Από: doureios.com - Σάββας Δ. Βλάσσης
Οι Τούρκοι έπρατταν αναλόγως, επειδή η συμφωνία προέβλεπε κατάπαυση του πυρός αλλά δεν καθόριζε γραμμή κατεχομένων θέσεων μεταξύ των δύο αντιπάλων. Ως εκ τούτου, πέραν της διαδικασίας διαπραγματεύσεων της Γενεύης στην οποία είχαν δεσμευθεί, οι Τούρκοι δεν παρέλειπαν να εκμεταλλεύονται το στρατιωτικό πλεονέκτημα που είχαν αποκτήσει επί του πεδίου, διευρύνοντας όπως επιθυμούσαν την κατεχομένη ζώνη. “Και στην τράπεζα (των διαπραγματεύσεων) και στο πεδίο (των επιχειρήσεων)”, το τουρκικό δόγμα.
Πώς αντέδρασε η Ελλάδα σε αυτή την εξέλιξη; Με το δόγμα “μόνο στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων”. Συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις “τυφλά”, αγνοώντας τις εξελίξεις στο στρατιωτικό επίπεδο και αδιαφορώντας για την λήψη στρατιωτικών μέτρων προκειμένου να:
α) ενισχύσει την Αποτροπή της στο Θέατρο Επιχειρήσεων της Κύπρου.
β) εξισορροπήσει το ανατραπέν ισοζύγιο ισχύος λόγω της διαρκούς ενισχύσεως των τουρκικών δυνάμεων εισβολής.
Αδιαφορώντας για το στρατιωτικό πεδίο, η Αθήνα αρκέστηκε σε κούφιες απειλές και προειδοποιήσεις, τις οποίες απηύθυνε προς πρόθυμους φίλους, με την ελπίδα ότι θα τις μετέφεραν (πιο πειστικά) στην Άγκυρα. Ο “χαρτοπόλεμος” των Αθηνών, εκτιμήθηκε στην πραγματική του διάσταση από την Τουρκία. Διαπιστώνοντας την σταθερή αποφυγή της Ελλάδος να αποστείλει σοβαρές ενισχύσεις στην Κύπρο, συμπέρανε ότι δεν υπήρχε η παραμικρή διάθεση στρατιωτικής αναμετρήσεως σε τυχόν ανάληψη από την Τουρκία νέας στρατιωτικής δράσεως. Και η Άγκυρα επιτέθηκε ξανά στις 14 Αυγούστου.
Η αδράνεια της κυβερνήσεως εθνικής ενότητος υπό τον Καραμανλή το διάστημα 24 Ιουλίου – 13 Αυγούστου σε στρατιωτικό επίπεδο, ήταν ισάξιας βαρύτητος και επιδράσεως, σε σχέση με την στρατιωτική αδράνεια επί τριήμερο του χουντικού καθεστώτος, αρχής γενομένης από τις 20 Ιουλίου. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Όπως στον πρώτο γύρο επιχειρήσεων δεν εμποδίστηκε η μεταφορά δυνάμεων εισβολής κι εξασφαλίσθηκε ένας μεγάλος κεντρικός θύλακας από τους Τούρκους, στον δεύτερο γύρο οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν το 1/3 του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η επέκταση αυτή έγινε ανέτως, καθώς η Αθήνα διέταξε την αποφυγή προβολής αμύνης και την διάσωση των δυνάμεων, ώστε να αποφευχθεί η αιματοχυσία.
Ο μόνος τρόπος για να εμποδιστεί η Τουρκία από την ανάληψη νέας στρατιωτικής δράσεως διεκδικώντας ευρεία εδαφικά κέρδη και την επιβολή τετελεσμένων, ήταν η χρήση στρατιωτικής ισχύος από την Αθήνα στο διάστημα της ψευδοεκεχειρίας. Με την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων, ακόμη και αριθμητικώς μικρότερες των τουρκικών δυνάμεων εισβολής, η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να αντιμετωπίσει κατ’ αρχάς τις τοπικές τουρκικές προωθήσεις όλο αυτό το διάστημα των 22 ημερών της ψευδοεκεχειρίας ενώ θα αύξανε πειστικώς την αμφιβολία στον αντίπαλο ως προς το ρίσκο Ελληνοτουρκικού πολέμου (τον οποίο σαφώς θα προκαλούσε τώρα η Τουρκία) και το τίμημα που θα πλήρωνε σε απόπειρα νέας ευρείας επιθέσεως.
Το 1974, η Ελλάδα κατάφερε με την στρατηγική της αδράνεια σε στρατιωτικό επίπεδο δύο φορές, να επιβεβαιώσει απλώς την αυτονόητη κατάληξη μιας πολεμικής αναμετρήσεως για την πλευρά εκείνη που επιλέγει να αυτοπεριοριστεί σε πολιτικούς ελιγμούς διά της διπλωματίας.
Το κλείσιμο των ματιών (αυτοσυγκράτηση) εμπρός σε ανάληψη στρατιωτικής δράσεως από τον αντίπαλο και η εναπόθεση των ελπίδων στις καλές υπηρεσίες διαμεσολαβήσεως φίλων μέσω διαπραγματεύσεων, ήταν η αιτία για την οποία πλήρωσε βαρύ τίμημα η ελληνική πλευρά και στην κρίση του 1996.
Επαναλήφθηκε το σκηνικό η Αθήνα να εγκλωβίζεται αυστηρώς σε πολιτικούς χειρισμούς – διαπραγμάτευση ενώ η Τουρκία παραλλήλως σχεδίαζε και ενεργούσε και σε στρατιωτικό επίπεδο με σκοπό την απόκτηση τακτικού πλεονεκτήματος στο πεδίο. Προτιμώντας να μην απαντήσει αναλόγως, δηλαδή σε στρατιωτικό επίπεδο, η Αθήνα δεν απέφυγε το αναμενόμενο αποτέλεσμα της δημιουργίας τετελεσμένων εις βάρος της. Ανεξαρτήτως του τι πίστευε ο Σημίτης το 1996, τα επόμενα έτη άπαντες διαπίστωσαν ποια ήταν τα τετελεσμένα που δημιούργησε η ελληνική αδράνεια εκείνης της βραδιάς.
Το πως θα μπορούσε να αντιδράσει στρατιωτικώς η Ελλάδα στην κρίση των Ιμίων, μπορούσε να το εισηγηθεί καθένας από τους αρμοδίους, αναλόγως θέσεως και Επιγνώσεως Καταστάσεως. Εκ των υστέρων, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι αντίστοιχη έξοδος ελληνικού τμήματος σε τουρκική νησίδα και η ειδοποίηση ότι θα αποχωρήσει από το τουρκικό έδαφος μονο εφόσον προηγουμένως αποχωρήσει το τουρκικό τμήμα από το ελληνικό, θα ανέτρεπε το τουρκικό τακτικό πλεονέκτημα. Παραλλήλως, δεν θα επέτρεπε στην τουρκική πλευρά να συνεχίζει να υποστηρίζει ότι τα Ίμια δεν ήταν ελληνικά, ούτε φυσικά θα άφηνε περιθώρια για ετεροβαρείς όρους τύπου “no ships, no troops, no flags” και, τέλος, η “μπάλα” για το ρίσκο περαιτέρω κλιμακώσεως, θα περνούσε στην Τουρκία.
Σήμερα, βλέπουμε διαρκώς τους απέναντι να λυσσομανούν για νησιά, μικρονήσους και νησίδες που δήθεν δεν είναι ελληνικά. Το σκηνικό μιας κρίσεως λόγω τουρκικών αιφνιδιαστικών ενεργειών αποβιβάσεως σε αριθμό ελληνικών μικρονήσων – νησίδων, μια συμφωνία “εκεχειρίας” με διατήρηση θέσεων, αποφυγή κλιμακώσεως και διαπραγμάτευση, με τον εχθρό να συνεχίζει να στέλνει τμήματα σε άλλες νησίδες ενώ η Αθήνα θα αδρανεί στρατιωτικώς λόγω συμμαχικών παραινέσεων για “αυτοσυγκράτηση”, όσο εξωφρενικό κι αν ακούγεται, θα είναι μια τραγική φάρσα της ιστορίας των ελληνοτουρκικών κρίσεων.
Η ελληνική τάση στις κρίσεις με την Τουρκία για καταφυγή με κάθε τρόπο σε “διαπραγμάτευση”, αγνοώντας τις στρατιωτικές επιλογές αντιδράσεως, έχει οδηγήσει μέχρι σήμερα την Τουρκία σε στρατηγικής σημασίας στρατιωτικούς “περιπάτους”, παρά το ότι η Ελλάδα ανέκαθεν διέθετε ικανή ένοπλη ισχύ. Όχι μόνο αποδεικνύουμε ότι δεν διδασκόμαστε αλλά έχουμε περάσει και στους άλλους, την εικόνα ότι επιδιώκουμε πάντα να συμβιβαστούμε, υποκύπτοντας στο τέλος. Όχι από το 1974. Αλλά τουλάχιστον από την κρίση της Κοφίνου το 1967.