Το ζεύγος Ροζέ και Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ έπεισε τον Ισπανό ζωγράφο και πολλούς Γάλλους καλλιτέχνες να δώσουν έργα τους ως φόρο τιμής στην Ελλάδα - Οι πίνακες έμειναν καταχωνιασμένοι επί 30 χρόνιa, εκτέθηκαν για πρώτη φορά το 1980 και βρίσκονται στη Δυτικοευρωπαϊκή Συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης
Από: protothema.gr
Δημήτρης Παγαδάκης
Σε κάθε μεγάλο ζωγραφικό πίνακα αποτυπώνεται μια σπουδαία ιστορία και μια βαθιά εξομολόγηση. Στην επιφάνεια του «Γυναικείου Κεφαλιού» του Πικάσο, που κλάπηκε από την Εθνική Πινακοθήκη και επανακτήθηκε μετά από 9 χρόνια, δεν περιγράφεται μόνο η τότε μούσα του καλλιτέχνη, η σουρεαλίστρια φωτογράφος Ντόρα Μάαρ. Στο χρονολογημένο το 1939 εξπρεσιονιστικό πορτρέτο της εγγράφεται ο απόηχος της εμβληματικής σύνθεσης τής μόλις δύο χρόνια πριν ζωγραφισμένης «Γκερνίκα». Του πίνακα που προβλέπει δυσοίωνα τον εφιαλτικό ζόφο του επερχόμενου πολέμου και τη τερατογένεση του Ολοκαυτώματος.
Είναι φανερό ότι η τέχνη του Ισπανού ζωγράφου προηγήθηκε της Ιστορίας. Εξίσου σημαντικό, όμως, είναι ότι πίσω από τον καμβά, καθώς οι πίνακες δεν εκτίθενται ντουμπλ φας, ξεχωρίζει ολοφάνερα η χειρόγραφη αφιέρωση που αναφέρει: «Για τον ελληνικό λαό, Φόρος Τιμής από τον Πικάσο». Τόσο όμως μπροστά όσο και πίσω από αυτό το έργο τέχνης κρύβεται μια συναρπαστική ιστορία που συναρθρώνει την προσφορά, τη μεταφορά και την έκθεσή του, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, πριν από 70 περίπου χρόνια.
Ελληνας εξ επιλογής
Ολα ξεκίνησαν πριν από 85 χρόνια, όταν ο γεννημένος στη Μασσαλία Ροζέ Μιλλιέξ διορίζεται στα 23 του χρόνια καθηγητής Γαλλικής και Φιλοσοφίας στο Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα. Φτάνει στην ελληνική πρωτεύουσα στις αρχές της σχολικής χρονιάς του 1936. Είναι απόφοιτος σπουδών Κλασικής Λογοτεχνίας και Φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο της Αιξ-αν-Προβάνς και της Σορβόννης. Δεν πρόκειται απλώς για έναν ρομαντικό, οριενταλιστή φιλέλληνα. Είναι ένας ευαίσθητος, δημοκρατικός και μαχητικός διανοούμενος που συνδέεται γρήγορα με τα σύγχρονα ρεύματα της εποχής στην Ελλάδα και καλλιεργεί φιλικές, πολιτιστικές και πνευματικές σχέσεις με τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες της αποκαλούμενης Γενιάς του 1930. Σύντομα γίνεται διευθυντής σπουδών στο Ινστιτούτο, ενώ παράλληλα ως λόγιος δημοσιεύει πολλά δοκίμια σε διάφορα ελληνικά περιοδικά. Τρία χρόνια μετά την άφιξή του παντρεύεται τη 19χρονη μαθήτριά του, τη γεννημένη στην πλατεία Θησείου, Τατιάνα Γκρίτση -μετέπειτα σπουδαία και πολυβραβευμένη συγγραφέα.
Ροζέ Μιλλιέξ, Μαργαρίτα Δαλμάτη, Αλμπέρ Καμί και άγνωστος στον Ναό της Αφαίας
Ο Ροζέ, εξ αίματος Γάλλος, από καρδιάς παιδί της Μεσογείου, κάνει την Ελλάδα δεύτερη πατρίδα του. Είναι ένας εξ επιλογής Ελληνας, που δένεται άρρηκτα με πάθος και αυταπάρνηση με τον ελληνικό λαό. Το 1940, νιόπαντρος με την Τατιάνα και περιμένοντας τη γέννηση του πρώτου από τα δύο παιδιά τους, επιστρατεύεται από τον γαλλικό στρατό της Ανατολής στη Βηρυτό και φτάνει ως τη Λιβύη. Επιστρέφει μετά τη γαλλική ήττα από τις δυνάμεις της Βέρμαχτ στην Ελλάδα και γίνεται στην Αθήνα ένας από τους πυλώνες του αντιστασιακού κινήματος «Ελεύθερη Γαλλία» που έχει δημιουργήσει ο στρατηγός Ντε Γκολ. Ενθουσιάζεται με το ελληνικό έπος της Αλβανίας και συντρίβεται από τη στιγμή της κατοχής της χώρας από τους ναζί. Τρυφερός και παρατηρητικός άνθρωπος, στενάζει βιώνοντας τραυματικά το δράμα του λαού. Συγκλονίζεται καθώς αντικρίζει καθημερινά τα σκελετωμένα παιδιά, τα ορφανά των νεκρών από λιμοκτονία γονιών, τον σωρό από τα στοιβαγμένα, πεταμένα το ένα πάνω στο άλλο, πτώματα στα νεκροταφεία, τους ανώνυμους άθαφτους στους δρόμους, όλοι θύματα της ναζιστικής κτηνωδίας.
Η πείνα θερίζει τον ίδιο και την οικογένειά του που τρέφονται με ψίχουλα μπομποτάλευρου ή σπόρους από σκούπες. Οργανώνεται μαζί με τη σύζυγό του στο ΕΑΜ, ενώ τα ίδια μαύρα φεγγάρια η Γκεστάπο σέρνει κάθε τόσο τον διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Οκτάβιο Μερλιέ στο κολαστήριο της οδού Μέρλιν, προς απόγνωση της Ελληνίδας συζύγου του Μέλπως. Εντελώς απροσδόκητα ο Ροζέ και η Τατιάνα, στο τέλος του φθινοπώρου του 1942, δραπετεύουν περιπετειωδώς από την κατεχόμενη Ελλάδα. Εγκαθίστανται στη νότια Γαλλία των συνεργατών των ναζί υπό το καθεστώς του στρατηγού Πετέν. Το ζευγάρι έρχεται σε επαφή με τους Μαρσεγιέζους αντιστασιακούς, μεταξύ των οποίων και με τον συνονόματο συμμαθητή του Μιλλιέξ, τον ένθερμο κομμουνιστή που εξελίχθηκε σε πιστό καθολικό, μετέπειτα σε μουσουλμάνο και τέλος σε αρνητή του Ολοκαυτώματος Ροζέ Γκαροντί.
Ο Κριστιάν Ζερβός (αριστερά), ιστορικός Τέχνης, συλλέκτης, εκδότης, ενεργό μέλος της Αντίστασης και εγκάρδιος φίλος του Πικάσο (δεξιά), μετέφερε στον μεγάλο ζωγράφο την έκκληση των Μιλλιέξ. Ο Πικάσο ανταποκρίθηκε άμεσα με το «Γυναικείο Κεφάλι»
Συναντούν και άλλα θαρραλέα μέλη της αντιφασιστικής αντίστασης από την κατεχόμενη Γαλλία και, τότε, οι δυο τους εμπνέονται ένα κάλεσμα προς τους Γάλλους διανοούμενους και καλλιτέχνες για μια έμπρακτη χειρονομία περισσεύματος φιλίας προς τον σκληρά δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. Και ακόμη περισσότερο, μια πράξη αλληλεγγύης προς τη θαυμαστή, σθεναρή και ηρωική αντίστασή του ενάντια στους κατακτητές. Είναι η περίοδος που το αντάρτικο φουντώνει στην Ελλάδα, όταν δίνουν στον εαυτό τους την υπόσχεση να εκπληρώσουν την επιθυμία τους. Είναι το «τάμα» τους για ένα γραπτό μνημείο όπου Γάλλοι κάθε σειράς και μόρφωσης θα έρχονταν να καταθέσουν τη μαρτυρία του θαυμασμού, της λατρείας, της αδελφικής αλληλεγγύης προς τη μαχόμενη με θυσίες Ελλάδα.
Τα κείμενα που συμπληρώνουν τη δωρεά των καλλιτεχνών δημοσιοποιήθηκαν και μεταφράστηκαν μερικώς και για πρώτη φορά το 1979 και πλήρως το 2018. Το εγκάρδιο μήνυμά τους προς τον ελληνικό λαό έφτασε στον παραλήπτη του με επτά δεκαετίες καθυστέρηση. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά για την τέχνη, η οποία, σύμφωνα με τον μεγαλοφυή Πικάσο, «ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας»
Λίγους μήνες αργότερα, το ζευγάρι βρίσκεται πάλι στην Ελλάδα και, σύμφωνα με το ημερολόγιο του Ροζέ, θα βιώσουν με πανηγυρικό ενθουσιασμό την απελευθέρωση της χώρας από τις δυνάμεις Κατοχής. Τον Δεκέμβριο του 1945 με πρωτοβουλία του Γαλλικού Ινστιτούτου ο Μερλιέ και ο Μιλλιέξ, στέλνουν με υποτροφίες του γαλλικού κράτους για σπουδές στο Παρίσι μερικά από τα λαμπρότερα μυαλά της ελληνικής νεολαίας της εποχής. Ναυλώνουν το νεοζηλανδέζικο πλοίο με πορτογαλική σημαία «Ματαρόα» στον Πειραιά και μέσω Τάραντα της Ιταλίας, και από εκεί με τρένο διαμέσου Ελβετίας φτάνουν στο Παρίσι τα φτωχά και κυνηγημένα Ελληνόπουλα που είχαν συμμετάσχει στην Αντίσταση, για να γράψουν σε άλλη γη τη δική τους ιστορία με δημιουργικό τρόπο και ορισμένοι να γίνουν παγκοσμίως γνωστοί. Ανάμεσά τους οι φιλόσοφοι Κορνήλιος Καστοριάδης και Κώστας Αξελός, οι φοιτητές Αρχιτεκτονικής Αριστομένης Προβελέγγιος, Γιώργος Κανδύλης, Τάκης Ζενέτος.
Αντρέ Φουζερόν: Ο αυτοδίδακτος ζωγράφος και αντιστασιακός Αντρέ Φουζερόν ήταν ο πρώτος που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των Μιλλιέξ και δώρισε στην ελληνική αντίσταση το έργο του «Μητέρα και παιδί με κόκκινη ποδιά»
Και ακόμη ο κινηματογραφιστής Μάνος Ζαχαρίας, ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος, ο μουσικός Δημήτρης Χωραφάς, ο συνθέτης Ιάννης Ξενάκης, η συγγραφέας Ελλη Αλεξίου, η ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, ο φιλόλογος Εμμανουήλ Κριαράς, ο γιατρός Ανδρέας Γληνός και τόσοι άλλοι. Ο Μιλλιέξ, που έχει ήδη επαναπατριστεί με εντολή του γαλλικού υπουργείου Παιδείας από τον Αύγουστο του 1945, είναι παρών στην υποδοχή τους. Ως αληθινός παιδαγωγός στέκεται στον σταθμό του τρένου για να αγκαλιάσει ζεστά, μιλώντας ελληνικά σε αυτά τα ξένα παιδιά σε έναν ξένο τόπο, τα οποία αντιμετώπιζαν καταδίκες στα χώματα της πατρίδας τους. Παράλληλα κινητοποιείται δραστήρια στην εκπλήρωση του «τάματος».
Φόρος τιμής στην Ελλάδα
Πρώτος ανταποκρίνεται σε αυτό ο αυτοδίδακτος ζωγράφος και αντιστασιακός Αντρέ Φουζερόν, ο οποίος δωρίζει στην Ελληνική Αντίσταση ένα χειρόγραφο κείμενο και το υπογεγραμμένο έργο του «Μητέρα και παιδί με κόκκινη ποδιά». Ακολουθεί η Ελληνίδα Κλεοπάτρα Σεβαστού, χήρα του γλύπτη Αντουάν Μπουρντέλ, θεωρούμενου άμεσου διαδόχου του Ογκίστ Ροντέν, που προσφέρει μια κεφαλή της θεάς Αθηνάς. Ακολουθούν και άλλοι γνωστοί ή λιγότερο διάσημοι καλλιτέχνες που συνεισφέρουν με τα έργα τους. Ανάμεσά τους οι Γάλλοι ζωγράφοι Ανρί Λοράνς, Αντρέ Λοτ, Φρανσουά Ντενουαγιέ, Μαρσέλ Γκρομέρ, καθώς και οι Ελληνες εικαστικοί που ζουν στο Παρίσι, όπως ο πρωτοπόρος χαράκτης Δημήτρης Γαλάνης και ο ζωγράφος Μάριος Πράσινος. Ο φόρος τιμής των Γάλλων καλλιτεχνών στην Αντίσταση της Ελλάδας κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παίρνει διαστάσεις ορμητικού κύματος.
Λεοπόλντ Συρβάζ - Ο ρωσοφινλανδικής καταγωγής ζωγράφος Λεοπόλντ Συρβάζ δώρισε τον πίνακα του «Καταστροφή 1942»
Ο Ροζέ και η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ ταξιδεύουν στην Κυανή Ακτή που, παρότι μεταπολεμικά έχει ξεπέσει από την αίγλη της Μπελ Επόκ και έχει ξεφτίσει η μποέμ τρέλα του Μεσοπολέμου, συνεχίζει να αποτελεί τόπο έλξης και συλλογής συναισθημάτων σημαντικών καλλιτεχνών. Εκεί οι ζωγράφοι εμπνέονται από το χρώμα του ευκαλύπτου, της ελιάς, του αειθαλούς πεύκου και της αμυγδαλιάς. Εκεί τους αποκαλύπτεται πάλι μετά τον φόβο, το χάος και την ερεβώδη φρίκη του πολέμου το φως της Μεσογείου, το μπλε του ουρανού πάνω από τα χαμηλά σπίτια και το γαλάζιο της θάλασσας στα παράκτια ψαροχώρια. Σε αυτό τοπίο, από τη Νίκαια όπου διαμένει ο Ανρί Ματίς -ο οποίος στην περίοδο της Κατοχής είδε την Γκεστάπο να συλλαμβάνει τη σύζυγό του και την κόρη του- προσφέρει ένα ωραίο σχέδιο, μια γαλήνια γυναικεία μορφή μητέρας και ενός παιδιού με ρέουσες γραμμές, καθώς και ένα βιβλίο Τέχνης. Από την ίδια πόλη της Νότιας Γαλλίας ο ρωσοφινλανδικής καταγωγής ζωγράφος Λεοπόλντ Συρβάζ δωρίζει τον πίνακά του «Καταστροφή 1942».
Από τη Λε Κανέ, έξω από τις Κάννες, ο μετα-ιμπρεσιονιστής Πιερ Μπονάρ δωρίζει ένα σκίτσο καθιστού γυμνού. Η αφροντισιά του αβάν γκαρντ Μπονάρ διασκεδάζει τον Ροζέ και την Τατιάνα, γιατί ο ακατάστατος ζωγράφος κλείνει μέσα σε ένα φάκελο το σχέδιό του και τους το στέλνει σαν γραμματάκι. Αντίθετα, τους συγκινεί η γενναιοδωρία του Αλμπέρ Μαρκέ, του κινήματος των φοβιστών ζωγράφων, ο οποίος μόλις έχει επιστρέψει από την Αλγερία. Μόλις ένα χρόνο πριν πεθάνει τους ανοίγει το εργαστήρι του και απλώνει μπροστά τους όλα του τα ταμπλό λέγοντας: «Διαλέξετε όποιο θέλετε». Εν τω μεταξύ, το ζευγάρι οργώνει τη δαντελένια ακτή της Γαλλικής Ριβιέρας, μπαίνει σε αυλές με πορτοκαλιές, κήπους με μιμόζες και επισκέπτεται ατελιέ με λάδια, πινέλα και καμβάδες σε καβαλέτα. Από τη Μουζέ στα ορεινά των Καννών ο ντανταϊστής Φράνσις Πικαμπιά τούς δίνει έναν πίνακά του με ένα κεφάλι-μάσκα από τη σειρά «Αλληλεπικαλυπτόμενες κεφαλές». Από το παραθαλάσσιο Λ’Εστάκ της Μασσαλίας ο Ραούλ Ντιφί προσφέρει ένα βιβλίο τέχνης που γιορτάζει την έξαρση αλλά και την αγαλλίαση των χρωμάτων.
Ανρί Ματίς - Ο Ανρί Ματίς, ο οποίος την περίοδο της Κατοχής είδε την Γκεστάπο να συλλαμβάνει τη σύζυγό του και την κόρη του, προσέφερε το σχέδιο μιας γαλήνιας γυναικείας μορφής μητέρας και ενός παιδιού
Από τη Λα Σιοτά, μεταξύ Μασσαλίας και Τουλόν, ο συνιδρυτής του κυβισμού Ζορζ Μπρακ, που επέζησε μαχόμενος με συντριπτικό τραύμα στο κεφάλι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χαρίζει στον ελληνικό λαό μια λιθογραφία με θέμα το άρμα του Φαέθωνα. Με τη σειρά του ο υπερρεαλιστής Αντρέ Μασόν από τη δασώδη Γκρας, στην περιφέρεια Αλπ Μαριτίμ, δωρίζει ένα σχέδιο από κάρβουνο με τίτλο «Αντίσταση 1944». Ισως είναι η πιο αντιπροσωπευτική δωρεά στην έκκληση, γιατί μέσα από την ταραγμένη μορφή του σκίτσου αναδύεται η φρικαλέα απόγνωση και ο πόνος που προκαλεί η κατάλυση της ελευθερίας. Παράλληλα, το ζεύγος Μιλλιέξ συγκεντρώνει μαρτυρίες και κείμενα συμπαράστασης προς τον ελληνικό λαό που γράφτηκαν, εκφωνήθηκαν σε μαγνητοφωνημένες εγγραφές, αποτυπώθηκαν σε ημερολογιακές καταγραφές στα χρόνια πριν από την απελευθέρωση από Γάλλους διανοούμενους.
Συγκινητικά καταφθάνουν στα χέρια του Ροζέ και της Τατιάνας 110 πρωτότυπα χειρόγραφα ή δακτυλογραφημένα κείμενα απ’ όλη την γκάμα των καλλιτεχνικών και των επιστημονικών κλάδων, ανεξαρτήτως των πεποιθήσεων του καθενός. Από το μήνυμα λίγων γραμμών έως περίπλοκα ποιήματα, όλα εκφράζουν τον θαυμασμό τους για την Ελλάδα και τις θυσίες της για την ελευθερία. Τα υπογράφουν καθολικοί πάστορες, προτεστάντες θεολόγοι, αγνωστικιστές, στρατηγοί, αναρχικοί, καθηγητές, φιλόσοφοι. Ανάμεσά τους ο υπαρξιστής Ζαν-Πολ Σαρτρ και ο ανθρωπιστής Αλμπέρ Καμί, ο αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ, ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Πολ Κλοντέλ, ο εθνικόφρων φιλομοναρχικός Γκαμπριέλ Μπουασί, ο ντανταϊστής Τριστιάν Τζαρά, ο μαρξιστής φυσικός Φρεντερίκ Ζολιό-Κιουρί, ο κομμουνιστής ποιητής Πολ Ελιάρ, ο νομπελίστας ακαδημαϊκός Φρανσουά Μοριάκ, ο επίσης νομπελίστας κορυφαίος συγγραφέας Αντρέ Ζιντ, η θρυλική Ελσα Τριολέ κ.ά. Εχει όμως φτάσει η ώρα να σφραγιστεί η δωρεά με τη συνεισφορά του μεγάλου Πάμπλο Πικάσο.
Ροζέ Μιλλιέξ, Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, Αλέκος Διαμαντόπουλος, Νίκος Καββαδίας, Πέτρος Νικολετόπουλος, Ελντα Καββαδία (πίσω)
Η προσφορά του Πικάσο
Ο εξόριστος Ισπανός από τη Μάλαγα έχει μεταπολεμικά εγκατασταθεί στο μεσογειακό τοπίο της Κυανής Ακτής που του θυμίζει το χρώμα και την κουλτούρα της παιδικής του πατρίδας. Ο καλλιτέχνης, με την αγωνιστική στάση ζωής που τονίζει ότι «η ζωγραφική δεν είναι καμωμένη για να διακοσμεί σπίτια, είναι ένα αμυντικό και επιθετικό όπλο ενάντια στον εχθρό», δεν είναι απρόσιτος. Δεν είναι αποκομμένος από τον κοινωνικό του ρόλο και τον ιστορικό του περίγυρο. Ο Ροζέ και η Τατιάνα Μιλλιέξ τον προσεγγίζουν μέσω της ενθουσιώδους εμπλοκής στο «τάμα» του Κριστιάν Ζερβός. Ιστορικός τέχνης, συλλέκτης, εκδότης και ενεργό μέλος της Αντίστασης, ο γεννημένος στο Αργοστόλι, μεγαλωμένος στην Αλεξάνδρεια και σπουδαγμένος στο Παρίσι όπου και διαμένει, Ζερβός είναι ένα ανήσυχο πνεύμα που συνδέθηκε με πρόσωπα που βρέθηκαν στην αιχμή της πνευματικής πρωτοπορίας του μοντερνισμού.
Προφανώς ως εγκάρδιος φίλος του Πικάσο μεσολαβεί ή, καλύτερα, μεταφέρει στον σπουδαίο και αναγνωρισμένο παγκοσμίως ζωγράφο την έκκληση του ζευγαριού. Ο 65χρονος τότε Πικάσο, ο οποίος είναι μέλος του Κ.Κ. Γαλλίας από το 1944, ανταποκρίνεται με ενθουσιασμό και προσφέρει το σημαντικότερο έργο αυτής της συλλογής. Εκείνη την εποχή η θυελλώδης σχέση του με την Ντόρα Μάαρ έχει λήξει άδοξα μετά από 9 χρόνια παράφορου έρωτα. Αλλά το παραμορφωτικό «Γυναικείο Κεφάλι» που την απεικονίζει αναφέρεται υφολογικά στην κραυγή διαμαρτυρίας που αποτύπωσε διεισδυτικά στον πίνακά του «Γκερνίκα».
Αυτό το πορτρέτο, με τη δυναμική επιδραστικότητα που εξέπεμπε, παραδίδει ως φόρο τιμής στον ελληνικό λαό που αντιτάχθηκε γενναια στον Αξονα. Ωστόσο υπάρχουν πολλοί πίνακες με τον ίδιο τίτλο οι οποίοι πωλούνταν από την γκαλερί του ατζέντη του Πολ Ρόζενμπεργκ στο Παρίσι. Οταν αυτός ως Εβραίος διέφυγε από την κατεχόμενη Γαλλία, όσα έργα του Πικάσο δεν λεηλατήθηκαν από τους ναζί τα εκποίησε «κοψοχρονιά».
Πικαμπιά - Ο ντανταϊστής Φράνσις Πικαμπιά τούς δίνει έναν πίνακά του με ένα κεφάλι-μάσκα από τη σειρά «Αλληλοεπικαλυπτόμενες κεφαλές»
Το τάμα της Κατοχής
Ο Μιλλιέξ επιστρέφει στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1946 και φέρνει μαζί του μερικούς πίνακες, ενώ ως το 1948 συγκεντρώνει τα υπόλοιπα έργα της δωρεάς, η οποία περιλαμβάνει 28 ελαιογραφίες, 6 σχέδια και 6 χαρακτικά, 4 γλυπτά και 2 λευκώματα τέχνης. Το όνειρο του ζεύγους Μιλλιέξ είναι με το «τάμα της Κατοχής» να δημιουργηθεί μια αίθουσα αφιερωμένη στη σύγχρονη γαλλική τέχνη σε ένα υπό ίδρυση μουσείο σύγχρονης τέχνης στην Αθήνα. Το Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα πραγματοποιεί την πρώτη έκθεση με τα συγκεκριμένα έργα το Απρίλιο του 1949. Είναι μια δύσκολη περίοδος για τη χώρα, καθώς ο Εμφύλιος μαίνεται στη Βόρεια Ελλάδα.
Η μερίδα των συντηρητικών κριτικών Τέχνης -καθώς οι προοδευτικοί έχουν λουφάξει, δεν βρίσκουν έντυπα για να τοποθετηθούν ή «αποτοξινώνονται» στη Μακρόνησο- δεν αναγνωρίζει καμία καλλιτεχνική αξία στην έκθεση. Τη χλευάζουν μια και βλέπουν αποκλειστικά με ιδεολογικές παρωπίδες μόνο τη ριζοσπαστική και αριστερή πολιτική καταγωγή των Γάλλων ζωγράφων. Ως όφειλε το ζεύγος Μιλλιέξ παραδίδει όλα τα έργα της δωρεάς των Γάλλων καλλιτεχνών στην Εθνική Πινακοθήκη. Το έντιμο και ανιδιοτελές ζευγάρι δεν κράτησε για τον εαυτό του ούτε ένα αναμνηστικό της δωρεάς εκείνης. Αλλοι ίσως να έλυναν μακροχρόνια με αυτό το πρόβλημα μιας ολόκληρης ζωής. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, με την Τατιάνα ακίνητη επί μια 20ετία από εγκεφαλικό, ο 90χρονος Ροζέ με μια ταπεινή σύνταξη εκπαιδευτικού δεν μπορούσε ούτε να προσλάβει μια νυχτερινή νοσοκόμα για τη σύντροφό του. Από τη στιγμή που η Εθνική Πινακοθήκη παραλαμβάνει τη δωρεά τη καταχωνιάζει επί 30 χρόνια υπό το κλίμα της κρατικής μετεμφυλιακής μισαλλοδοξίας στο τοπίο του Ψυχρού Πολέμου.
Αντρέ Μασόν - Ο υπερρεαλιστής Αντρέ Μασόν δωρίζει ένα σχέδιο από κάρβουνο με τίτλο «Αντίσταση 1944»
Επί της ουσίας αποκρύπτει την ιδέα που τα έφερε στη χώρα και τα έργα μένουν άφαντα στη δημόσια θέα μέχρι τον Φεβρουάριο του 1980. Τότε, έξι χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, η Εθνική Πινακοθήκη εξέθεσε τη δωρεά των Γάλλων καλλιτεχνών, η οποία αποτελεί μέρος της συλλογής Δυτικοευρωπαϊκής Ζωγραφικής της. Ακολούθησε το 2003 στη Δημοτική Πινακοθήκη Πατρών λαμπρή παρουσίαση της συλλογής. Αργότερα φιλοξενήθηκε στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης και στο παράρτημα της Πινακοθήκης στην Κέρκυρα. Το καλοκαίρι του 2007 η Εθνική Πινακοθήκη, συμμετέχοντας στον εορτασμό της επετείου των 100 χρόνων από την ίδρυση του Γαλλικού Ινστιτούτου, του οποίου λαμπρός διευθυντής υπήρξε ως το 1959 ο Ροζέ Μιλλιέξ, οργάνωσε μία ακόμη έκθεση και την αφιέρωσε στη μνήμη του ζεύγους που είχε την έμπνευση και την πρωτοβουλία αυτής της πολύτιμης δωρεάς προς την Ελλάδα.
Εκτοτε στο πλαίσιο της έκθεσης «Στα άδυτα της Εθνικής Πινακοθήκης», με σπανίως έως ποτέ παρουσιασμένα αριστουργήματα από τη συλλογή της, αναρτήθηκε ο πίνακας του Πικάσο στο φουαγιέ του μουσείου και από εκεί κλάπηκε το 2012. Οσο για τα κείμενα που συμπληρώνουν τη δωρεά και ανήκουν στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), αυτά δημοσιοποιήθηκαν και μεταφράστηκαν μερικώς και για πρώτη φορά το 1979 και πλήρως το 2018. Το εγκάρδιο μήνυμά τους προς τον ελληνικό λαό έφτασε στον παραλήπτη του με επτά δεκαετίες καθυστέρηση. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά για τη τέχνη, η οποία, σύμφωνα με τον μεγαλοφυή Πικάσο, «ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας». Πράγμα που αναμένεται να συμβεί με την εκ νέου ανάρτηση του πίνακά του σε δημόσια θέα. Μετά από τόσες περιπέτειες, διαδρομές, συμβολισμούς, μνήμες και μηνύματα χαρίζει σχεδόν απτό το σχήμα μιας πολλαπλής αφήγησης.
Δημήτρης Παγαδάκης
Σε κάθε μεγάλο ζωγραφικό πίνακα αποτυπώνεται μια σπουδαία ιστορία και μια βαθιά εξομολόγηση. Στην επιφάνεια του «Γυναικείου Κεφαλιού» του Πικάσο, που κλάπηκε από την Εθνική Πινακοθήκη και επανακτήθηκε μετά από 9 χρόνια, δεν περιγράφεται μόνο η τότε μούσα του καλλιτέχνη, η σουρεαλίστρια φωτογράφος Ντόρα Μάαρ. Στο χρονολογημένο το 1939 εξπρεσιονιστικό πορτρέτο της εγγράφεται ο απόηχος της εμβληματικής σύνθεσης τής μόλις δύο χρόνια πριν ζωγραφισμένης «Γκερνίκα». Του πίνακα που προβλέπει δυσοίωνα τον εφιαλτικό ζόφο του επερχόμενου πολέμου και τη τερατογένεση του Ολοκαυτώματος.
Είναι φανερό ότι η τέχνη του Ισπανού ζωγράφου προηγήθηκε της Ιστορίας. Εξίσου σημαντικό, όμως, είναι ότι πίσω από τον καμβά, καθώς οι πίνακες δεν εκτίθενται ντουμπλ φας, ξεχωρίζει ολοφάνερα η χειρόγραφη αφιέρωση που αναφέρει: «Για τον ελληνικό λαό, Φόρος Τιμής από τον Πικάσο». Τόσο όμως μπροστά όσο και πίσω από αυτό το έργο τέχνης κρύβεται μια συναρπαστική ιστορία που συναρθρώνει την προσφορά, τη μεταφορά και την έκθεσή του, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, πριν από 70 περίπου χρόνια.
Ελληνας εξ επιλογής
Ολα ξεκίνησαν πριν από 85 χρόνια, όταν ο γεννημένος στη Μασσαλία Ροζέ Μιλλιέξ διορίζεται στα 23 του χρόνια καθηγητής Γαλλικής και Φιλοσοφίας στο Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα. Φτάνει στην ελληνική πρωτεύουσα στις αρχές της σχολικής χρονιάς του 1936. Είναι απόφοιτος σπουδών Κλασικής Λογοτεχνίας και Φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο της Αιξ-αν-Προβάνς και της Σορβόννης. Δεν πρόκειται απλώς για έναν ρομαντικό, οριενταλιστή φιλέλληνα. Είναι ένας ευαίσθητος, δημοκρατικός και μαχητικός διανοούμενος που συνδέεται γρήγορα με τα σύγχρονα ρεύματα της εποχής στην Ελλάδα και καλλιεργεί φιλικές, πολιτιστικές και πνευματικές σχέσεις με τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες της αποκαλούμενης Γενιάς του 1930. Σύντομα γίνεται διευθυντής σπουδών στο Ινστιτούτο, ενώ παράλληλα ως λόγιος δημοσιεύει πολλά δοκίμια σε διάφορα ελληνικά περιοδικά. Τρία χρόνια μετά την άφιξή του παντρεύεται τη 19χρονη μαθήτριά του, τη γεννημένη στην πλατεία Θησείου, Τατιάνα Γκρίτση -μετέπειτα σπουδαία και πολυβραβευμένη συγγραφέα.
Ροζέ Μιλλιέξ, Μαργαρίτα Δαλμάτη, Αλμπέρ Καμί και άγνωστος στον Ναό της Αφαίας
Ο Ροζέ, εξ αίματος Γάλλος, από καρδιάς παιδί της Μεσογείου, κάνει την Ελλάδα δεύτερη πατρίδα του. Είναι ένας εξ επιλογής Ελληνας, που δένεται άρρηκτα με πάθος και αυταπάρνηση με τον ελληνικό λαό. Το 1940, νιόπαντρος με την Τατιάνα και περιμένοντας τη γέννηση του πρώτου από τα δύο παιδιά τους, επιστρατεύεται από τον γαλλικό στρατό της Ανατολής στη Βηρυτό και φτάνει ως τη Λιβύη. Επιστρέφει μετά τη γαλλική ήττα από τις δυνάμεις της Βέρμαχτ στην Ελλάδα και γίνεται στην Αθήνα ένας από τους πυλώνες του αντιστασιακού κινήματος «Ελεύθερη Γαλλία» που έχει δημιουργήσει ο στρατηγός Ντε Γκολ. Ενθουσιάζεται με το ελληνικό έπος της Αλβανίας και συντρίβεται από τη στιγμή της κατοχής της χώρας από τους ναζί. Τρυφερός και παρατηρητικός άνθρωπος, στενάζει βιώνοντας τραυματικά το δράμα του λαού. Συγκλονίζεται καθώς αντικρίζει καθημερινά τα σκελετωμένα παιδιά, τα ορφανά των νεκρών από λιμοκτονία γονιών, τον σωρό από τα στοιβαγμένα, πεταμένα το ένα πάνω στο άλλο, πτώματα στα νεκροταφεία, τους ανώνυμους άθαφτους στους δρόμους, όλοι θύματα της ναζιστικής κτηνωδίας.
Η πείνα θερίζει τον ίδιο και την οικογένειά του που τρέφονται με ψίχουλα μπομποτάλευρου ή σπόρους από σκούπες. Οργανώνεται μαζί με τη σύζυγό του στο ΕΑΜ, ενώ τα ίδια μαύρα φεγγάρια η Γκεστάπο σέρνει κάθε τόσο τον διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Οκτάβιο Μερλιέ στο κολαστήριο της οδού Μέρλιν, προς απόγνωση της Ελληνίδας συζύγου του Μέλπως. Εντελώς απροσδόκητα ο Ροζέ και η Τατιάνα, στο τέλος του φθινοπώρου του 1942, δραπετεύουν περιπετειωδώς από την κατεχόμενη Ελλάδα. Εγκαθίστανται στη νότια Γαλλία των συνεργατών των ναζί υπό το καθεστώς του στρατηγού Πετέν. Το ζευγάρι έρχεται σε επαφή με τους Μαρσεγιέζους αντιστασιακούς, μεταξύ των οποίων και με τον συνονόματο συμμαθητή του Μιλλιέξ, τον ένθερμο κομμουνιστή που εξελίχθηκε σε πιστό καθολικό, μετέπειτα σε μουσουλμάνο και τέλος σε αρνητή του Ολοκαυτώματος Ροζέ Γκαροντί.
Ο Κριστιάν Ζερβός (αριστερά), ιστορικός Τέχνης, συλλέκτης, εκδότης, ενεργό μέλος της Αντίστασης και εγκάρδιος φίλος του Πικάσο (δεξιά), μετέφερε στον μεγάλο ζωγράφο την έκκληση των Μιλλιέξ. Ο Πικάσο ανταποκρίθηκε άμεσα με το «Γυναικείο Κεφάλι»
Συναντούν και άλλα θαρραλέα μέλη της αντιφασιστικής αντίστασης από την κατεχόμενη Γαλλία και, τότε, οι δυο τους εμπνέονται ένα κάλεσμα προς τους Γάλλους διανοούμενους και καλλιτέχνες για μια έμπρακτη χειρονομία περισσεύματος φιλίας προς τον σκληρά δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. Και ακόμη περισσότερο, μια πράξη αλληλεγγύης προς τη θαυμαστή, σθεναρή και ηρωική αντίστασή του ενάντια στους κατακτητές. Είναι η περίοδος που το αντάρτικο φουντώνει στην Ελλάδα, όταν δίνουν στον εαυτό τους την υπόσχεση να εκπληρώσουν την επιθυμία τους. Είναι το «τάμα» τους για ένα γραπτό μνημείο όπου Γάλλοι κάθε σειράς και μόρφωσης θα έρχονταν να καταθέσουν τη μαρτυρία του θαυμασμού, της λατρείας, της αδελφικής αλληλεγγύης προς τη μαχόμενη με θυσίες Ελλάδα.
Τα κείμενα που συμπληρώνουν τη δωρεά των καλλιτεχνών δημοσιοποιήθηκαν και μεταφράστηκαν μερικώς και για πρώτη φορά το 1979 και πλήρως το 2018. Το εγκάρδιο μήνυμά τους προς τον ελληνικό λαό έφτασε στον παραλήπτη του με επτά δεκαετίες καθυστέρηση. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά για την τέχνη, η οποία, σύμφωνα με τον μεγαλοφυή Πικάσο, «ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας»
Λίγους μήνες αργότερα, το ζευγάρι βρίσκεται πάλι στην Ελλάδα και, σύμφωνα με το ημερολόγιο του Ροζέ, θα βιώσουν με πανηγυρικό ενθουσιασμό την απελευθέρωση της χώρας από τις δυνάμεις Κατοχής. Τον Δεκέμβριο του 1945 με πρωτοβουλία του Γαλλικού Ινστιτούτου ο Μερλιέ και ο Μιλλιέξ, στέλνουν με υποτροφίες του γαλλικού κράτους για σπουδές στο Παρίσι μερικά από τα λαμπρότερα μυαλά της ελληνικής νεολαίας της εποχής. Ναυλώνουν το νεοζηλανδέζικο πλοίο με πορτογαλική σημαία «Ματαρόα» στον Πειραιά και μέσω Τάραντα της Ιταλίας, και από εκεί με τρένο διαμέσου Ελβετίας φτάνουν στο Παρίσι τα φτωχά και κυνηγημένα Ελληνόπουλα που είχαν συμμετάσχει στην Αντίσταση, για να γράψουν σε άλλη γη τη δική τους ιστορία με δημιουργικό τρόπο και ορισμένοι να γίνουν παγκοσμίως γνωστοί. Ανάμεσά τους οι φιλόσοφοι Κορνήλιος Καστοριάδης και Κώστας Αξελός, οι φοιτητές Αρχιτεκτονικής Αριστομένης Προβελέγγιος, Γιώργος Κανδύλης, Τάκης Ζενέτος.
Αντρέ Φουζερόν: Ο αυτοδίδακτος ζωγράφος και αντιστασιακός Αντρέ Φουζερόν ήταν ο πρώτος που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των Μιλλιέξ και δώρισε στην ελληνική αντίσταση το έργο του «Μητέρα και παιδί με κόκκινη ποδιά»
Και ακόμη ο κινηματογραφιστής Μάνος Ζαχαρίας, ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος, ο μουσικός Δημήτρης Χωραφάς, ο συνθέτης Ιάννης Ξενάκης, η συγγραφέας Ελλη Αλεξίου, η ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, ο φιλόλογος Εμμανουήλ Κριαράς, ο γιατρός Ανδρέας Γληνός και τόσοι άλλοι. Ο Μιλλιέξ, που έχει ήδη επαναπατριστεί με εντολή του γαλλικού υπουργείου Παιδείας από τον Αύγουστο του 1945, είναι παρών στην υποδοχή τους. Ως αληθινός παιδαγωγός στέκεται στον σταθμό του τρένου για να αγκαλιάσει ζεστά, μιλώντας ελληνικά σε αυτά τα ξένα παιδιά σε έναν ξένο τόπο, τα οποία αντιμετώπιζαν καταδίκες στα χώματα της πατρίδας τους. Παράλληλα κινητοποιείται δραστήρια στην εκπλήρωση του «τάματος».
Φόρος τιμής στην Ελλάδα
Πρώτος ανταποκρίνεται σε αυτό ο αυτοδίδακτος ζωγράφος και αντιστασιακός Αντρέ Φουζερόν, ο οποίος δωρίζει στην Ελληνική Αντίσταση ένα χειρόγραφο κείμενο και το υπογεγραμμένο έργο του «Μητέρα και παιδί με κόκκινη ποδιά». Ακολουθεί η Ελληνίδα Κλεοπάτρα Σεβαστού, χήρα του γλύπτη Αντουάν Μπουρντέλ, θεωρούμενου άμεσου διαδόχου του Ογκίστ Ροντέν, που προσφέρει μια κεφαλή της θεάς Αθηνάς. Ακολουθούν και άλλοι γνωστοί ή λιγότερο διάσημοι καλλιτέχνες που συνεισφέρουν με τα έργα τους. Ανάμεσά τους οι Γάλλοι ζωγράφοι Ανρί Λοράνς, Αντρέ Λοτ, Φρανσουά Ντενουαγιέ, Μαρσέλ Γκρομέρ, καθώς και οι Ελληνες εικαστικοί που ζουν στο Παρίσι, όπως ο πρωτοπόρος χαράκτης Δημήτρης Γαλάνης και ο ζωγράφος Μάριος Πράσινος. Ο φόρος τιμής των Γάλλων καλλιτεχνών στην Αντίσταση της Ελλάδας κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παίρνει διαστάσεις ορμητικού κύματος.
Λεοπόλντ Συρβάζ - Ο ρωσοφινλανδικής καταγωγής ζωγράφος Λεοπόλντ Συρβάζ δώρισε τον πίνακα του «Καταστροφή 1942»
Ο Ροζέ και η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ ταξιδεύουν στην Κυανή Ακτή που, παρότι μεταπολεμικά έχει ξεπέσει από την αίγλη της Μπελ Επόκ και έχει ξεφτίσει η μποέμ τρέλα του Μεσοπολέμου, συνεχίζει να αποτελεί τόπο έλξης και συλλογής συναισθημάτων σημαντικών καλλιτεχνών. Εκεί οι ζωγράφοι εμπνέονται από το χρώμα του ευκαλύπτου, της ελιάς, του αειθαλούς πεύκου και της αμυγδαλιάς. Εκεί τους αποκαλύπτεται πάλι μετά τον φόβο, το χάος και την ερεβώδη φρίκη του πολέμου το φως της Μεσογείου, το μπλε του ουρανού πάνω από τα χαμηλά σπίτια και το γαλάζιο της θάλασσας στα παράκτια ψαροχώρια. Σε αυτό τοπίο, από τη Νίκαια όπου διαμένει ο Ανρί Ματίς -ο οποίος στην περίοδο της Κατοχής είδε την Γκεστάπο να συλλαμβάνει τη σύζυγό του και την κόρη του- προσφέρει ένα ωραίο σχέδιο, μια γαλήνια γυναικεία μορφή μητέρας και ενός παιδιού με ρέουσες γραμμές, καθώς και ένα βιβλίο Τέχνης. Από την ίδια πόλη της Νότιας Γαλλίας ο ρωσοφινλανδικής καταγωγής ζωγράφος Λεοπόλντ Συρβάζ δωρίζει τον πίνακά του «Καταστροφή 1942».
Από τη Λε Κανέ, έξω από τις Κάννες, ο μετα-ιμπρεσιονιστής Πιερ Μπονάρ δωρίζει ένα σκίτσο καθιστού γυμνού. Η αφροντισιά του αβάν γκαρντ Μπονάρ διασκεδάζει τον Ροζέ και την Τατιάνα, γιατί ο ακατάστατος ζωγράφος κλείνει μέσα σε ένα φάκελο το σχέδιό του και τους το στέλνει σαν γραμματάκι. Αντίθετα, τους συγκινεί η γενναιοδωρία του Αλμπέρ Μαρκέ, του κινήματος των φοβιστών ζωγράφων, ο οποίος μόλις έχει επιστρέψει από την Αλγερία. Μόλις ένα χρόνο πριν πεθάνει τους ανοίγει το εργαστήρι του και απλώνει μπροστά τους όλα του τα ταμπλό λέγοντας: «Διαλέξετε όποιο θέλετε». Εν τω μεταξύ, το ζευγάρι οργώνει τη δαντελένια ακτή της Γαλλικής Ριβιέρας, μπαίνει σε αυλές με πορτοκαλιές, κήπους με μιμόζες και επισκέπτεται ατελιέ με λάδια, πινέλα και καμβάδες σε καβαλέτα. Από τη Μουζέ στα ορεινά των Καννών ο ντανταϊστής Φράνσις Πικαμπιά τούς δίνει έναν πίνακά του με ένα κεφάλι-μάσκα από τη σειρά «Αλληλεπικαλυπτόμενες κεφαλές». Από το παραθαλάσσιο Λ’Εστάκ της Μασσαλίας ο Ραούλ Ντιφί προσφέρει ένα βιβλίο τέχνης που γιορτάζει την έξαρση αλλά και την αγαλλίαση των χρωμάτων.
Ανρί Ματίς - Ο Ανρί Ματίς, ο οποίος την περίοδο της Κατοχής είδε την Γκεστάπο να συλλαμβάνει τη σύζυγό του και την κόρη του, προσέφερε το σχέδιο μιας γαλήνιας γυναικείας μορφής μητέρας και ενός παιδιού
Από τη Λα Σιοτά, μεταξύ Μασσαλίας και Τουλόν, ο συνιδρυτής του κυβισμού Ζορζ Μπρακ, που επέζησε μαχόμενος με συντριπτικό τραύμα στο κεφάλι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χαρίζει στον ελληνικό λαό μια λιθογραφία με θέμα το άρμα του Φαέθωνα. Με τη σειρά του ο υπερρεαλιστής Αντρέ Μασόν από τη δασώδη Γκρας, στην περιφέρεια Αλπ Μαριτίμ, δωρίζει ένα σχέδιο από κάρβουνο με τίτλο «Αντίσταση 1944». Ισως είναι η πιο αντιπροσωπευτική δωρεά στην έκκληση, γιατί μέσα από την ταραγμένη μορφή του σκίτσου αναδύεται η φρικαλέα απόγνωση και ο πόνος που προκαλεί η κατάλυση της ελευθερίας. Παράλληλα, το ζεύγος Μιλλιέξ συγκεντρώνει μαρτυρίες και κείμενα συμπαράστασης προς τον ελληνικό λαό που γράφτηκαν, εκφωνήθηκαν σε μαγνητοφωνημένες εγγραφές, αποτυπώθηκαν σε ημερολογιακές καταγραφές στα χρόνια πριν από την απελευθέρωση από Γάλλους διανοούμενους.
Συγκινητικά καταφθάνουν στα χέρια του Ροζέ και της Τατιάνας 110 πρωτότυπα χειρόγραφα ή δακτυλογραφημένα κείμενα απ’ όλη την γκάμα των καλλιτεχνικών και των επιστημονικών κλάδων, ανεξαρτήτως των πεποιθήσεων του καθενός. Από το μήνυμα λίγων γραμμών έως περίπλοκα ποιήματα, όλα εκφράζουν τον θαυμασμό τους για την Ελλάδα και τις θυσίες της για την ελευθερία. Τα υπογράφουν καθολικοί πάστορες, προτεστάντες θεολόγοι, αγνωστικιστές, στρατηγοί, αναρχικοί, καθηγητές, φιλόσοφοι. Ανάμεσά τους ο υπαρξιστής Ζαν-Πολ Σαρτρ και ο ανθρωπιστής Αλμπέρ Καμί, ο αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ, ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Πολ Κλοντέλ, ο εθνικόφρων φιλομοναρχικός Γκαμπριέλ Μπουασί, ο ντανταϊστής Τριστιάν Τζαρά, ο μαρξιστής φυσικός Φρεντερίκ Ζολιό-Κιουρί, ο κομμουνιστής ποιητής Πολ Ελιάρ, ο νομπελίστας ακαδημαϊκός Φρανσουά Μοριάκ, ο επίσης νομπελίστας κορυφαίος συγγραφέας Αντρέ Ζιντ, η θρυλική Ελσα Τριολέ κ.ά. Εχει όμως φτάσει η ώρα να σφραγιστεί η δωρεά με τη συνεισφορά του μεγάλου Πάμπλο Πικάσο.
Ροζέ Μιλλιέξ, Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, Αλέκος Διαμαντόπουλος, Νίκος Καββαδίας, Πέτρος Νικολετόπουλος, Ελντα Καββαδία (πίσω)
Η προσφορά του Πικάσο
Ο εξόριστος Ισπανός από τη Μάλαγα έχει μεταπολεμικά εγκατασταθεί στο μεσογειακό τοπίο της Κυανής Ακτής που του θυμίζει το χρώμα και την κουλτούρα της παιδικής του πατρίδας. Ο καλλιτέχνης, με την αγωνιστική στάση ζωής που τονίζει ότι «η ζωγραφική δεν είναι καμωμένη για να διακοσμεί σπίτια, είναι ένα αμυντικό και επιθετικό όπλο ενάντια στον εχθρό», δεν είναι απρόσιτος. Δεν είναι αποκομμένος από τον κοινωνικό του ρόλο και τον ιστορικό του περίγυρο. Ο Ροζέ και η Τατιάνα Μιλλιέξ τον προσεγγίζουν μέσω της ενθουσιώδους εμπλοκής στο «τάμα» του Κριστιάν Ζερβός. Ιστορικός τέχνης, συλλέκτης, εκδότης και ενεργό μέλος της Αντίστασης, ο γεννημένος στο Αργοστόλι, μεγαλωμένος στην Αλεξάνδρεια και σπουδαγμένος στο Παρίσι όπου και διαμένει, Ζερβός είναι ένα ανήσυχο πνεύμα που συνδέθηκε με πρόσωπα που βρέθηκαν στην αιχμή της πνευματικής πρωτοπορίας του μοντερνισμού.
Προφανώς ως εγκάρδιος φίλος του Πικάσο μεσολαβεί ή, καλύτερα, μεταφέρει στον σπουδαίο και αναγνωρισμένο παγκοσμίως ζωγράφο την έκκληση του ζευγαριού. Ο 65χρονος τότε Πικάσο, ο οποίος είναι μέλος του Κ.Κ. Γαλλίας από το 1944, ανταποκρίνεται με ενθουσιασμό και προσφέρει το σημαντικότερο έργο αυτής της συλλογής. Εκείνη την εποχή η θυελλώδης σχέση του με την Ντόρα Μάαρ έχει λήξει άδοξα μετά από 9 χρόνια παράφορου έρωτα. Αλλά το παραμορφωτικό «Γυναικείο Κεφάλι» που την απεικονίζει αναφέρεται υφολογικά στην κραυγή διαμαρτυρίας που αποτύπωσε διεισδυτικά στον πίνακά του «Γκερνίκα».
Αυτό το πορτρέτο, με τη δυναμική επιδραστικότητα που εξέπεμπε, παραδίδει ως φόρο τιμής στον ελληνικό λαό που αντιτάχθηκε γενναια στον Αξονα. Ωστόσο υπάρχουν πολλοί πίνακες με τον ίδιο τίτλο οι οποίοι πωλούνταν από την γκαλερί του ατζέντη του Πολ Ρόζενμπεργκ στο Παρίσι. Οταν αυτός ως Εβραίος διέφυγε από την κατεχόμενη Γαλλία, όσα έργα του Πικάσο δεν λεηλατήθηκαν από τους ναζί τα εκποίησε «κοψοχρονιά».
Πικαμπιά - Ο ντανταϊστής Φράνσις Πικαμπιά τούς δίνει έναν πίνακά του με ένα κεφάλι-μάσκα από τη σειρά «Αλληλοεπικαλυπτόμενες κεφαλές»
Το τάμα της Κατοχής
Ο Μιλλιέξ επιστρέφει στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1946 και φέρνει μαζί του μερικούς πίνακες, ενώ ως το 1948 συγκεντρώνει τα υπόλοιπα έργα της δωρεάς, η οποία περιλαμβάνει 28 ελαιογραφίες, 6 σχέδια και 6 χαρακτικά, 4 γλυπτά και 2 λευκώματα τέχνης. Το όνειρο του ζεύγους Μιλλιέξ είναι με το «τάμα της Κατοχής» να δημιουργηθεί μια αίθουσα αφιερωμένη στη σύγχρονη γαλλική τέχνη σε ένα υπό ίδρυση μουσείο σύγχρονης τέχνης στην Αθήνα. Το Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα πραγματοποιεί την πρώτη έκθεση με τα συγκεκριμένα έργα το Απρίλιο του 1949. Είναι μια δύσκολη περίοδος για τη χώρα, καθώς ο Εμφύλιος μαίνεται στη Βόρεια Ελλάδα.
Η μερίδα των συντηρητικών κριτικών Τέχνης -καθώς οι προοδευτικοί έχουν λουφάξει, δεν βρίσκουν έντυπα για να τοποθετηθούν ή «αποτοξινώνονται» στη Μακρόνησο- δεν αναγνωρίζει καμία καλλιτεχνική αξία στην έκθεση. Τη χλευάζουν μια και βλέπουν αποκλειστικά με ιδεολογικές παρωπίδες μόνο τη ριζοσπαστική και αριστερή πολιτική καταγωγή των Γάλλων ζωγράφων. Ως όφειλε το ζεύγος Μιλλιέξ παραδίδει όλα τα έργα της δωρεάς των Γάλλων καλλιτεχνών στην Εθνική Πινακοθήκη. Το έντιμο και ανιδιοτελές ζευγάρι δεν κράτησε για τον εαυτό του ούτε ένα αναμνηστικό της δωρεάς εκείνης. Αλλοι ίσως να έλυναν μακροχρόνια με αυτό το πρόβλημα μιας ολόκληρης ζωής. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, με την Τατιάνα ακίνητη επί μια 20ετία από εγκεφαλικό, ο 90χρονος Ροζέ με μια ταπεινή σύνταξη εκπαιδευτικού δεν μπορούσε ούτε να προσλάβει μια νυχτερινή νοσοκόμα για τη σύντροφό του. Από τη στιγμή που η Εθνική Πινακοθήκη παραλαμβάνει τη δωρεά τη καταχωνιάζει επί 30 χρόνια υπό το κλίμα της κρατικής μετεμφυλιακής μισαλλοδοξίας στο τοπίο του Ψυχρού Πολέμου.
Αντρέ Μασόν - Ο υπερρεαλιστής Αντρέ Μασόν δωρίζει ένα σχέδιο από κάρβουνο με τίτλο «Αντίσταση 1944»
Επί της ουσίας αποκρύπτει την ιδέα που τα έφερε στη χώρα και τα έργα μένουν άφαντα στη δημόσια θέα μέχρι τον Φεβρουάριο του 1980. Τότε, έξι χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, η Εθνική Πινακοθήκη εξέθεσε τη δωρεά των Γάλλων καλλιτεχνών, η οποία αποτελεί μέρος της συλλογής Δυτικοευρωπαϊκής Ζωγραφικής της. Ακολούθησε το 2003 στη Δημοτική Πινακοθήκη Πατρών λαμπρή παρουσίαση της συλλογής. Αργότερα φιλοξενήθηκε στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης και στο παράρτημα της Πινακοθήκης στην Κέρκυρα. Το καλοκαίρι του 2007 η Εθνική Πινακοθήκη, συμμετέχοντας στον εορτασμό της επετείου των 100 χρόνων από την ίδρυση του Γαλλικού Ινστιτούτου, του οποίου λαμπρός διευθυντής υπήρξε ως το 1959 ο Ροζέ Μιλλιέξ, οργάνωσε μία ακόμη έκθεση και την αφιέρωσε στη μνήμη του ζεύγους που είχε την έμπνευση και την πρωτοβουλία αυτής της πολύτιμης δωρεάς προς την Ελλάδα.
Εκτοτε στο πλαίσιο της έκθεσης «Στα άδυτα της Εθνικής Πινακοθήκης», με σπανίως έως ποτέ παρουσιασμένα αριστουργήματα από τη συλλογή της, αναρτήθηκε ο πίνακας του Πικάσο στο φουαγιέ του μουσείου και από εκεί κλάπηκε το 2012. Οσο για τα κείμενα που συμπληρώνουν τη δωρεά και ανήκουν στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), αυτά δημοσιοποιήθηκαν και μεταφράστηκαν μερικώς και για πρώτη φορά το 1979 και πλήρως το 2018. Το εγκάρδιο μήνυμά τους προς τον ελληνικό λαό έφτασε στον παραλήπτη του με επτά δεκαετίες καθυστέρηση. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά για τη τέχνη, η οποία, σύμφωνα με τον μεγαλοφυή Πικάσο, «ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας». Πράγμα που αναμένεται να συμβεί με την εκ νέου ανάρτηση του πίνακά του σε δημόσια θέα. Μετά από τόσες περιπέτειες, διαδρομές, συμβολισμούς, μνήμες και μηνύματα χαρίζει σχεδόν απτό το σχήμα μιας πολλαπλής αφήγησης.