά έργαστεΐ γιά πολλά χρόνια στή νέα του θέση. Έτσι τουλάχιστον φαίνεται άπό ύπό-μνημα πού ύπέβαλε, τό καλοκαίρι τοΰ 1618, πρός τό ισπανικό Συμβούλιο τοΰ Κράτους ό γυιός του Φραγκίσκος, ζητώντας έμμισθη θέση στο ναυτικό τής Νεάπολης, έπειδή στό μεταξύ ή επιβίωση τοΰ ‘ίδιου καί τής μητέρας του μέ τόν μικρό μισθό τών 4 σκούδων τόν μήνα —πού τούς τόν είχε έξασφαλίσει, μετά τό θάνατο τοΰ πατέρα του, ό άντιβασιλέας τής Νεάπολης D. Pedro Fernandez de Castro, κόμης de Lemos (1610-1616)— ήταν πιά προβληματική’.
Ανάλογες μέ τοΰ Δήμου, μολονότι σημαντικότερες, ήταν οί ύπηρεσίες πού πρόσφερε στούς ‘Ισπανούς τής Νεάπολης καί τής Σικελίας ένας άλλος πρώην εξωμότης, άπό τήν Πάτρα, ό ΓΙαΰλος Ταπεινός (Paolo Tapino, natural de Petra-cho). Ό Ταπεινός, άκολουθώντας κι αυτός τή συνηθισμένη διαδικασία όσων κατέφευγαν στήν ‘Ιταλία γιά νά έπανεκχρι-στιανιστοΰν, έγκατέλειψε τήν πατρίδα καί τήν οίκογένειά του, πέρασε στήν ‘Ιταλία (όπου καί βαφτίστηκε), γιά νά καταλήξει (κατά τά πρώτα χρόνια τοϋ Που αιώνα) στή Νεάπολη καί νά καταταχθεί στό ναυτικό τοΰ «βασιλείου». ‘Από τό 1604 τουλάχιστον καί στό έξης, ό Ταπεινός χρησιμοποιοΰνταν ώς κατάσκοπος τοΰ άντιβασιλέα D. Juan Alonso Pimentel de Herrera, κόμη τοϋ Benavente (1603-1610) στήν ελληνική ‘Ανατολή, όπου στάλθηκε σέ επανειλημμένες αποστολές γιά τη συλλογή πληροφοριών στρατιωτικοϋ χαρακτήρα (avisos). Φαίνεται ότι ό Ταπεινός χρησιμοποιοΰσε ώς προκάλυμμα γιά τίς δραστη-ριότητές του αύτές τό εμπόριο, έπειδή τόν συναντώ, μαζί μέ άλλα μέλη τής ίδιας οικογένειας, σέ βενετικά ναυτασφαλιστι-κά έγγραφα τών έτών 1603-1605, νά κινείται συχνά μεταξύ λιμανιών τής οθωμανικής έπικράτειας καί εμπορικών κέντρων τής ιταλικής χερσονήσου10. Στό πλαίσιο τών κατασκοπευτικών του άποστολών ό Ταπεινός πραγματοποίησε έπανειλημμένες «άναγνωρίσεις» στήν Αύλώνα, στήν Εύβοια (στά 1604 καί στά 1613), στήν Τένεδο καί τήν Κωνσταντινούπολη (σέ δύο τουλάχιστον άποστολές) κ.ά. Κάνοντας μάλιστα χρήση τής παλιάς του έξωμοσίας κατάφερε νά επιβιβαστεί καί στον οθωμανικό στόλο καί νά στέλνει άπό έκεΐ πρός τούς ‘Ισπανούς πληροφορίες γιά τίς ναυτικές κινήσεις τών Τούρκων άπό πρώτο χέρι. Οί συχνές αύτές μετακινήσεις παρουσίαζαν καί άλλους κινδύνους: Σέ μιάν άπό τίς άποστολές του, πού είχε ώς τελικό προορισμό τή Σμύρνη, ό Ταπεινός πιάστηκε αιχμάλωτος άπό Μπαρμπερίνους πειρατές καί μεταφέρθηκε στήν Τύνιδα, όπου καί έμεινε ώς σκλάβος γιά άρκετά χρόνια. Πέρα όμως άπό τίς κατασκοπευτικές του επιδόσεις, ό Ταπεινός διακρίθηκε καί στις έξορμήσεις τοΰ νεαπολιτανικοΰ στόλου στήν ‘Αδριατική καί τό Αιγαίο (όπως λ.χ. στήν έπιχείρηση τοΰ γιοϋ τοΰ άντιβασιλέα D. Diego Pimentel, στά 1604). Γιά όλες τίς ύπηρεσίες (τίς όποιες, σύμφωνα μέ τούς χαρακτηρισμούς τών προϊσταμένων του, πρόσφερε «con gran puntuali-dad y cuydado y con mucho peligro de su vida», ό Ταπεινός μισθοδοτοΰνταν τακτικά καί άπό τά ταμεία τοϋ νεαπολιτανικοΰ στόλου καί άπό τό ειδικό κονδύλι πού προοριζόταν γιά τίς κατασκοπευτικές δραστηριότητες (gastos secretos) τοϋ «βασιλείου»”.
Κάπως διαφορετική έμφανίζεται ή ιστορία τοϋ Γεωργίου Ζαμπάρα (Zambara, griego de Patrazo). Σύμφωνα μέ όσα ύποστήριξαν ό ίδιος καί ή γυναίκα του στά άλλεπάλληλα ύπομνήματά τους πρός τίς ισπανικές αρχές, ό Ζαμπάρας είχε στρατολογηθεί κι αυτός (όπως καί άλλα Ελληνόπουλα, «co-mo se acostumbra en aquellas partes») σέ μικρή ήλικία (nino), γιά νά καταταγεί στις «γενιτσαρικές» φρουρές τής Κωνσταντινούπολης. Στήν οθωμανική πρωτεύουσα ύπηρέτησε συνολικά 10 χρόνια. Έκεΐ παντρεύτηκε μιάν εξισλαμισμένη Ελληνίδα, μέ τήν όποία άπέκτησε μιά κόρη. Κατά τήν έκστρατεία τοϋ σουλτάνου (Μεχμέτ Γ’, 1595-1603) εναντίον τοϋ Αυτοκράτορα —στήν όποία πήρε καί ό ίδιος μέρος (προφανώς κατά τήν πρώτη φάση τοϋ «διαρκοϋς» πολέμου στήν Ουγγαρία, στά 1593-1606)— ξαναβρήκε (χάρη καί στήν άποκαλυπτική ανάγνωση ένός έλληνικοΰ έκκλησιαστικοΰ βιβλίου), τήν προγονική του πίστη. Γιά πέντε ολόκληρα χρόνια έζησαν, αυτός καί ή γυναίκα του, ώς κρυπτοχριστιανοί. Τελικά, άποφάσισαν νά εγκαταλείψουν τήν άποκρυφία καί νά δραπετεύσουν στή Δύση: Κατέβηκαν στήν Πάτρα, ρευστοποίησαν ένα μέρος τής οικογενειακής τους περιουσίας καί διαπεραιώθηκαν κρυφά στή Ζάκυνθο, άπ’ όπου, μέ μιά γαλλική σαΐτα, κατέφυγαν στή Σικελία. Μετά άπό ενδελεχή εξέταση της άπό τήν ‘Ιερή Εξέταση τής σικελικής πρωτεύουσας καί μέ τή φροντίδα τοΰ άντιβασιλέα δούκα de Feria, ή οικογένεια Ζαμπάρα έγινε (πιθανόν στά 1602) έπίσημα δεκτή στή χριστιανική Εκκλησία: ό πατέρας μέ κατήχηση, ή γυναίκα (πού ονομάστηκε Αύγουστί- . να) καί ή (άνώνυμη) κόρη τους μέ βάπτισμα «en la iglesia mayor» τοϋ Παλέρμου (μάλλον στον καθολικό καθεδρικό ναό τής ‘Αγίας Ροζαλίας). Τήν έπόμενη κιόλας χρονιά ό Ζαμπάρας έσπευσε στήν ισπανική αύλή, στό Valladolid, όπου καί εξασφάλισε (τό φθινόπωρο τοΰ 1603) έμμισθη θέση (άπό τό 1606, μέ μισθό 8 σκούδων τό μήνα) στό ναυτικό τής Σικελίας. Στή θέση αύτή ύπηρέτησε ώς τό θάνατο του στά 161312.
Τήν εποχή άκριβώς πού ό Ζαμπάρας βρισκόταν στήν προσωρινή πρωτεύουσα τοΰ Φιλίππου Γ’, έμφανίστηκε έπίσης στό Valladolid άλλο ένα ζευγάρι Πατρινών φυγάδων. Είχαν κι αύτοί δραπετεύσει μέ τίς δύο κόρες τους άπό τήν Κωνσταντινούπολη καί είχαν καταφύγει στό Παλέρμο, όπου καί βαφτίστηκαν χριστιανοί (παίρνοντας αντίστοιχα τά όνόματα Γεώργιος καί ‘Αγαθοΰσα καί τά παιδιά τους Μαγδαληνή καί Μαρία). Άλλά ό έκπατρισμός τούς έριξε, όπως ύποστήριξαν στά ύπομνήματά τους, στή φτώχια καί τήν έξαθλίωση: γιά νά μήν πεθάνουν τής πείνας άναγκάζονταν νά ζητιανεύουν στούς δρόμους τοΰ Παλέρμο. Γι’ αύτό ταξίδεψαν κι αύτοί ώς την ‘Ισπανία μέ σκοπό τήν εξασφάλιση κάποιας έμμισθης θέσης. Ή ταυτόχρονη όμως παρουσία τοϋ Γεωργίου «de Petraqui» καί τής Άγαθούσας καί τοϋ ομώνυμου συμπατριώτη τους Γεωργίου Ζαμπάρα «de Petrache» στήν ισπανική αύλή δημιούργησε στούς πρώτους δυσάρεστες περιπλοκές. Ή σύγχυση στά σχετικά μέ τίς ύποθέσεις τους βασιλικά έγγραφα έξαιτίας τής συνωνυμίας καί, κυρίως, τής άδυναμίας τους νά βροΰν στήν ισπανική πρωτεύουσα πρόσωπα πού νά είναι σέ θέση νά πιστοποιήσουν τήν ταυτότητά τους καί τήν ειλικρίνεια τών ισχυρισμών τους, άλλά καί ή συχνότητα τών (στερεότυπων) αιτημάτων τών πρώην «γενιτσάρων», προκάλεσαν τήν καχυποψία τών συμβούλων τοΰ Φιλίππου Γ’ γιά τίς πραγματικές προθέσεις τοΰ Γεωργίου καί τής Άγαθούσας καί αλλεπάλληλες άναβολές στήν ικανοποίηση τών οικονομικών τους έπιδιώξεων13.
Τήν ίδια έποχή έφτασε στή Σικελία καί ένας άκόμη μετανοημένος «γενίτσαρος», ό Πατρινός ‘Αναστάσιος Σαμάνας (Anastasio de Mijo Samana de Petrache). Κι αύτός είχε στρατολογηθεί όταν ήταν μικρός (nino) καί είχε έξισλαμισθεΐ μέ τή βία, άλλά άνένηψε, όταν ενηλικιώθηκε, καί παρακινημένος, όπως δήλωσε άργότερα, άπό τή φήμη γιά τήν εύνοϊκή μεταχείριση πού έπιφύλασσαν οί ‘Ισπανοί στούς πρώην γενιτσάρους, άποφάσισε νά αύτομολήσει στήν ‘Ιταλία14. Ακολουθώντας λοιπόν τό ‘ίδιο δρομολόγιο μέ τούς άλλους άρνησίχριστους συμπατριώτες του, πήγε πρώτα στήν Πάτρα, καί άπό έκεΐ, μέ τή βοήθεια τής άδελφής του Σταματίας καί τοΰ έπίσης έξομώτη κουνιάδου του Ανδρέα Jachlum ή Zahul (;) πέρασε κρυφά στή Ζάκυνθο καί στή συνέχεια στό Παλέρμο. Επιστρέφοντας στό μεταξύ ό κουνιάδος του άπό τή Ζάκυνθο στήν Πάτρα, πιάστηκε άπό τίς τουρκικές άρχές καί βασανίστηκε γιά νά άποκαλύψει τό σκοπό τοϋ μυστικοϋ ταξιδιοϋ τους στά ‘Επτάνησα. Τελικά, μετά άπό διώξεις πού τοϋ στοίχισαν τή δήμευση τής περιουσίας του, άναγκάστηκε κι αύτός νά καταφύγει μέ τή γυναίκα του στό Παλέρμο. Έκεΐ πέρασαν καί οί τρεις άπό τήν προβλεπομένη γιά τήν περίπτωσή τους δοκιμασία καί κατήχηση καί, στή συνέχεια, συνέχισαν τό ταξίδι τους (στά τέλη τοϋ 1605 ή στις άρχές τοΰ 1606) ώς τήν ‘Ισπανία, όπου, μετά άπό άναμονή μερικών μηνών καί τήν ύποβολή άλλεπαλλήλων ύπομνημάτων, κατάφεραν τελικά νά εξασφαλίσουν (στά 1607) μιάν έφάπαξ οικονομική ενίσχυση 200 ρεαλίων γιά τά έξοδα τοϋ ταξιδιοϋ τους, καί οί δύο άνδρες έμμισθες θέσεις (3 σκούδων μηνιαίως) στό σικελικό ναυτικό”.
Τόν ίδιο χρόνο κατατάχτηκαν στις στρατιωτικές δυνάμεις τής Σικελίας καί τής Νεάπολης δύο άκόμη Πατρινοί: ό Γεώργιος «de nation turco», και ό γενίτσαρος ‘Ανδρέας «de Patraci». Ό πρώτος είχε καταφύγει μέ τή γυναίκα και τά δύο του παιδιά άπό τήν Κωνσταντινούπολη στό Παλέρμο, όπου και βαφτίστηκε οικογενειακώς’6. Ό δεύτερος, μετά άπό δεκαετή ύπηρεσία στις φρουρές της οθωμανικής πρωτεύουσας, εγκατέλειψε κι αυτός τή θέση του και πέρασε στή Ρώμη, γιά νά «συμφιλιωθεί» μέ τήν Εκκλησία. Στή συνέχεια, ακολουθώντας τό παράδειγμα των άλλων συμπατριωτών του, κατευθύνθηκε στή Νεάπολη, δπου καϊ εγκαταστάθηκε μόνιμα”.
Οί πηγές πού άναφέρονται σέ περιπτώσεις καταφυγής Πατρινών, άλλά καϊ άλλων ‘Ελλήνων, στήν Κάτω ‘Ιταλία άρχίζουν σιγά σιγά νά σπανίζουν ή και νά σιγούν εντελώς μετά τό πέρασμα στή δεύτερη δεκαπενταετία τοϋ 17ου αιώνα. Ή σιωπή αυτή υποδηλώνει μείωση τών προσώπων πού περνούσαν στήν αντίπερα όχθη τοϋ Ιονίου, γιά νά αποφύγουν τήν τουρκική καταπίεση ή άπλώς γιά νά βρουν λύσεις σέ περισσότερο συγκεκριμένα προβλήματά τους. Τό γεγονός αυτό θά πρέπει νά συσχετισθεί, κυρίως, μέ τήν κατάσταση πού άρχισε νά επικρατεί στούς τόπους υποδοχής τών ανθρώπων αυτών: Ή ‘Ισπανία, πού είχε ήδη περάσει σέ περίοδο βαθειας παρακμής, δέν αποτελούσε πιά τήν έντυπωσιακή εκείνη μεσογειακή δύναμη, πού —μέ τις θεαματικές ναυτικές της εξορμήσεις, τήν προβολή μεγαλεπήβολων άντιτουρκικών σχεδίων ή τήν οικονομική ενθάρρυνση τών ποικιλώνυμων συνεργατών της στήν τουρκοκρατούμενη Βαλκανική— δελέαζε άλλοτε τούς φυγάδες πού κατέφευγαν στις κτήσεις της άπό τήν οθωμανική επικράτεια. Οί χριστιανοί (άλλά και οί μουσουλμάνοι) ύπήκοοι τοϋ σουλτάνου δέν έπαψαν βέβαια νά άποζητοΰν τήν Απαλλαγή άπό τά ίδια ή άνάλογα άδιέξοδα, πού τούς δημιουργούσε ή κακοδιοίκηση και ή χρόνια οικονομική κρίση τής αυτοκρατορίας, άλλά στρέφονταν πιά σέ άλλες κατευθύνσεις.
Σημειώσεις
1. Γιά τις έπιπτώσεις τής όθωμανικής παρακμής στις άντιτουρ-κικές δραστηριότητες τών ‘Ελλήνων: Ι.Κ. Χασιώτης. Οί ευρωπαϊκές δυνάμεις και τό πρόβλημα τής ελληνικής άνεξαρτησίας, «’Ελλάδα: Ιστορία-και πολιτισμός», τόμ. 5, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 80 κ.έξ. Συχνές άναφορές στήν αϋξηση τοϋ κρυπτοχριστιανισμοΰ, προπάντων μεταξύ τών γενιτσάρων, συναντούμε στις ποικίλες έκκλήσεις προς τούς ηγεμόνες τής Δύσης γιά ένοπλες επεμβάσεις στήν τουρκοκρατούμενη ‘Ανατολή· βλ. τήν ένδεικτική έμφαση πού αποδίδεται στό ζήτημα αύτό σέ έλληνική έκκληση τοϋ 1606 προς τούς ‘Ισπανούς: «Γιά βάλτε μέ τό νοϋ σας τι μεγάλη καλοσύνη θέλει γένει σέ δλην τήν χριστιανιτά, πόση σκλαβιά θέλει ελευθερωθεί, χριστιανοί πού είναι τή σήμερον εις τά χέρια τους (τών Τούρκων), πόσες χιλιάδες Τούρκοι είναι δπου κάμνουν κρυφά χριστιανοί, και τότες θέλουν φανερωθεί τριάντα χιλιάδες γενίτσαροι, πού είναι όλοι άπό χριστιανούς και κρυφά έρχονται στές έκκλησίες και προσκυνούν, και άπό στανιό τους στέκονται Τούρκοι» (A.G.S. — Ε 1103, άριθ. 237). Γιά τις επαφές μερικών πασάδων τής δυτικής Βαλκανικής μέ τοϋς ‘Ισπανούς: Ι.Κ. Hassiotis, Spanish Policy toward the Greek Insurrectional Mouvements in the Early Seventeenth Century, “Actes du lie Congr. Intern, des Etudes Balkaniques et Sud-Est Europeennes”, τόμ. 3, ‘Αθήνα 1978, σ. 318-319.
2. Τή λύση άλλωστε τής καταφυγής στή Δύση τή συνιστούσε μερικές φορές και ή επίσημη Εκκλησία’ βλ. λ.χ. τις ενδιαφέρουσες άπό-
ψεις γιά τό θέμα αύτό τοϋ ‘Αγαπίου Λάνδου, όπου μάλιστα και ειδική αναφορά στούς κρυπτοχριστιανούς πού κατέφευγαν στήν ‘Ισπανία: Δ.Δ. Κωστούλα, ‘Αγάπιος ό Λάνδος, ό Κρής, Γιάννινα 1983, σ. 332-
333, και I. ‘Αναστασίου, Εισαγωγικά γιά τή μελέτη τών νεομαρτύρων, «Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην τών νεομαρτύρων», Θεσσαλονίκη 1989, σ. 34.
3. Στά 1606 π.χ. ό εξωμότης “Αγγελος ‘Ιωάννου άπό τήν Προποντί-δα (isla de Marmara), δήλωσε ότι γιά τή φυγή του στή Δύση τόν είχε έπηρεάσει «la fama que hay en todo Levante, que V(uestra) M(agesta)d (ό βασιλιάς τής Ισπανίας) emplea en Sureal servicio a semejantes (όπως ό ίδιος) personas».
4. Είναι ένδεικτικά και τά φραγκικά ονόματα πού δίνονται στούς νεοφύτους, όπως λ.χ. στήν περίπτωση ένός μουσουλμάνου αιχμαλώτου άπό τήν Πάτρα, πού βαφτίστηκε χριστιανός στό Παλέρμο, παίρνοντας τό όνομα Ίωάννης-Βαπτιστής de Santa Catalina (A.G.S. — Ε 3705, χ.ά.: Μαδρίτη, 17 Νοεμβρ. 1627).
5. Γιά τό θεσμό: Α.Ε. Βακαλόπουλος, ‘Ιστορία τοϋ Νέου ‘Ελληνισμού, τόμ. 2, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 60-73.
6. Γιά τόν κρυπτοχριστιανισμό (στις μεταγενέστερες κυρίως φάσεις του) βλ. τήν έκτενή εισαγωγή τής Ε. Νικολαΐδου, Οί κρυπτοχρι-στιανοί τής ΣπαθΙας (άρχές 18ου αί^Ί912), Γιάννινα 1979, σ. 15-66.
7. Γιά τούς ίς-oglan: Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 67-69′ πρβλ. και αύτ., σ. 67 σημ. 127, όπου μνεία δείγματος φυγής επωνύμου ‘Έλληνα έξωμό-τη πρός τή Γερμανία στά 1587.
8. A.G.S. — Ε 1596, άριθ. 362 (1602), Ε 1608, χ.ά. (Μαδρίτη, Ίούλ. και Αϋγ. 1606), Ε 1690, άριθ. 451 (15 Φεβρ. 1606), άριθ. 483 (22 Ίουν. 1606), Ε 1704, χ.ά. (30 Ίουλ. 1602), Ε 1705, χ.ά., χ.χ. (1606), Ε 1966 bis, χ.ά. (13 Αϋγ. 1606).
9. A.G.S. — Ε 1970, χ.ά. (Μαδρίτη, 24 Ίουλ. 1618).
10. Α. Tenenti, Naufragaes, corsaires et assurances maritimes a Veni-se, 1592-1609. Παρίσι 1959, σ. 378, 385, 387, 393, 395, 403, 408, 409, 413, 425, 430.
11. A.G.S. — Ε 1166, άριθ. 121 (πληροφορίες τοϋ Ταπεινοϋ, σταλμένες άπό τόν πράκτορα τών ‘Ισπανών στή Ζάκυνθο Γεώργιο Λατίνο πρός τόν άντιβασιλέα τής Σικελίας Osuna στις 3 Ίουν. 1613), Ε 1730, χ.ά. (Μαδρίτη, 18 Φεβρ. 1615: δύο έγγραφα γιά αϋξηση τών μισθών τοϋ Ταπεινοϋ), Ε 1993, χ.ά. (θετική εισήγηση τοϋ Συμβουλίου τοϋ Κράτους γιά τόν Ταπεινό τής 5 Φεβρ. 1615).
12. Γιά τόν Ζαμπάρα πλήθος έγγράφων (συχνά μέ άλληλεπικαλυπτό-μενες ή και άντιφατικές ως ένα βαθμό πληροφορίες) στό A.G.S. — Ε 1588, άριθ. 479 (Valladolid, Σεπτ. 1603), Ε 1598, άριθ. 614 (Νοέμβρ. 1603), Ε 1607, χ.ά. (Δεκ. 1605), Ε 1682, χ.ά. (υπόμνημα τής χήρας τοϋ Ζαμπάρα Αύγουστίνας «de Petrache» 4 Ίουλ. 1618), Ε 1688, χ.ά. (τό ίδιο τής 3 Νοεμβρ. 1619), Ε 1689, χ.ά. (23 Φεβρ. 1620), Ε 1690, άριθ. 60 (26 Σεπτ. 1603), Ε 1695, χ.ά. (23 Σεπτ. 1603), Ε 1711, χ.ά., χ.χ. (Αϋγ. 1603), Ε 1730, χ.ά. (υπόμνημα τής Αύγουστίνας, γιά λογαριασμό τής ίδιας και τών 4 [!] όρφανών παιδιών της, Μαδρίτη, 18 Μαρτ. 1615), Ε 1957, χ.ά. (18 Ίαν. 1606), Ε 1959, χ.ά. (έγγραφα τοϋ 1615 και τοϋ 1619 γιά τά αιτήματα τής Αύγουστίνας), Ε 1975, χ.ά. (Σεπτ. Νοέμβρ. 1603), Ε 1977, χ.ά. (14 Δεκ. 1605). “Ασχετος μάλλον μέ τόν Πατρινό θά πρέπει νά είναι ό στρατιωτικός ‘Αντώνιος Campara, πού τόν βρίσκω λίγα χρόνια πρωτύτερα νά ύπηρετεϊ στή Φλάνδρα και στή συνέχεια στό στόλο τής Νεάπολης: A.G.S. — Ε 1594, άριθ. 261 (σχέδιο άχρο-νολόγητης επιστολής τοϋ Φιλίππου Γ’ πρός τόν άντιβασιλέα τής Νεάπολης).
13. A.G.S. — Ε 1605, χ.ά. (Valladolid, Ίαν. 1606), Ε 1608, χ.ά. (Μαδρίτη, Ίούλ. 1606), Ε 1690, άριθ. 61-62 (26 Σεπτ. 1603), Ε 1957, χ.ά. (Μαδρίτη, 21 Ίουλ. 1606), Ε 1997, χ.ά. (17 Ίαν. 1606).
14. A.G.S. — Ε 1601, χ.ά. (Φεβρ. 1607, όπου ό Σαμάνας ομολογεί ότι πείστηκε νά έρθει στή Σικελία «por la fama que en todo Levante hay del buen tratamiento que V(estra) M(agesta)d les haze» (τούς εξωμότες πού αύτομολοϋσαν στή Δύση). Πρβλ. και τήν πιό πάνω σημ. 61.
15. A.G.S. — Ε 1605, χ.ά. (Δεκ. 1606), Ε 1608, χ.ά. (Μαδρίτη, Σεπτ. 1606), Ε 1610, χ.ά. (Φεβρ. – ‘Απρ. 1607), Ε 1690, χ.ά. (3 Ίουν. 1606), Ε 1692, χ.ά. (22 Ίουλ. 1606), Ε 1707, χ.ά. (Aranjuez, 1 Μαΐου 1607), Ε 1957, χ.ά. (3 ‘Απρ., 30 Σεπτ. 1606).
16. A.G.S. — Ε 1709, χ.ά., χ.χ. (σχέδιο επιστολής [τοϋ 1606-1607] τοϋ Φιλίππου Γ’ πρός τόν άντιβασιλέα τής Σικελίας γιά τήν πρόσληψη τοϋ Γεωργίου «de Patraci» μέ μηνιαίο μισθό 15 σκούδων).
17. A.G.S. — Ε 1709, χ.ά. (σχέδιο βασιλικής έπιστολής πρός τόν άντιβασιλέα τής Νεάπολης, τής 12 Μαρτ. 1607, γιά τή ναυτολόγηση τοϋ ‘Ανδρέα «de Petrache» στις γαλέρες τοϋ «βασιλείου».