Η επέτειος των 200 χρόνων της νικηφόρας Επανάστασης τους 1821 βρίσκει τον Ελληνισμό σε αδυναμία, υποχώρηση και συρρίκνωση. Η παρακμή είναι εμφανής σ’ όλους τους τομείς, από την οικονομία, το δημογραφικό, την κοινωνική συνοχή, την ικανότητα αποτροπής της τουρκικής απειλής, μέχρι τη βούληση της πολιτικής ηγεσίας. Τα τελευταία χρόνια όλοι οι συντελεστές ισχύος της χώρας μας καταρρέουν με γεωμετρική πρόοδο.
Από: ellinikiantistasi.gr
Του Νίκου Ιγγλέση
Η Παλιγγενεσία του 1821, μέσα από έναν αδυσώπητο – αιματηρό αγώνα, κατάφερε να αποτινάξει τον οθωμανικό ζυγό και να δημιουργήσει ένα ελεύθερο κράτος σ’ ένα μικρό τμήμα του ελλαδικού χώρου. Το κράτος αυτό, μη βιώσιμο στα περιορισμένα αρχικά σύνορά του και κατεστραμμένο από τον πόλεμο δεν μπορούσε να διαθέτει παρά ελάχιστο βαθμό ανεξαρτησίας. Γι’ αυτό μετά τη δολοφονία του πρώτου Κυβερνήτη του, του Καποδίστρια, ακολούθησε η Βαυαροκρατία.
Αργότερα, το αρχικά μικρό κράτος, επεκτάθηκε στα Επτάνησα, τη Θεσσαλία και με τους απελευθερωτικούς πολέμους του 1912-13 καθώς και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έφτασε στη μέγιστη επέκτασή του που δυστυχώς, στη συνέχεια, περιορίστηκε από την ήττα κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν μια εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Στην προκήρυξη του, 24 Φεβρουαρίου 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αναφέρει «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Ώρα ήλθεν ώ άνδρες Έλληνες». Η Ορθοδοξία αποτελούσε το πνευματικό – κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο που συσπείρωνε τους Έλληνες απέναντι στους Οθωμανούς. Το ’21 προσομοιάζει περισσότερο με την Αμερικανική Επανάσταση, παρά με τη Γαλλική που ήταν μια κοινωνική – αστική επανάσταση. Η αμφισβήτηση του εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα της Παλιγγενεσίας δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Από τον περασμένο αιώνα διάφοροι διανοητές, από το χώρο της Αριστεράς, προσπάθησαν να προσαρμόσουν το χαρακτήρα της Επανάστασης στη μαρξιστική ανάλυση της «πάλης των τάξεων» και τη χαρακτήρισαν «αστικο-κομπραδόρικη» ή αστικο-κοτζαμπάσικη. Πρόσφατα το ΚΚΕ, σε ανακοίνωσή του για την επέτειο των 200 χρόνων, αναφέρει ότι οι επαναστάτες του ’21 ήταν «ελληνόφωνοι χριστιανοί». Δεν υπάρχει η λέξη Έλληνες.
Παράλληλα από τη δεκαετία του ’90 οι θιασώτες της παγκοσμιοποίησης υποστηρίζουν ότι το ελληνικό έθνος, όπως και τα άλλα, είναι δημιούργημα του αστικού κράτους. Αυτοί οι ποικιλώνυμοι γκλομπαλιστές, όμως, είναι ανίκανοι να απαντήσουν στο ερώτημα: Αν το έθνος είναι ύστερο δημιούργημα του κράτους τότε ποιος έκανε την επανάσταση; Όλοι, δεξιοί γκλομπαλιστές και δήθεν αριστεροί διεθνιστές, προσπαθούν να υποβαθμίσουν τον ιστορικό ρόλο του έθνους που αποτελεί εμπόδιο στην εφαρμογή των πολιτικών της παγκοσμιοποίησης. Γιατί έθνος, όπως είπε ο Ηρόδοτος, είναι το «όμαιμον, το ομόγλωσσον, το ομόθρησκον, το ομότροπον». Γιατί έθνος σημαίνει συνειδητή απαίτηση για συλλογική ελευθερία, ανεξαρτησία και κυριαρχία. Αυτό προσπαθούν να υπονομεύσουν και με τις μεταναστευτικές ροές προκειμένου να δημιουργηθούν πολυπολιτισμικές κοινωνίες που δε θα έχουν κοινό όραμα και τίποτα κοινό να υπερασπίσουν.
Η εθνική κυριαρχία ενός κράτους, ακόμη και των Μεγάλων Δυνάμεων, δεν είναι ένα απόλυτο μέγεθος, δηλαδή, ή την έχει ή δεν την έχει, αλλά ένα σχετικό μέγεθος. Ο βαθμός εθνικής κυριαρχίας είναι συνάρτηση διαφόρων παραγόντων όπως: Το μέγεθος της χώρας, η γεωγραφική θέση της, ο πληθυσμός της, η κοινωνική συνοχή, η νομισματική ανεξαρτησία, το παραγωγικό δυναμικό, το φρόνημα, η ισχύς των ενόπλων δυνάμεων, οι συμμαχίες της, η ανεξαρτησία της πολιτικής ηγεσίας κ.α.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι τις τελευταίες δεκαετίες η πατρίδα μας έχει απωλέσει το μεγαλύτερο μέρος της όποιας εθνικής κυριαρχίας είχε. Η αιτία είναι η απόλυτη εξάρτηση από τα δεσμά ενός δυσθεώρητου συναλλαγματικού χρέους. Αυτό το χρέος έχει εγκαθιδρύσει μια «αφανή κατοχή» που δύσκολα γίνεται αντιληπτή από την πλειοψηφία των πολιτών.
Η συνειδητοποίηση, για πολλούς, της εξάρτησης αρχίζει το 2010 όταν κατέφθασε η Τρόϊκα και οι εκπρόσωποί της εγκαταστάθηκαν στα ελληνικά υπουργεία. Καμιά σημαντική απόφαση δεν μπορούσε να ληφθεί πια χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών. Η εξάρτηση αυτή όμως δεν προέκυψε ξαφνικά το ’10, αλλά ξεκίνησε οκτώ χρόνια νωρίτερα, το 2002, όταν παραχωρήθηκε η νομισματική ανεξαρτησία στην ΕΚΤ και το σύνολο του δραχμικού, μέχρι τότε, χρέους μετατράπηκε σε ευρω-χρέος, δηλαδή, σε συνάλλαγμα, αφού η Ελλάδα δεν μπορεί να εκδίδει ευρώ, παρά μόνο να το δανείζεται.
Πρώτο ερώτημα: Τα μνημόνια επιβλήθηκαν για να βοηθήσουν την Ελλάδα;
Η απάντηση είναι ότι τα μνημόνια επιβλήθηκαν για να αποφευχθεί, πάση θυσία, η τυπική χρεοκοπία και η έξοδος από το ευρώ. Η παύση της αποπληρωμής των ομολόγων μιας χώρας του ευρώ θα έθετε υπό αμφισβήτηση, σε μια εποχή παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, όλο το σαθρό οικοδόμημα του Ευρωσυστήματος. Δε θα ήταν απλά μια μεγάλη υποχώρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ενιαίου νομίσματος, με παράλληλη άνοδο των επιτοκίων δανεισμού, αλλά, ένα ντόμινο χρεοκοπιών σ’ όλους τους αδύναμους κρίκους του.
Τα μνημόνια δεν είναι ελληνική πρωτοτυπία, επιβλήθηκαν επίσης στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Κύπρο, ενώ η Ιταλία και η Ισπανία, λόγω μεγέθους, υποχρεώθηκαν σε άτυπα μνημόνια. Χαρακτηριστικό είναι ότι κανένα από τα 9 τότε κράτη της ΕΕ, εκτός του ευρώ, δεν αναγκάστηκε να υπογράψει μνημόνια.
Με τις τρεις Δανειακές Συμβάσεις οι δανειστές έδιναν στην Ελλάδα, σε δόσεις, διάφορα ποσά προκειμένου αυτή να συνεχίσει την αποπληρωμή του παλαιότερου χρέους που έληγε, ώστε να μην κάνει στάση πληρωμών. Πρόκειται για ανακύκλωση του χρέους με δημιουργία νέου για να πληρωθεί το παλαιό. Το PSI-«κούρεμα» έγινε με καθυστέρηση δύο ετών, το 2012, ώστε οι ευρωπαϊκές τράπεζες να προλάβουν να «ξεφορτωθούν» τα ελληνικά ομόλογα που κατείχαν από την προηγούμενη περίοδο και να μην υποστούν μεγάλες απώλειες. Μεγάλο μέρος απ’ αυτά τα ομόλογα αγοράστηκαν από την ΕΚΤ και εξαιρέθηκαν από το «κούρεμα».
Αν θεωρηθεί ότι τα μνημόνια επιβλήθηκαν στην Ελλάδα για να σωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες, όπως έγραψε και ο Ομπάμα στο πρόσφατο βιβλίο του, τότε γεννάται το ερώτημα: Να σωθούν από τι; Η απάντηση είναι προφανής: Από τη χρεοκοπία της Ελλάδας, την παύση αποπληρωμής του χρέους της και την αναγκαστική έξοδο από το ευρώ. Τα μνημόνια στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες επιβλήθηκαν, όχι για να σωθούν κάποιες ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά, για να σωθεί συνολικά το οικοδόμημα της Ευρωζώνης. Μετά την συνεδρίαση (21-6-18) του Eurogroup που αποφάσισε τους όρους εξόδου της Ελλάδας από τα μνημόνια, η γαλλική εφημερίδα Le Monde έγραψε: Το πρόγραμμα που συμφωνήθηκε το 2010 ήταν καταστροφικό, η χώρα κατέρρευσε, η οικονομία μπήκε στην <εντατική>, η ανεργία σημείωσε έκρηξη, ειδικά ανάμεσα στους νέους, το ηθικό των Ελλήνων έπεσε πολύ χαμηλά. Αλλά η Ελλάδα επέζησε, το Grexit αποφεύχθηκε, η Ευρωζώνη δεν εξερράγη».
Παράλληλα με τα τρία μνημόνια επιδιώχθηκε, μέσω άγριας λιτότητας (μείωση μισθών, συντάξεων και αύξηση φόρων) ο μηδενισμός του δημοσιονομικού ελλείμματος, ώστε αυτό να μην αυξάνει περαιτέρω το ήδη τεράστιο δημόσιο χρέος. Ο στόχος αυτός επετεύχθη μετά έξι χρόνια, το 2016, όταν καταγράφηκε ένα μικρό δημοσιονομικό πλεόνασμα, αφού η οικονομία και η κοινωνία είχαν αποσαθρωθεί.
Πολλοί, τη μνημονιακή περίοδο αλλά και μέχρι σήμερα, θεωρούν τα μνημόνια επαχθή, παράνομα και αντισυνταγματικά. Καμιά αντίρρηση, όντως έτσι είναι, όμως δε γίνεται να μην τους αρέσουν τα μνημόνια αλλά να θέλουν τις δανειακές συμβάσεις για να παραμείνουμε στο ευρώ. Αυτά τα δύο (δανειακές συμβάσεις και μνημόνια) ήταν «κουστούμι» που πληρώθηκε πανάκριβα από τους Έλληνες για να παραμείνουν στην Ευρωζώνη.
Δεύτερο ερώτημα: Γιατί το χρέος έχει υποδουλώσει την Ελλάδα;
Κάποιοι θα αναρωτηθούν γιατί υποστηρίζουμε κάτι τέτοιο, αφού όλες οι χώρες του κόσμου έχουν χρέος, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Ιαπωνίας κλπ.
Το χρέος κάθε κράτους δεν είναι ίδιο αλλά διαφοροποιείται από τέσσερεις παράγοντες:
1ον. Ποιο είναι το ύψος του χρέους και τι ποσοστό αυτό αντιπροσωπεύει σε σχέση με το ΑΕΠ. Το 2001, πριν την ένταξη στο ευρώ, το δημόσιο χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης ήταν 155,8 δις ή 119% του ΑΕΠ. Τα πρώτα οκτώ χρόνια του ευρώ το χρέος αυξήθηκε κατά 91,6% (μέσος ετήσιος ρυθμός 11%) και στο τέλος του 2009 είχε ανέλθει σε 298,5 δις (128,9% του ΑΕΠ). Μετά ήλθαν τα μνημόνια, το χρέος εξακολουθούσε να αυξάνεται, όμως με πολύ μικρότερο ρυθμό. Τώρα, με την πανδημία, το χρέος πάλι εκτινάσσεται. Με τα τελευταία στοιχεία (Μάρτιος 2021) το χρέος έφτασε τα 380,8 δις ή το 232% του ΑΕΠ. Ένα τέταρτο μνημόνιο, πιθανόν άτυπο, θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μόλις επανέλθει (το 2023) το Σύμφωνο Σταθερότητας που προσώρας έχει ανασταλεί λόγω των αναγκών της πανδημίας. Γιατί αυτό είναι αναπόφευκτο; Απλούστατα γιατί μέσα στην Ευρωζώνη η Ελλάδα δεν μπορεί να εκδώσει νέο χρήμα και για να καλύπτει το έλλειμμα του προϋπολογισμού της, μπορεί μόνο να δανείζεται ή να αυξάνει τους φόρους και να μειώνει τις δαπάνες.
2ον. Ποιος κατέχει το χρέος. Μέχρι το 2001 το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους το κατείχαν οι Έλληνες και οι τόκοι του παρέμεναν στην ελληνική οικονομία, αυξάνοντας τη ρευστότητα. Σήμερα το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους το κατέχουν ξένοι και οι τόκοι πληρώνονται στο εξωτερικό. Από το 2002 μέχρι το 2020 η Ελλάδα έχει πληρώσει περίπου 170 δις μόνο για τόκους. Σήμερα (Μάρτιος 2021) το 64,2% του συνολικού ελληνικού χρέους το κατέχουν τα κράτη της Ευρωζώνης και οι διακρατικοί οργανισμοί EFSF και ESM.
3ον. Σε ποια νομοθεσία είναι το χρέος. Μέχρι τις αρχές του 2010 το σύνολο του χρέους υπαγότανε στο ελληνικό δίκαιο. Με τις Δανειακές Συμβάσεις, το PSI και εν συνεχεία τις νέες εκδόσεις ομολόγων σχεδόν το σύνολο του χρέους υπήχθη στο αγγλικό δίκαιο. Αυτό κάνει εξαιρετικά δύσκολη τη δυνατότητα μονομερούς αναδιάρθρωσης (κουρέματος) του χρέους.
4ον. Σε ποιο νόμισμα είναι το χρέος. Αυτό είναι το σημαντικότερο. Στο τέλος του 2001 το 75% του τότε χρέους ήταν σε δραχμές και μόνο το 25% σε συνάλλαγμα. Μέσα σε μια νύχτα το σύνολο του δραχμικού χρέους μετατράπηκε σε ευρω-χρέος. Μια χώρα δε χρεοκοπεί ποτέ όταν χρωστάει, όσα και να χρωστάει, στο εθνικό νόμισμά της, εκδίδει χρήμα και πληρώνει. Μια χώρα χρεοκοπεί όταν χρωστάει σε συνάλλαγμα και δεν έχει το συνάλλαγμα να πληρώσει. Οκτώ χρόνια μετά την εισαγωγή του ευρώ και τη μετατροπή όλου του χρέους της σε συναλλαγματικό η Ελλάδα χρεοκόπησε.
Τρίτο ερώτημα: Πώς μπορούμε να απαλλαγούμε από τα δεσμά του χρέους;
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι απαιτείται διαγραφή ενός τμήματος ή του συνόλου του χρέους. Μόνο που διαγραφή δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών. Μονομερώς η Ελλάδα μπορεί να κάνει μόνο παύση πληρωμής του χρέους, το οποίο όμως θα παραμείνει απαιτητό. Θυμίζω την πρόσφατη (7-2-21) δήλωση της επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ: «Η διαγραφή χρέους εξαιτίας της πανδημίας είναι αδιανόητη καθώς θα αποτελούσε παραβίαση της Συνθήκης της ΕΕ η οποία απαγορεύει τη νομισματική χρηματοδότηση κρατών. Αυτός ο κανόνας αποτελεί μια από τις κολόνες των θεμελίων του ευρώ».
Στην απίθανη περίπτωση που οι δανειστές συμφωνούσαν σε μια διαγραφή τμήματος του χρέους το όφελος θα ήταν σχετικά μικρό, γιατί τα χρεολύσια δεν πληρώνονται από τα έσοδα – τους φόρους – του κράτους αλλά από νέο δανεισμό. Αυτό που θα γινόταν, θα ήταν αντί να δανειζόμαστε π.χ. 20 δις το χρόνο να δανειζόμαστε 15 ή 10 δις. Θα υπήρχε μακροπρόθεσμα μια σχετική μείωση των τόκων, αλλά, από τον πρώτο χρόνο θα άρχιζε πάλι η διόγκωση του χρέους. Η εξάρτηση από τους δανειστές θα παρέμενε η ίδια όπως σήμερα. Εξ’ άλλου διαγραφή χρέους, ύψους 126,4 δις, έγινε το 2012 με το PSI, αλλά, το χρέος μειώθηκε πραγματικά μόνο κατά 62,4 δις λόγω των ποσών που δόθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και για την κάλυψη του ελλείμματος.
Για να σπάσουμε τις αλυσίδες της εξάρτησης από το χρέος απαιτείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που (συνοπτικά) θα περιλαμβάνει: α) Την έξοδο από την Ευρωζώνη και την κυκλοφορία εθνικού νομίσματος, γιατί είναι το ευρώ που τροφοδοτεί την αύξηση του χρέους. β) Καταγγελία των τριών Δανειακών Συμβάσεων και παύση αποπληρωμής των τοκοχρεολυσίων. γ) Λογιστικός έλεγχος του χρέους για να διαπιστωθεί ποιο τμήμα του είναι παράνομο, αθέμιτο και επονείδιστο και δεν πρέπει να αναγνωριστεί από την Ελλάδα. δ) Σύνδεση της όποιας αποπληρωμής με τις γερμανικές οφειλές στη βάση ότι αδυνατούμε να πληρώσουμε αν δε μας πληρώσει πρώτα τα χρωστούμενα η Γερμανία. στ) Όποιο τμήμα του χρέους αναγνωριστεί, μετά από διαπραγματεύσεις, αυτό θα μετατραπεί στο νέο εθνικό νόμισμα. Θα γίνει, δηλαδή, ό,τι έγινε το 2002 αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Απαιτείται να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι το χρέος δεν είναι απλώς ένα οικονομικό μέγεθος που απομυζά κάθε ικμάδα της πατρίδας μας, αλλά ένα μέγεθος που διαμορφώνει το γεωπολιτικό αποτύπωμα της Ελλάδας αφού επηρεάζει καθοριστικά την παραγωγική ανάπτυξη, την κοινωνική συναίνεση, τη δημογραφική ευρωστία και ομοιογένεια, την αμυντική ισχύ, την εξωτερική πολιτική, τις συμμαχίες και την ανεξαρτησία των πολιτικών αποφάσεων της εκάστοτε ηγεσίας.
Κλείνω, θυμίζοντάς σας ότι στις 21 Οκτωβρίου του 1825, ενώ η τύχη της Επανάστασης δεν είχε κριθεί και ο Ιμπραήμ ερήμωνε τον Μοριά, το Βουλευτικό των Ελλήνων (3η Περίοδος-Θέμα ΙΔ΄) αποφάσισε: «Κοπή χάλκινου νομίσματος δια του οποίου να απαντηθώσι πολλαί χρείαι της πατρίδος». Τελικά το πρώτο νόμισμα του νέου ελληνικού κράτους, ο Φοίνικας, κόπηκε το 1828.
Το κείμενο αυτό αποτέλεσε την εισήγηση του Νίκου Ιγγλέση στο 3ο Συνέδριο με θέμα «Συνέπειες της υποτέλειας-εξάρτησης στη διαμόρφωση των οικονομικών προβλημάτων μας», που διοργάνωσε διαδικτυακά, στις 2 και 3 Ιουλίου 2021, η Επιτροπή «Τιμή στο ‘21» και η επικεφαλής της Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη.
Του Νίκου Ιγγλέση
Η Παλιγγενεσία του 1821, μέσα από έναν αδυσώπητο – αιματηρό αγώνα, κατάφερε να αποτινάξει τον οθωμανικό ζυγό και να δημιουργήσει ένα ελεύθερο κράτος σ’ ένα μικρό τμήμα του ελλαδικού χώρου. Το κράτος αυτό, μη βιώσιμο στα περιορισμένα αρχικά σύνορά του και κατεστραμμένο από τον πόλεμο δεν μπορούσε να διαθέτει παρά ελάχιστο βαθμό ανεξαρτησίας. Γι’ αυτό μετά τη δολοφονία του πρώτου Κυβερνήτη του, του Καποδίστρια, ακολούθησε η Βαυαροκρατία.
Αργότερα, το αρχικά μικρό κράτος, επεκτάθηκε στα Επτάνησα, τη Θεσσαλία και με τους απελευθερωτικούς πολέμους του 1912-13 καθώς και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έφτασε στη μέγιστη επέκτασή του που δυστυχώς, στη συνέχεια, περιορίστηκε από την ήττα κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν μια εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Στην προκήρυξη του, 24 Φεβρουαρίου 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αναφέρει «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Ώρα ήλθεν ώ άνδρες Έλληνες». Η Ορθοδοξία αποτελούσε το πνευματικό – κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο που συσπείρωνε τους Έλληνες απέναντι στους Οθωμανούς. Το ’21 προσομοιάζει περισσότερο με την Αμερικανική Επανάσταση, παρά με τη Γαλλική που ήταν μια κοινωνική – αστική επανάσταση. Η αμφισβήτηση του εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα της Παλιγγενεσίας δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Από τον περασμένο αιώνα διάφοροι διανοητές, από το χώρο της Αριστεράς, προσπάθησαν να προσαρμόσουν το χαρακτήρα της Επανάστασης στη μαρξιστική ανάλυση της «πάλης των τάξεων» και τη χαρακτήρισαν «αστικο-κομπραδόρικη» ή αστικο-κοτζαμπάσικη. Πρόσφατα το ΚΚΕ, σε ανακοίνωσή του για την επέτειο των 200 χρόνων, αναφέρει ότι οι επαναστάτες του ’21 ήταν «ελληνόφωνοι χριστιανοί». Δεν υπάρχει η λέξη Έλληνες.
Παράλληλα από τη δεκαετία του ’90 οι θιασώτες της παγκοσμιοποίησης υποστηρίζουν ότι το ελληνικό έθνος, όπως και τα άλλα, είναι δημιούργημα του αστικού κράτους. Αυτοί οι ποικιλώνυμοι γκλομπαλιστές, όμως, είναι ανίκανοι να απαντήσουν στο ερώτημα: Αν το έθνος είναι ύστερο δημιούργημα του κράτους τότε ποιος έκανε την επανάσταση; Όλοι, δεξιοί γκλομπαλιστές και δήθεν αριστεροί διεθνιστές, προσπαθούν να υποβαθμίσουν τον ιστορικό ρόλο του έθνους που αποτελεί εμπόδιο στην εφαρμογή των πολιτικών της παγκοσμιοποίησης. Γιατί έθνος, όπως είπε ο Ηρόδοτος, είναι το «όμαιμον, το ομόγλωσσον, το ομόθρησκον, το ομότροπον». Γιατί έθνος σημαίνει συνειδητή απαίτηση για συλλογική ελευθερία, ανεξαρτησία και κυριαρχία. Αυτό προσπαθούν να υπονομεύσουν και με τις μεταναστευτικές ροές προκειμένου να δημιουργηθούν πολυπολιτισμικές κοινωνίες που δε θα έχουν κοινό όραμα και τίποτα κοινό να υπερασπίσουν.
Η εθνική κυριαρχία ενός κράτους, ακόμη και των Μεγάλων Δυνάμεων, δεν είναι ένα απόλυτο μέγεθος, δηλαδή, ή την έχει ή δεν την έχει, αλλά ένα σχετικό μέγεθος. Ο βαθμός εθνικής κυριαρχίας είναι συνάρτηση διαφόρων παραγόντων όπως: Το μέγεθος της χώρας, η γεωγραφική θέση της, ο πληθυσμός της, η κοινωνική συνοχή, η νομισματική ανεξαρτησία, το παραγωγικό δυναμικό, το φρόνημα, η ισχύς των ενόπλων δυνάμεων, οι συμμαχίες της, η ανεξαρτησία της πολιτικής ηγεσίας κ.α.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι τις τελευταίες δεκαετίες η πατρίδα μας έχει απωλέσει το μεγαλύτερο μέρος της όποιας εθνικής κυριαρχίας είχε. Η αιτία είναι η απόλυτη εξάρτηση από τα δεσμά ενός δυσθεώρητου συναλλαγματικού χρέους. Αυτό το χρέος έχει εγκαθιδρύσει μια «αφανή κατοχή» που δύσκολα γίνεται αντιληπτή από την πλειοψηφία των πολιτών.
Η συνειδητοποίηση, για πολλούς, της εξάρτησης αρχίζει το 2010 όταν κατέφθασε η Τρόϊκα και οι εκπρόσωποί της εγκαταστάθηκαν στα ελληνικά υπουργεία. Καμιά σημαντική απόφαση δεν μπορούσε να ληφθεί πια χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών. Η εξάρτηση αυτή όμως δεν προέκυψε ξαφνικά το ’10, αλλά ξεκίνησε οκτώ χρόνια νωρίτερα, το 2002, όταν παραχωρήθηκε η νομισματική ανεξαρτησία στην ΕΚΤ και το σύνολο του δραχμικού, μέχρι τότε, χρέους μετατράπηκε σε ευρω-χρέος, δηλαδή, σε συνάλλαγμα, αφού η Ελλάδα δεν μπορεί να εκδίδει ευρώ, παρά μόνο να το δανείζεται.
Πρώτο ερώτημα: Τα μνημόνια επιβλήθηκαν για να βοηθήσουν την Ελλάδα;
Η απάντηση είναι ότι τα μνημόνια επιβλήθηκαν για να αποφευχθεί, πάση θυσία, η τυπική χρεοκοπία και η έξοδος από το ευρώ. Η παύση της αποπληρωμής των ομολόγων μιας χώρας του ευρώ θα έθετε υπό αμφισβήτηση, σε μια εποχή παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, όλο το σαθρό οικοδόμημα του Ευρωσυστήματος. Δε θα ήταν απλά μια μεγάλη υποχώρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ενιαίου νομίσματος, με παράλληλη άνοδο των επιτοκίων δανεισμού, αλλά, ένα ντόμινο χρεοκοπιών σ’ όλους τους αδύναμους κρίκους του.
Τα μνημόνια δεν είναι ελληνική πρωτοτυπία, επιβλήθηκαν επίσης στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Κύπρο, ενώ η Ιταλία και η Ισπανία, λόγω μεγέθους, υποχρεώθηκαν σε άτυπα μνημόνια. Χαρακτηριστικό είναι ότι κανένα από τα 9 τότε κράτη της ΕΕ, εκτός του ευρώ, δεν αναγκάστηκε να υπογράψει μνημόνια.
Με τις τρεις Δανειακές Συμβάσεις οι δανειστές έδιναν στην Ελλάδα, σε δόσεις, διάφορα ποσά προκειμένου αυτή να συνεχίσει την αποπληρωμή του παλαιότερου χρέους που έληγε, ώστε να μην κάνει στάση πληρωμών. Πρόκειται για ανακύκλωση του χρέους με δημιουργία νέου για να πληρωθεί το παλαιό. Το PSI-«κούρεμα» έγινε με καθυστέρηση δύο ετών, το 2012, ώστε οι ευρωπαϊκές τράπεζες να προλάβουν να «ξεφορτωθούν» τα ελληνικά ομόλογα που κατείχαν από την προηγούμενη περίοδο και να μην υποστούν μεγάλες απώλειες. Μεγάλο μέρος απ’ αυτά τα ομόλογα αγοράστηκαν από την ΕΚΤ και εξαιρέθηκαν από το «κούρεμα».
Αν θεωρηθεί ότι τα μνημόνια επιβλήθηκαν στην Ελλάδα για να σωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες, όπως έγραψε και ο Ομπάμα στο πρόσφατο βιβλίο του, τότε γεννάται το ερώτημα: Να σωθούν από τι; Η απάντηση είναι προφανής: Από τη χρεοκοπία της Ελλάδας, την παύση αποπληρωμής του χρέους της και την αναγκαστική έξοδο από το ευρώ. Τα μνημόνια στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες επιβλήθηκαν, όχι για να σωθούν κάποιες ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά, για να σωθεί συνολικά το οικοδόμημα της Ευρωζώνης. Μετά την συνεδρίαση (21-6-18) του Eurogroup που αποφάσισε τους όρους εξόδου της Ελλάδας από τα μνημόνια, η γαλλική εφημερίδα Le Monde έγραψε: Το πρόγραμμα που συμφωνήθηκε το 2010 ήταν καταστροφικό, η χώρα κατέρρευσε, η οικονομία μπήκε στην <εντατική>, η ανεργία σημείωσε έκρηξη, ειδικά ανάμεσα στους νέους, το ηθικό των Ελλήνων έπεσε πολύ χαμηλά. Αλλά η Ελλάδα επέζησε, το Grexit αποφεύχθηκε, η Ευρωζώνη δεν εξερράγη».
Παράλληλα με τα τρία μνημόνια επιδιώχθηκε, μέσω άγριας λιτότητας (μείωση μισθών, συντάξεων και αύξηση φόρων) ο μηδενισμός του δημοσιονομικού ελλείμματος, ώστε αυτό να μην αυξάνει περαιτέρω το ήδη τεράστιο δημόσιο χρέος. Ο στόχος αυτός επετεύχθη μετά έξι χρόνια, το 2016, όταν καταγράφηκε ένα μικρό δημοσιονομικό πλεόνασμα, αφού η οικονομία και η κοινωνία είχαν αποσαθρωθεί.
Πολλοί, τη μνημονιακή περίοδο αλλά και μέχρι σήμερα, θεωρούν τα μνημόνια επαχθή, παράνομα και αντισυνταγματικά. Καμιά αντίρρηση, όντως έτσι είναι, όμως δε γίνεται να μην τους αρέσουν τα μνημόνια αλλά να θέλουν τις δανειακές συμβάσεις για να παραμείνουμε στο ευρώ. Αυτά τα δύο (δανειακές συμβάσεις και μνημόνια) ήταν «κουστούμι» που πληρώθηκε πανάκριβα από τους Έλληνες για να παραμείνουν στην Ευρωζώνη.
Δεύτερο ερώτημα: Γιατί το χρέος έχει υποδουλώσει την Ελλάδα;
Κάποιοι θα αναρωτηθούν γιατί υποστηρίζουμε κάτι τέτοιο, αφού όλες οι χώρες του κόσμου έχουν χρέος, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Ιαπωνίας κλπ.
Το χρέος κάθε κράτους δεν είναι ίδιο αλλά διαφοροποιείται από τέσσερεις παράγοντες:
1ον. Ποιο είναι το ύψος του χρέους και τι ποσοστό αυτό αντιπροσωπεύει σε σχέση με το ΑΕΠ. Το 2001, πριν την ένταξη στο ευρώ, το δημόσιο χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης ήταν 155,8 δις ή 119% του ΑΕΠ. Τα πρώτα οκτώ χρόνια του ευρώ το χρέος αυξήθηκε κατά 91,6% (μέσος ετήσιος ρυθμός 11%) και στο τέλος του 2009 είχε ανέλθει σε 298,5 δις (128,9% του ΑΕΠ). Μετά ήλθαν τα μνημόνια, το χρέος εξακολουθούσε να αυξάνεται, όμως με πολύ μικρότερο ρυθμό. Τώρα, με την πανδημία, το χρέος πάλι εκτινάσσεται. Με τα τελευταία στοιχεία (Μάρτιος 2021) το χρέος έφτασε τα 380,8 δις ή το 232% του ΑΕΠ. Ένα τέταρτο μνημόνιο, πιθανόν άτυπο, θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μόλις επανέλθει (το 2023) το Σύμφωνο Σταθερότητας που προσώρας έχει ανασταλεί λόγω των αναγκών της πανδημίας. Γιατί αυτό είναι αναπόφευκτο; Απλούστατα γιατί μέσα στην Ευρωζώνη η Ελλάδα δεν μπορεί να εκδώσει νέο χρήμα και για να καλύπτει το έλλειμμα του προϋπολογισμού της, μπορεί μόνο να δανείζεται ή να αυξάνει τους φόρους και να μειώνει τις δαπάνες.
2ον. Ποιος κατέχει το χρέος. Μέχρι το 2001 το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους το κατείχαν οι Έλληνες και οι τόκοι του παρέμεναν στην ελληνική οικονομία, αυξάνοντας τη ρευστότητα. Σήμερα το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους το κατέχουν ξένοι και οι τόκοι πληρώνονται στο εξωτερικό. Από το 2002 μέχρι το 2020 η Ελλάδα έχει πληρώσει περίπου 170 δις μόνο για τόκους. Σήμερα (Μάρτιος 2021) το 64,2% του συνολικού ελληνικού χρέους το κατέχουν τα κράτη της Ευρωζώνης και οι διακρατικοί οργανισμοί EFSF και ESM.
3ον. Σε ποια νομοθεσία είναι το χρέος. Μέχρι τις αρχές του 2010 το σύνολο του χρέους υπαγότανε στο ελληνικό δίκαιο. Με τις Δανειακές Συμβάσεις, το PSI και εν συνεχεία τις νέες εκδόσεις ομολόγων σχεδόν το σύνολο του χρέους υπήχθη στο αγγλικό δίκαιο. Αυτό κάνει εξαιρετικά δύσκολη τη δυνατότητα μονομερούς αναδιάρθρωσης (κουρέματος) του χρέους.
4ον. Σε ποιο νόμισμα είναι το χρέος. Αυτό είναι το σημαντικότερο. Στο τέλος του 2001 το 75% του τότε χρέους ήταν σε δραχμές και μόνο το 25% σε συνάλλαγμα. Μέσα σε μια νύχτα το σύνολο του δραχμικού χρέους μετατράπηκε σε ευρω-χρέος. Μια χώρα δε χρεοκοπεί ποτέ όταν χρωστάει, όσα και να χρωστάει, στο εθνικό νόμισμά της, εκδίδει χρήμα και πληρώνει. Μια χώρα χρεοκοπεί όταν χρωστάει σε συνάλλαγμα και δεν έχει το συνάλλαγμα να πληρώσει. Οκτώ χρόνια μετά την εισαγωγή του ευρώ και τη μετατροπή όλου του χρέους της σε συναλλαγματικό η Ελλάδα χρεοκόπησε.
Τρίτο ερώτημα: Πώς μπορούμε να απαλλαγούμε από τα δεσμά του χρέους;
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι απαιτείται διαγραφή ενός τμήματος ή του συνόλου του χρέους. Μόνο που διαγραφή δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών. Μονομερώς η Ελλάδα μπορεί να κάνει μόνο παύση πληρωμής του χρέους, το οποίο όμως θα παραμείνει απαιτητό. Θυμίζω την πρόσφατη (7-2-21) δήλωση της επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ: «Η διαγραφή χρέους εξαιτίας της πανδημίας είναι αδιανόητη καθώς θα αποτελούσε παραβίαση της Συνθήκης της ΕΕ η οποία απαγορεύει τη νομισματική χρηματοδότηση κρατών. Αυτός ο κανόνας αποτελεί μια από τις κολόνες των θεμελίων του ευρώ».
Στην απίθανη περίπτωση που οι δανειστές συμφωνούσαν σε μια διαγραφή τμήματος του χρέους το όφελος θα ήταν σχετικά μικρό, γιατί τα χρεολύσια δεν πληρώνονται από τα έσοδα – τους φόρους – του κράτους αλλά από νέο δανεισμό. Αυτό που θα γινόταν, θα ήταν αντί να δανειζόμαστε π.χ. 20 δις το χρόνο να δανειζόμαστε 15 ή 10 δις. Θα υπήρχε μακροπρόθεσμα μια σχετική μείωση των τόκων, αλλά, από τον πρώτο χρόνο θα άρχιζε πάλι η διόγκωση του χρέους. Η εξάρτηση από τους δανειστές θα παρέμενε η ίδια όπως σήμερα. Εξ’ άλλου διαγραφή χρέους, ύψους 126,4 δις, έγινε το 2012 με το PSI, αλλά, το χρέος μειώθηκε πραγματικά μόνο κατά 62,4 δις λόγω των ποσών που δόθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και για την κάλυψη του ελλείμματος.
Για να σπάσουμε τις αλυσίδες της εξάρτησης από το χρέος απαιτείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που (συνοπτικά) θα περιλαμβάνει: α) Την έξοδο από την Ευρωζώνη και την κυκλοφορία εθνικού νομίσματος, γιατί είναι το ευρώ που τροφοδοτεί την αύξηση του χρέους. β) Καταγγελία των τριών Δανειακών Συμβάσεων και παύση αποπληρωμής των τοκοχρεολυσίων. γ) Λογιστικός έλεγχος του χρέους για να διαπιστωθεί ποιο τμήμα του είναι παράνομο, αθέμιτο και επονείδιστο και δεν πρέπει να αναγνωριστεί από την Ελλάδα. δ) Σύνδεση της όποιας αποπληρωμής με τις γερμανικές οφειλές στη βάση ότι αδυνατούμε να πληρώσουμε αν δε μας πληρώσει πρώτα τα χρωστούμενα η Γερμανία. στ) Όποιο τμήμα του χρέους αναγνωριστεί, μετά από διαπραγματεύσεις, αυτό θα μετατραπεί στο νέο εθνικό νόμισμα. Θα γίνει, δηλαδή, ό,τι έγινε το 2002 αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Απαιτείται να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι το χρέος δεν είναι απλώς ένα οικονομικό μέγεθος που απομυζά κάθε ικμάδα της πατρίδας μας, αλλά ένα μέγεθος που διαμορφώνει το γεωπολιτικό αποτύπωμα της Ελλάδας αφού επηρεάζει καθοριστικά την παραγωγική ανάπτυξη, την κοινωνική συναίνεση, τη δημογραφική ευρωστία και ομοιογένεια, την αμυντική ισχύ, την εξωτερική πολιτική, τις συμμαχίες και την ανεξαρτησία των πολιτικών αποφάσεων της εκάστοτε ηγεσίας.
Κλείνω, θυμίζοντάς σας ότι στις 21 Οκτωβρίου του 1825, ενώ η τύχη της Επανάστασης δεν είχε κριθεί και ο Ιμπραήμ ερήμωνε τον Μοριά, το Βουλευτικό των Ελλήνων (3η Περίοδος-Θέμα ΙΔ΄) αποφάσισε: «Κοπή χάλκινου νομίσματος δια του οποίου να απαντηθώσι πολλαί χρείαι της πατρίδος». Τελικά το πρώτο νόμισμα του νέου ελληνικού κράτους, ο Φοίνικας, κόπηκε το 1828.
Το κείμενο αυτό αποτέλεσε την εισήγηση του Νίκου Ιγγλέση στο 3ο Συνέδριο με θέμα «Συνέπειες της υποτέλειας-εξάρτησης στη διαμόρφωση των οικονομικών προβλημάτων μας», που διοργάνωσε διαδικτυακά, στις 2 και 3 Ιουλίου 2021, η Επιτροπή «Τιμή στο ‘21» και η επικεφαλής της Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη.