Ο ισλαμιστής ηγέτης της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν απευθύνεται σε παιδιά Τουρκοκυπρίων και εποίκων στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου, Φωτογραφία Τουρκική Προεδρία |
Για σχεδόν όλη την 93χρονη ζωή του τουρκικού κράτους μέχρι το πραξικόπημα του 2016, οι ένοπλες δυνάμεις απετέλεσαν την κυρίαρχη ομάδα πίεσης στον πολιτικό βίο του.
Από: hellasjournal.com - Του Χρήστου Ιακώβου
Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα του 1960, 1971 και 1980 κατεδείκνυαν τη διαχρονική κηδεμονία του πολιτικού συστήματος από τον στρατό και έθεταν στο μικροσκόπιο της ανάλυσης τα ζητήματα του εκσυγχρονισμού και του εκδημοκρατισμού στην Τουρκία.
Ο ίδιος όμως προβληματισμός υφίσταται και μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016, το οποίο έχει την πρωτιά στην αποτυχία αλλά και στο ότι δεν συμμετείχε το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων, όπως συνέβη με τα τρία προηγούμενα.
Για την κατανόηση της σχέσης του στρατού με την πολιτική ανάπτυξη στη σύγχρονη Τουρκία και τις επιπτώσεις στο ίδιο το κράτος και την κοινωνία είναι πρωτίστως αναγκαία η κατανόηση μίας αντίφασης που χαρακτηρίζει το τουρκικό πολιτικό σύστημα:
Αυτή αποτελεί την μεγαλύτερη αντίφαση που χαρακτηρίζει την τουρκική πολιτική ανάπτυξη μετά τις κεμαλικές αλλαγές. Επίσης, αυτή η αντίφαση απουσιάζει από την ανάλυση μιας σημαντικής μερίδας της δυτικής τουρκολογίας.
Η ύπαρξη δυτικής προέλευσης πολιτικών θεσμών δεν σημαίνει ότι είναι πάντα σύμφωνη με τα πρότυπα τους στη Δύση. Η δημιουργία ενός θεωρητικού μοντέλου που έχουν δημιουργήσει δυτικοί ερευνητές σχετικά με τη διαδικασία υιοθέτησης δυτικών θεσμών στην Τουρκία έχει υποτιμήσει την σημασία των ιδιαιτέρων ιστορικών και πολιτιστικών στοιχείων που συνθέτουν την τουρκική πολιτική κουλτούρα με αποτέλεσμα συχνά η επιστημονική προσέγγιση να γίνεται μέσα από γενικότητες και αφηρημένες έννοιες.
Ιστορικοί λόγοι είχαν αναγάγει το σώμα των στρατιωτικών (askeri) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε αναπόσπαστο στοιχείο της άρχουσας τάξης.
Όμως η συρρίκνωση της αυτοκρατορίας κατά τον δέκατο ένατο αιώνα και η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας συνοδεύτηκε από μια ισχυρή προσπάθεια αναδημιουργίας και εκσυγχρονισμού του στρατού που επέτρεψε στους φιλοδυτικούς αξιωματικούς να γίνουν οι μοναδικοί κυρίαρχοι του πολιτικού παιγνιδιού.
Όλο το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα οικοδόμησης του τουρκικού κράτους που εφάρμοσε ο Ατατούρκ είχε στηριχθεί στην στρατιωτική ισχύ. Μετά την νίκη επί των Ελλήνων στην Μικρασιατική εκστρατεία, ο στρατός είχε να αντιμετωπίσει στο εσωτερικό το παλαιό οθωμανικό κατεστημένο και να επιβάλει τη δική του τάξη πραγμάτων.
Το κεμαλικό τουρκικό κράτος αποτελεί νεότερη μεταλλαγή του οθωμανικού κράτους χωρίς να έχει πετύχει σημαντικές δομικές αλλαγές από τον ιστορικό του πρόγονο. Στην ουσία είναι όργανο εξουσίας του στρατού που η πραγματική του δύναμη ευρίσκεται πίσω από τους πολιτικούς θεσμούς.
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για το καθεστώς όπου μια στρατογραφειοκρατεία, η οποία αποτελεί το επίκεντρο του συστήματος, υπαγορεύει τους κανόνες συνοχής και επιβίωσης του κράτους. Σε τέτοια καθεστώτα είναι απαραίτητα η ύπαρξη μίας πραιτοριανής κλίκας η οποία δρα υπογείως και αποτελεί προέκταση της πραιτοριανής εξουσίας.
Εντός αυτής της κλίκας υπάρχει στρατιωτική δύναμη, η οποία εγγυάται την υπαγόρευση, την καθοδήγηση και τον περιορισμό δράσεων για δυνάμεις που εισέρχονται απειλητικά στο πολιτικό παιγνίδι σε κρίσιμες περιόδους ή εσωτερικεύονται από διάφορους κοινωνικούς δρώντες.
Στο κεμαλικό κράτος η κοινωνία είναι, εκ των πραγμάτων, διαχωρισμένη από το κράτος, η ύπαρξη του οποίου ανάγεται σε αυτοσκοπό. Τα άτομα και οι θεσμοί που αποτελούν το τουρκικό κράτος είναι επιφορτισμένα με την αναπαραγωγή του.
Με την άνοδο των ισλαμιστών την εξουσία το 2003, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις αντιμετώπισαν έντονα ένα επώδυνο δίλημμα, ιδιαίτερα μετά την έναρξη της προσπάθειας της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ:
Το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 αποτελεί μία αντίδραση στα προαναφερθέντα. Κατέδειξε ότι η συνοχή των ενόπλων δυνάμεων έχει αποδυναμωθεί αλλά η αντίδραση παραμένει. Η προσπάθεια αυτή δεν είναι η εσχάτη. Η σχέση του στρατού με το πολιτικό σύστημα θα κριθεί από την έκβαση της μεγάλης και καθοριστικής σύγκρουσης που έπεται, αυτής μεταξύ τουρκικού κράτους και κουρδικού εθνικού κινήματος.
Το πραξικόπημα απέτυχε γιατί πρωτίστως είχε συλληφθεί με στρατηγική ανεπάρκεια. Για παράδειγμα διενεργήθηκε στις 10 το βράδυ όταν ο κόσμος ήταν ήδη στους δρόμους αντί σε μεταμεσονύκτιες ώρες κατά τις οποίες είθισται να διενεργούνται τα πραξικοπήματα.
Επιπλέον, όταν η ΜΙΤ ανακάλυψε το σχέδιο πραξικοπήματος, οι εγκέφαλοί του αναγκάστηκαν να κινηθούν πρόωρα, με αποτέλεσμα να προβούν σε σωρεία λαθών.
Οι δυνάμεις, οι οποίες αποτελούν την ασφάλεια του Ερντογάν είναι πολύ ισχυρές και ως εκ τούτου η απόπειρα δολοφονίας του ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Ο βαθμός δυσκολίας αυξήθηκε ακόμη περισσότερο όταν διέρρευσε το σχέδιο στις μυστικές υπηρεσίες.
Κατά συνέπεια, όταν το κρίσιμο σημείο που ήταν η δολοφονία του Ερντογάν απέτυχε και ο ίδιος μπόρεσε με μεγάλη ταχύτητα να κάνει διάγγελμα κινητοποιώντας τις μάζες των υποστηρικτών του και αποτρέποντας τους στρατιωτικούς που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν εμπλακεί να λάβουν δράση στο σχέδιο, ήταν θέμα χρόνου να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τους πραξικοπηματίες.
Από: hellasjournal.com - Του Χρήστου Ιακώβου
Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα του 1960, 1971 και 1980 κατεδείκνυαν τη διαχρονική κηδεμονία του πολιτικού συστήματος από τον στρατό και έθεταν στο μικροσκόπιο της ανάλυσης τα ζητήματα του εκσυγχρονισμού και του εκδημοκρατισμού στην Τουρκία.
Ο ίδιος όμως προβληματισμός υφίσταται και μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016, το οποίο έχει την πρωτιά στην αποτυχία αλλά και στο ότι δεν συμμετείχε το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων, όπως συνέβη με τα τρία προηγούμενα.
Για την κατανόηση της σχέσης του στρατού με την πολιτική ανάπτυξη στη σύγχρονη Τουρκία και τις επιπτώσεις στο ίδιο το κράτος και την κοινωνία είναι πρωτίστως αναγκαία η κατανόηση μίας αντίφασης που χαρακτηρίζει το τουρκικό πολιτικό σύστημα:
- Το “εκσυγχρονιζόμενο κοσμικό κράτος”, όπως συχνά χαρακτηρίζεται η Τουρκία από δυτικούς αναλυτές, υφίσταται πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό και ενόσω προχωρεί αυτός ο εκσυγχρονισμός και δημιουργεί νέα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα το ίδιο το κράτος αρνείται τον δικό του εκσυγχρονισμό και αποκλείει τη συμμετοχή νέων πολιτικών δυνάμεων που είναι ακριβώς το αποτέλεσμα αυτού του εκσυγχρονισμού που επιχειρεί η Τουρκία κατά τις εννέα και πλέον τελευταίες δεκαετίες.
Αυτή αποτελεί την μεγαλύτερη αντίφαση που χαρακτηρίζει την τουρκική πολιτική ανάπτυξη μετά τις κεμαλικές αλλαγές. Επίσης, αυτή η αντίφαση απουσιάζει από την ανάλυση μιας σημαντικής μερίδας της δυτικής τουρκολογίας.
Η ύπαρξη δυτικής προέλευσης πολιτικών θεσμών δεν σημαίνει ότι είναι πάντα σύμφωνη με τα πρότυπα τους στη Δύση. Η δημιουργία ενός θεωρητικού μοντέλου που έχουν δημιουργήσει δυτικοί ερευνητές σχετικά με τη διαδικασία υιοθέτησης δυτικών θεσμών στην Τουρκία έχει υποτιμήσει την σημασία των ιδιαιτέρων ιστορικών και πολιτιστικών στοιχείων που συνθέτουν την τουρκική πολιτική κουλτούρα με αποτέλεσμα συχνά η επιστημονική προσέγγιση να γίνεται μέσα από γενικότητες και αφηρημένες έννοιες.
Ιστορικοί λόγοι είχαν αναγάγει το σώμα των στρατιωτικών (askeri) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε αναπόσπαστο στοιχείο της άρχουσας τάξης.
Όμως η συρρίκνωση της αυτοκρατορίας κατά τον δέκατο ένατο αιώνα και η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας συνοδεύτηκε από μια ισχυρή προσπάθεια αναδημιουργίας και εκσυγχρονισμού του στρατού που επέτρεψε στους φιλοδυτικούς αξιωματικούς να γίνουν οι μοναδικοί κυρίαρχοι του πολιτικού παιγνιδιού.
Όλο το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα οικοδόμησης του τουρκικού κράτους που εφάρμοσε ο Ατατούρκ είχε στηριχθεί στην στρατιωτική ισχύ. Μετά την νίκη επί των Ελλήνων στην Μικρασιατική εκστρατεία, ο στρατός είχε να αντιμετωπίσει στο εσωτερικό το παλαιό οθωμανικό κατεστημένο και να επιβάλει τη δική του τάξη πραγμάτων.
- Η στρατογραφειοκρατική ελίτ που δημιούργησαν οι κεμαλικές αλλαγές και που διεκδικεί να προστατεύσει αυτό το ρόλο, έστω και ανεπιτυχώς μέχρι σήμερα έχει αποτύχει να κατανοήσει τις αλλαγές που επήλθαν από την εποχή του Ατατούρκ με αποτέλεσμα να λειτουργεί με τη λογική και την πρακτική των δεκαετιών του 1960 και 1970.
Το κεμαλικό τουρκικό κράτος αποτελεί νεότερη μεταλλαγή του οθωμανικού κράτους χωρίς να έχει πετύχει σημαντικές δομικές αλλαγές από τον ιστορικό του πρόγονο. Στην ουσία είναι όργανο εξουσίας του στρατού που η πραγματική του δύναμη ευρίσκεται πίσω από τους πολιτικούς θεσμούς.
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για το καθεστώς όπου μια στρατογραφειοκρατεία, η οποία αποτελεί το επίκεντρο του συστήματος, υπαγορεύει τους κανόνες συνοχής και επιβίωσης του κράτους. Σε τέτοια καθεστώτα είναι απαραίτητα η ύπαρξη μίας πραιτοριανής κλίκας η οποία δρα υπογείως και αποτελεί προέκταση της πραιτοριανής εξουσίας.
Εντός αυτής της κλίκας υπάρχει στρατιωτική δύναμη, η οποία εγγυάται την υπαγόρευση, την καθοδήγηση και τον περιορισμό δράσεων για δυνάμεις που εισέρχονται απειλητικά στο πολιτικό παιγνίδι σε κρίσιμες περιόδους ή εσωτερικεύονται από διάφορους κοινωνικούς δρώντες.
Στο κεμαλικό κράτος η κοινωνία είναι, εκ των πραγμάτων, διαχωρισμένη από το κράτος, η ύπαρξη του οποίου ανάγεται σε αυτοσκοπό. Τα άτομα και οι θεσμοί που αποτελούν το τουρκικό κράτος είναι επιφορτισμένα με την αναπαραγωγή του.
Με την άνοδο των ισλαμιστών την εξουσία το 2003, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις αντιμετώπισαν έντονα ένα επώδυνο δίλημμα, ιδιαίτερα μετά την έναρξη της προσπάθειας της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ:
- Πως να προχωρήσει στον πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό και ταυτόχρονα να παραμείνει ο κύριος ρυθμιστής του πολιτικού συστήματος, τη στιγμή που ήδη έχουν αναδυθεί πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες το αμφισβητούν.
- Για μια τέτοια αλλαγή είναι αναγκαίες δομικές αλλαγές επαναστατικού χαρακτήρα κάτι που δεν ήταν διατεθειμένος ο στρατός να αποδεχθεί.
Το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 αποτελεί μία αντίδραση στα προαναφερθέντα. Κατέδειξε ότι η συνοχή των ενόπλων δυνάμεων έχει αποδυναμωθεί αλλά η αντίδραση παραμένει. Η προσπάθεια αυτή δεν είναι η εσχάτη. Η σχέση του στρατού με το πολιτικό σύστημα θα κριθεί από την έκβαση της μεγάλης και καθοριστικής σύγκρουσης που έπεται, αυτής μεταξύ τουρκικού κράτους και κουρδικού εθνικού κινήματος.
Το πραξικόπημα απέτυχε γιατί πρωτίστως είχε συλληφθεί με στρατηγική ανεπάρκεια. Για παράδειγμα διενεργήθηκε στις 10 το βράδυ όταν ο κόσμος ήταν ήδη στους δρόμους αντί σε μεταμεσονύκτιες ώρες κατά τις οποίες είθισται να διενεργούνται τα πραξικοπήματα.
Επιπλέον, όταν η ΜΙΤ ανακάλυψε το σχέδιο πραξικοπήματος, οι εγκέφαλοί του αναγκάστηκαν να κινηθούν πρόωρα, με αποτέλεσμα να προβούν σε σωρεία λαθών.
Οι δυνάμεις, οι οποίες αποτελούν την ασφάλεια του Ερντογάν είναι πολύ ισχυρές και ως εκ τούτου η απόπειρα δολοφονίας του ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Ο βαθμός δυσκολίας αυξήθηκε ακόμη περισσότερο όταν διέρρευσε το σχέδιο στις μυστικές υπηρεσίες.
Κατά συνέπεια, όταν το κρίσιμο σημείο που ήταν η δολοφονία του Ερντογάν απέτυχε και ο ίδιος μπόρεσε με μεγάλη ταχύτητα να κάνει διάγγελμα κινητοποιώντας τις μάζες των υποστηρικτών του και αποτρέποντας τους στρατιωτικούς που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν εμπλακεί να λάβουν δράση στο σχέδιο, ήταν θέμα χρόνου να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τους πραξικοπηματίες.