«Αντικείμενο 279» η ονομασία ενός σοβιετικού άρματος, αποτέλεσμα ενός μυστικού προγράμματος, το οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ακόμα και το ωστικό κύμα μιας πυρηνικής έκρηξης. Ήταν ένα στρατηγικό άρμα κρούσης και διάσπασης που θα αποτελούσε μέγιστη απειλή για τη Δύση…
Από: history-point.gr - ΠΑΝΤΕΛΗΣ Δ. ΚΑΡΥΚΑΣ
Άρχισε να σχεδιάζεται το 1957 στο εργοστάσιο Kirov στο τότε Λένινγκραντ από μια ομάδα υπό τον αρχιμηχανικό Λεονίντ Τρογιάνοφ. Ένα άρμα προ-παραγωγής ήταν έτοιμο το 1959. Διέφερε σημαντικά όλων των άλλων αρμάτων του κόσμου. Πρώτα από όλα διέθετε τέσσερις ερπύστριες, δύο εξωτερικά του σκάφους – όπως όλα τα άρματα μάχης – και δύο εσωτερικά στην «κοιλιά» του σκάφους.
Διέθετε υδροπνευματική ανάρτηση και σύστημα μετάδοσης της κίνησης τριών σχέσεων. Είχε βάρος 60 τόνων, αλλά παρόλα αυτά η εδαφική πίεση ήταν της τάξης των 0.6 kg/cm2. Ο συνδυασμός των τεσσάρων ερπυστριών που παρείχε μεγάλη κινητικότητα σε ανώμαλο έδαφος, βαλτώδες έδαφος ή σε περιοχή με τυπικά αντιαρματικά κωλύματα.
Διέθετε κινητήρα ντίζελ 1.000 ΗΡ που του προσέδιδε μέγιστη ταχύτητα 55 χ.α.ω. Είχε ακτίνα δράσης 300 χλμ. Διέθετε αυτόματο σύστημα πυρός και ένα τρομερό πυροβόλο Μ65 των 130 χλστ. 60 διαμετρημάτων που επιτύγχανε πολύ υψηλή ταχύτητα εξόδου από την κάννη και άρα μεγάλο βεληνεκές και διατρητική ικανότητα. Διέθετε επίσης συζυγές βαρύ πολυβόλο KPVT των 14,5 χλστ. και εκτοξευτές καπνογόνων. Διέθετε όμως απόθεμα μόλις 24 βλημάτων για το πυροβόλο. Το πυροβόλο μπορούσε να βάλλει 5-7 βλήματα ανά λεπτό.
Το άρμα ήταν εξαιρετικά βαριά θωρακισμένο. Η μέγιστη θωράκιση στο σκάφος έφτανε τα 269 χλστ. ενώ στον πύργο και το ασπίδιο έφτανε τα 319 χλστ. Το άρμα όμως διέθετε ένα ακόμα ξεχωριστό χαρακτηριστικό, μια «ποδιά» που το κάλυπτε περιμετρικά, σχεδόν, και λειτουργούσε όχι μόνο ως άμυνα κατά διατρητικών βλημάτων και βλημάτων κοίλου γεμίσματος, αλλά και δεν επέτρεπε στο άρμα να αναποδογυρίσει ακόμα και από το ωστικό κύμα πυρηνικής έκρηξης.
Η θωράκιση ήταν κεκλιμένη, ενώ το άρμα διέθετε σύστημα προστασίας πυρηνικού, βιολογικού, ραδιολογικού και χημικού πολέμου (ΠΒΡΧ). Το πλήρωμα ήταν τετραμελές (αρχηγός πληρώματος, οδηγός, πυροβολητής και γεμιστής). Η σκόπευση γινόταν με οπτικό αποστασιόμετρο αλλά το άρμα διέθετε και σύστημα νυκτερινής σκόπευσης με προβολέα υπερύθρων.
Κατασκευάστηκαν τρία άρματα του τύπου που έλαβε την ονομασία Κοτίν, αλλά το 1960 με απόφαση του τότε Σοβιετικού ηγέτη Κρούτσεφ το πρόγραμμα σταμάτησε. Ο ίδιος απαγόρευσε την κατασκευή αρμάτων μάχης βαρύτερων των 37 τόνων. Η βασική αιτία πάντως τερματισμού του προγράμματος ήταν το κόστος κατασκευής και συντήρησης ενός τέτοιου άρματος. Το άρμα είχε μήκος – χωρίς το πυροβόλο – 6,77 μ. πλάτος 3,4 μ. και ύψος μόλις 2.63 μ. Ένα άρμα διασώθηκε πάντως και σήμερα εκτίθεται στο ρωσικό στρατιωτικό μουσείο αρμάτων στην Κουμπίνκα.
Άρχισε να σχεδιάζεται το 1957 στο εργοστάσιο Kirov στο τότε Λένινγκραντ από μια ομάδα υπό τον αρχιμηχανικό Λεονίντ Τρογιάνοφ. Ένα άρμα προ-παραγωγής ήταν έτοιμο το 1959. Διέφερε σημαντικά όλων των άλλων αρμάτων του κόσμου. Πρώτα από όλα διέθετε τέσσερις ερπύστριες, δύο εξωτερικά του σκάφους – όπως όλα τα άρματα μάχης – και δύο εσωτερικά στην «κοιλιά» του σκάφους.
Διέθετε υδροπνευματική ανάρτηση και σύστημα μετάδοσης της κίνησης τριών σχέσεων. Είχε βάρος 60 τόνων, αλλά παρόλα αυτά η εδαφική πίεση ήταν της τάξης των 0.6 kg/cm2. Ο συνδυασμός των τεσσάρων ερπυστριών που παρείχε μεγάλη κινητικότητα σε ανώμαλο έδαφος, βαλτώδες έδαφος ή σε περιοχή με τυπικά αντιαρματικά κωλύματα.
Διέθετε κινητήρα ντίζελ 1.000 ΗΡ που του προσέδιδε μέγιστη ταχύτητα 55 χ.α.ω. Είχε ακτίνα δράσης 300 χλμ. Διέθετε αυτόματο σύστημα πυρός και ένα τρομερό πυροβόλο Μ65 των 130 χλστ. 60 διαμετρημάτων που επιτύγχανε πολύ υψηλή ταχύτητα εξόδου από την κάννη και άρα μεγάλο βεληνεκές και διατρητική ικανότητα. Διέθετε επίσης συζυγές βαρύ πολυβόλο KPVT των 14,5 χλστ. και εκτοξευτές καπνογόνων. Διέθετε όμως απόθεμα μόλις 24 βλημάτων για το πυροβόλο. Το πυροβόλο μπορούσε να βάλλει 5-7 βλήματα ανά λεπτό.
Το άρμα ήταν εξαιρετικά βαριά θωρακισμένο. Η μέγιστη θωράκιση στο σκάφος έφτανε τα 269 χλστ. ενώ στον πύργο και το ασπίδιο έφτανε τα 319 χλστ. Το άρμα όμως διέθετε ένα ακόμα ξεχωριστό χαρακτηριστικό, μια «ποδιά» που το κάλυπτε περιμετρικά, σχεδόν, και λειτουργούσε όχι μόνο ως άμυνα κατά διατρητικών βλημάτων και βλημάτων κοίλου γεμίσματος, αλλά και δεν επέτρεπε στο άρμα να αναποδογυρίσει ακόμα και από το ωστικό κύμα πυρηνικής έκρηξης.
Η θωράκιση ήταν κεκλιμένη, ενώ το άρμα διέθετε σύστημα προστασίας πυρηνικού, βιολογικού, ραδιολογικού και χημικού πολέμου (ΠΒΡΧ). Το πλήρωμα ήταν τετραμελές (αρχηγός πληρώματος, οδηγός, πυροβολητής και γεμιστής). Η σκόπευση γινόταν με οπτικό αποστασιόμετρο αλλά το άρμα διέθετε και σύστημα νυκτερινής σκόπευσης με προβολέα υπερύθρων.
Κατασκευάστηκαν τρία άρματα του τύπου που έλαβε την ονομασία Κοτίν, αλλά το 1960 με απόφαση του τότε Σοβιετικού ηγέτη Κρούτσεφ το πρόγραμμα σταμάτησε. Ο ίδιος απαγόρευσε την κατασκευή αρμάτων μάχης βαρύτερων των 37 τόνων. Η βασική αιτία πάντως τερματισμού του προγράμματος ήταν το κόστος κατασκευής και συντήρησης ενός τέτοιου άρματος. Το άρμα είχε μήκος – χωρίς το πυροβόλο – 6,77 μ. πλάτος 3,4 μ. και ύψος μόλις 2.63 μ. Ένα άρμα διασώθηκε πάντως και σήμερα εκτίθεται στο ρωσικό στρατιωτικό μουσείο αρμάτων στην Κουμπίνκα.