φωτο: τουρκικό υπουργείο Αμυνας |
Μαρία Μπαϊραχτάρη
Μόνο ένας θείος μου δεν είχε κληθεί και είχε αναλάβει χρέη Πατριάρχη στο σπίτι. Τα τζάμια όλα καλυμμένα με εφημερίδες και σεντόνια για να μη βγαίνει το φως έξω. Κάναμε ησυχία τα πιτσιρίκια μη ξέροντας το γιατί. Απλώς επειδή βλέπαμε τους μεγάλους να είναι χάλια και νοιώθαμε τη νεκρική ατμόσφαιρα.
Μια κούκλα που την έχω ακόμη την έλιωνα στα χέρια μου. Ο προσφυγας παππούς να μονολογεί διαρκώς: "Ρε τους κερατάδες, τα μαύρα τα σκυλιά τι μας κάνουν πάλι!". Η γιαγιά να μαλώνει τη μάνα
"πάψε να κλαις σε βλέπουν τα παιδιά".
Ο πατέρας έλειπε από τους πρώτους λόγω ειδικότητας. Οι ειδικές δυνάμεις ήταν από μέρες σε επιφυλακή. Με κάποιον τρόπο ο θείος που είχε απομείνει στο σπίτι μαθαίνει ότι στην Θεσσαλονίκη τους λοκατζηδες τους είχαν κάπου στο δάσος Σέιχ Σου κι ετοιμαζόταν οι αλεξιπτωτιστές για να φύγουν Κύπρο.
Έπρεπε να τον αποχαιρετίσουμε, είπε η μαμά αλλά δεν καταλάβαμε γιατί. Ο θείος με ειδικότητα στις διαβιβάσεις. Μας πήραν νύχτα με τον αδερφό μου να πάμε να τον δούμε για τελευταία φορά. Ακολουθώντας μέσα στο δάσος κάτι καλώδια μας πήγε στον καταυλισμό τους.
Όλα ήταν τρομακτικά για τα παιδικά μας μάτια.
Όλοι οι στρατιώτες "έχουν βαμμένα μαύρα μούτρα", είπε ο αδερφός μου κι άρχισε να κλαίει.
Του έκλεινε η μάνα μου το στόμα και του ψυθιρίζε για να τον ηρεμήσει που έτρεμε απ' το φόβο του.
Ειδοποίησαν τον πατέρα μου και ήρθε.
Δεν τον αναγνώρισα με το μαύρο πρόσωπο. Μου φαινόταν όλοι ίδιοι. Αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα και χρώματα έγιναν ένα.
Την άλλη μέρα έφευγαν για Αθήνα κι από κει για Κύπρο. Στο αεροδρόμιο σε δύο σειρές οι αλεξιπτωτιστές για να μπουν σε δύο αεροπλάνα. Τελικά δόθηκε άκυρο. Τον πατέρα μου τον έχω κοντά μου.
Ήμουν μόνο 6 χρονών κι έμαθα τι θα πει Τούρκος.