Δεν πρόλαβε να συμπληρωθεί ένας μήνας από τη συνάντηση Μπάιντεν-Πούτιν στη Γενεύη στις 16 Ιουνίου και οι σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας εισήλθαν σε μία νέα περίοδο έντασης. Αφορμή γι’ αυτή την εξέλιξη υπήρξαν δύο σοβαρά επεισόδια που εξελίχθηκαν στις 23 και 24 Ιουνίου μεταξύ της Ρωσίας και χωρών μελών του ΝΑΤΟ, συγκεκριμένα της Βρετανίας και της Ολλανδίας, τις παραμονές της μεγάλης Νατοϊκής άσκησης “Sea Breeze’ που διεξάγεται στον Εύξεινο Πόντο από τις 28 Ιουνίου έως τις 10 Ιουλίου.
Από: militaire.gr - Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Το πρώτο και πιο σοβαρό αφορούσε τη ρίψη προειδοποιητικών πυρών εκ μέρους Ρωσικού στρατιωτικού πλοίου και Ρωσικού βομβαρδιστικού αεροσκάφους Su-24M εναντίον του Βρετανικού αντιτορπιλικού HMS Defender, με αφορμή τον πλου του τελευταίου, υπό την εποπτεία Αμερικανικού κατασκοπευτικού αεροσκάφους που είχε απογειωθεί από τη βάση της Σούδας στην Κρήτη, κοντά στις ακτές της Κριμαίας. Το δεύτερο σχετιζόταν με τις εικονικές επιθέσεις και τις παρεμβολές στα συστήματα επικοινωνίας της Ολλανδικής φρεγάτας Evertsen από Ρωσικά μαχητικά αεριωθούμενα κοντά στον πορθμό του Κερτς.
Να σημειωθεί ότι στα πλαίσια της άσκησης “Sea Breeze” έχουν εισέλθει στον Εύξεινο Πόντο δυνάμεις από 32 χώρες, μεταξύ αυτών και η χώρα μας, οι 15 εκ των οποίων είναι εταίροι και όχι μέλη του ΝΑΤΟ.
Τα παραπάνω γεγονότα έπονται της πρόσφατης έντασης μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας με αντικείμενο την τύχη των ανατολικών επαρχιών της Ουκρανίας, του λεγόμενου και Ντομπάς, μέρος των οποίων ελέγχεται από φίλο-Ρώσους αυτονομιστές. Επιβεβαιώνουν την διάθεση της νέας Αμερικανικής ηγεσίας, τον ηγέτη του ΝΑΤΟ, να περιορίσει την επιρροή της Ρωσίας στην Αν. Ευρώπη και να υπονομεύσει το βαθμό ελέγχου που ασκεί στον Εύξεινο Πόντο.
Άλλωστε στον “Ενδιάμεσο Στρατηγικό Οδηγό Εθνικής Ασφαλείας” που εξέδωσε το Μάρτιο του 2021 ο Λευκός Οίκος, η Μόσχα κατανοείται ως ανταγωνιστής της Ουάσιγκτον, ενώ η Ευρώπη αναγνωρίζεται ως περιοχή ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Παράλληλα στον ίδιο οδηγό δηλώνεται η πρόθεση της Αμερικανικής κυβέρνησης να αναζωογονήσει την Αμερικανική ηγεσία στον κόσμο, θέτοντας έτσι και τη στάση της έναντι της Μόσχας υπό το πρίσμα αυτού του στόχου.
Αντίστοιχα και στο κείμενο των συμπερασμάτων της πρόσφατης συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλες στις 14 Ιουνίου η Ρωσία χαρακτηρίζεται ως απειλή, ενώ τουλάχιστον 8 άρθρα άμεσα ή έμμεσα εστιάζουν στην αντιμετώπιση της. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει το άρθρο 14, το οποίο ουσιαστικά καταδεικνύει την πρόθεση της συμμαχίας να ανατρέψει το στάτους κβο που προέκυψε στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου από το 1991 έως και το 2015. Συγκεκριμένα τη de facto απώλεια της Υπερδνειστερίας για τη Μολδαβία, της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας για τη Γεωργία και μέρους του Ντομπάς για την Ουκρανία από φίλο-Ρώσους αυτονομιστές, όπως και τη de facto απώλεια της Κριμαίας για την Ουκρανία με την ενσωμάτωση της στη Ρωσική Ομοσπονδία. Μεταξύ άλλων πολύ σοβαρών σε αυτό το άρθρο, καταγγέλλεται και χαρακτηρίζεται ως προσωρινή η «κατοχή» της Κριμαίας από τη Ρωσία, ενώ η Μόσχα καλείται να αποσύρει τις δυνάμεις της από την Ουκρανία, τη Μολδαβία και τη Γεωργία, να σταματήσει τους ελέγχους πλοίων στον Εύξεινο Πόντο και να μην παρεμποδίζει την πρόσβαση τους στα Ουκρανικά λιμάνια της Θάλασσας του Αζόφ.
Συνεπώς η άσκηση “Sea Breeze”, ακόμη περισσότερο όμως τα δύο σοβαρά επεισόδια στον Εύξεινο Πόντο συμβαδίζουν με τις πρόνοιες του παραπάνω άρθρου. Ο όγκος δυνάμεων που συγκεντρώθηκε λειτουργεί ως σημαντικό αντίβαρο, αν δεν ισορροπεί ή ανατρέπει, σ/τη ναυτική πρωτοκαθεδρία της Ρωσίας στην περιοχή. Ταυτόχρονα το ρωσοβρετανικό και ρωσοολλανδικό περιστατικό έδωσαν την ευκαιρία στον ευρωατλαντικό παράγοντα (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ, χώρες ΕΕ, Η.Β) να επαναλάβει στη Μόσχα ότι θεωρεί την Κριμαία Ουκρανικό έδαφος και Ουκρανικές τις θαλάσσιες ζώνες που απορρέουν απ’ αυτή.
Συνακόλουθα η νέα ένταση στις σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας μόνο τυχαίο και μεμονωμένο περιστατικό δε μπορεί να χαρακτηριστεί. Αντίθετα δείχνει να αποτελεί έναν ακόμη κρίκο σε μια νέα αλυσίδα αντιπαράθεσης, την οποία διαμορφώνουν τα γεγονότα στη Λευκορωσία, η υπόθεση Ναβάλνι, οι εξελίξεις στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η ένταση στην ανατολική Ουκρανία και η κολοσσιαία Νατοϊκή άσκηση “Defender Europe 2021”.
Στα πλαίσια αυτής της αντιπαράθεσης η θωράκιση και ενίσχυση της ανατολικής και νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ είναι λογικό να απασχολεί τον ευρωατλαντικό παράγοντα. Αυτό αποτυπώνεται και στα άρθρα 9 και 34 του κειμένου των συμπερασμάτων της πρόσφατης συνόδου κορυφής της συμμαχίας, όπου καταγράφεται η ήδη ενισχυμένη παρουσία της σε Πολωνία, Λιθουανία, Εσθονία και Λετονία, η διαρκής στρατιωτική της δραστηριότητα στον Εύξεινο Πόντο, η αύξηση των μέτρων για την ασφάλεια της Τουρκίας, αλλά και η επαγρύπνηση της για τις εξελίξεις στη Μεσόγειο.
Αντίστοιχα προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να προσμετρηθεί η ένταση της αμερικανονατοϊκής παρουσίας στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, οι συναντήσεις των ηγετών των ΗΠΑ και της Τουρκίας με τους ηγέτες των χωρών της Βαλτικής στο περιθώριο της συνόδου του ΝΑΤΟ και η διαφαινόμενη προμήθεια των χωρών της ανατολικής Ευρώπης με Τουρκικά UAV, αρχής γενομένης από την Πολωνία.
Παράλληλα η συγκεκριμένη έγνοια καταγράφεται και στην παράγραφο 29 της δήλωσης της “Συνόδου ΗΠΑ-ΕΕ” στις 15 Ιουνίου, όπου δηλώνεται η πρόθεση Ουάσιγκτον και Βρυξελλών να εργαστούν από κοινού για την ομαλοποίηση των σχέσεων Σερβίας-Κοσόβου, εξέλιξη που στο άρθρο 70 του κειμένου συμπερασμάτων της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ σχετίζεται με την ενίσχυση της προοπτικής ένταξης τους στις ευρωατλαντικές δομές, ενώ στην ίδια παράγραφο αποτυπώνεται και η διάθεση τους να αποκλιμακωθεί η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο και να επιλυθούν τα ζητήματα μέσω διαλόγου.
Πρόσθετα προϊόν αυτής της ανησυχίας δείχνει να είναι και η “Εκτελεστική οδηγία για το μπλοκάρισμα των περιουσιακών στοιχείων και την αναστολή της άδειας εισόδου στις ΗΠΑ συγκεκριμένων προσώπων που συμβάλλουν στην αποσταθεροποιητική κατάσταση στα δυτικά Βαλκάνια” που εξέδωσε ο Λευκός Οίκος στις 8 Ιουνίου, με την οποία στοχοποιούνται άτομα που υπονομεύουν τις Συμφωνίες των Πρεσπών και της Οχρίδας, οι οποίες υπήρξαν απαραίτητες για την είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, αλλά και αυτές του Ντέιτον, του Λονδίνου και του ψηφίσματος 1244 του Σ.Α. του ΟΗΕ οι οποίες διασφάλισαν τη Νατοϊκή παρουσία στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Τέλος προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν και τα άρθρα 67, 68, 69, 71, 72 και 74 του κειμένου συμπερασμάτων της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, όπου επιβεβαιώνεται η πρόθεση της συμμαχίας να εμβαθύνει τη συνεργασία της με τη Βοσνία, την Ουκρανία, τη Γεωργία, το Κόσοβο, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, αλλά και με εταίρους από τη βόρειο Αφρική τη μέση Ανατολή και τον Περσικό Κόλπο στα πλαίσια του “Μεσογειακού Διαλόγου” και της “Πρωτοβουλίας Συνεργασίας της Κωνσταντινούπολης”. Αντίστοιχα πρέπει να ιδωθεί και η εμβάθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας Τουρκίας-Ουκρανίας αλλά και η συμφωνία Βρετανίας-Ουκρανίας.
Η ενίσχυση λοιπόν της συνοχής του ΝΑΤΟ και η διεύρυνση/εμβάθυνση των συνεργασιών του εμφανίζεται ως μείζον ζήτημα στον ανταγωνισμό του με τη Ρωσία, μαζί με το αξιόμαχο του συμβατικού και πυρηνικού του οπλοστασίου, την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, την καινοτομία και την τεχνολογική ανάπτυξη, την κυβερνοασφάλεια και την αντιμετώπιση ψηφιακών απειλών, θέματα που επίσης εφάπτονται του αμερικανορωσικού ανταγωνισμού και θίγονται στο κείμενο συμπερασμάτων των Βρυξελλών. Συνακόλουθα η επιτυχής διαχείριση των συμμάχων, προκειμένου να συστρατευθούν μαζί της εναντίον της Μόσχας, αναδεικνύεται σε καίρια επιδίωξη της Ουάσιγκτον. Άλλωστε η σημασία του ζητήματος των συμμαχιών φωτίζεται και στον “ενδιάμεσο στρατηγικό οδηγό για την εθνική ασφάλεια” που υιοθέτησε η Αμερικανική διοίκηση.
Υπέρ των προσπαθειών της Αμερικανικής κυβέρνησης σε αυτή τη φάση συνηγορεί η ανασφάλεια που παραδοσιακά προκαλεί στις άρχουσες/αστικές τάξεις της Ευρώπης το μέγεθος και η ισχύς του Ρωσικού κράτους. Το συγκεκριμένο γεγονός εκφράζεται και στη διάθεση του γαλλογερμανικού άξονα να παρακάμπτει τις εσωτερικές του διαφορές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κατάρρευση το εγχείρημα της ΕΕ, αλλά και να παραμένει προσκολλημένος στη διατήρηση της στρατηγικής συνεργασίας ΕΕ-ΗΠΑ. Παράλληλα αντανακλάται στο ζήλο με τον οποίο προωθούν την ατζέντα του ΝΑΤΟ οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην ανατολική Ευρώπη. Τέλος αποτυπώνεται και στη σταθερή προσήλωση της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και στην απόπειρα της να εμπλέκει τη συμμαχία σε όλα τα πεδία ανταγωνισμού της με τη Ρωσία, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη Λιβύη.
Αντίστοιχα την Ουάσιγκτον ευνοούν, εφόσον είναι διαχειρίσιμες, οι ευρωπαϊκές αντιπαραθέσεις στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Χάρη σε αυτές οι σύμμαχοι τους είναι πιο ευάλωτοι σε Αμερικανικές παροτρύνσεις, προκειμένου να μετάσχουν σε επιθετικότερες πολιτικές έναντι της Ρωσίας, προσδοκώντας στήριξη των ΗΠΑ στον ενδό-Νατοϊκό ανταγωνισμό. Αυτή η παράμετρος εμφανίζεται πιο καθαρά στην επιδίωξη χωρών της ομάδας Βίσενγκραντ (Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία, Σλοβακία) να αποκτήσουν Αμερικανικές πλάτες στα πεδία ανταγωνισμού τους με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, αλλά και στην αντίστοιχη επιθυμία της Ελλάδας όσον αφορά την Τουρκία.
Πρόσθετα τους Αμερικανικούς σχεδιασμούς σιγοντάρουν και οι προοπτικές καπιταλιστικής ανάπτυξης που εμπεριέχουν τυχόν ενδό-Νατοϊκοί συμβιβασμοί, υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ. Οι τελευταίοι δημιουργούν τις προϋποθέσεις για οικονομικές συμφωνίες και υλοποίηση οικονομικών project, με τη συμμετοχή Αμερικανικών κεφαλαίων, σημαντικών για την κερδοφορία και των επιχειρηματικών ομίλων των Ευρωπαϊκών κρατών, αλλά και ιδιαίτερα αναγκαίων γι’ αυτούς εν μέσω και της παρούσας κρίσης. Η πρόσφατη σύνοδος ΕΕ-ΗΠΑ έθεσε επί τάπητος πολλά αντικείμενα διατλαντικής οικονομικής συνεργασίας, όπως η πράσινη ανάπτυξη, η υψηλή τεχνολογία, το εμπόριο, οι υπηρεσίες υγείας κτλ. Αντίστοιχα, έλξη προκαλεί στα μέλη και τους εταίρους του ΝΑΤΟ η “πρωτοβουλία των τριών θαλασσών” (Βαλτική, Αδριατική και Εύξεινος Πόντος) που αφορά την βαθύτερη ενοποίηση της ανατολικής Ευρώπης, αλλά και το φόρουμ για το φυσικό αέριο στην ανατολική Μεσόγειο.
Τέλος η φιλοδοξία των μελών του ΝΑΤΟ να επεκτείνουν την πολιτική και πολιτιστική τους επιρροή προς την ανατολή, να αποκτήσουν πρόσβαση σε ενεργειακές πηγές και άλλες σημαντικές πρώτες ύλες, αλλά και να διευκολύνουν τη διείσδυση του κεφαλαίου τους σε νέες αγορές, είναι επίσης αρωγός των επιθυμιών του Λευκού Οίκου. Είναι χαρακτηριστική η αποδοχή, αν όχι και παρότρυνση, της Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα, ώστε αυτή να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στο Αφγανιστάν μετά την αποχώρηση του ΝΑΤΟ. Αντίστοιχα χαρακτηριστική είναι όμως και η απόπειρα της Τουρκίας να εμβαθύνει τη συνεργασία της με Ουκρανία, Μολδαβία και Γεωργία, αλλά και η αξιοποίηση από μέρους της των Τατάρων της Κριμαίας και των Γκαγκαούζων της Μολδαβίας, για να αυξήσει το αποτύπωμα της στην ευρύτερη περιοχή του Ευξείνου Πόντου.
Σε αυτά τα πλαίσια δημιουργείται το έδαφος για ευρείες ενδό-Νατοϊκές ή φίλο-Νατοϊκές συμφωνίες και διευθετήσεις, καθώς τα μέλη και οι εταίροι του ΝΑΤΟ έλκονται άμεσα σε επιθετικότερες πολιτικές απέναντι στη Ρωσία και τους συμμάχους ή εταίρους της, απόδειξη των οποίων είναι το ίδιο το μέγεθος της φετινής άσκησης “Sea Breeze”.
Ωστόσο οι ανισόμετρες σχέσεις ισχύος αυτών των παραγόντων μεταξύ τους, αλλά και ο διαφορετικός βαθμός ασυμμετρίας των σχέσεων ισχύος τους, τόσο με τη Ρωσία και τους συμμάχους/εταίρους της, όσο και με τους δικούς τους ισχυρότερους συμμάχους/εταίρους στον ευρωατλαντικό συνασπισμό, καθιστά διαφορετικό τον τρόπο με τον οποίο αποδέχονται/εμπλέκονται σ/τα αμερικανονατοϊκά σχέδια. Π.χ. Γερμανία και Τουρκία επιδεικνύουν ικανότητα διαμόρφωσης μιας πιο ισορροπημένης σχέσης με ΗΠΑ και Ρωσία, πετυχαίνοντας για την ώρα να μετέχουν στα αντί-Ρωσικά σχέδια ως σύμμαχοι της Ουάσιγκτον, ενώ παράλληλα συντηρούν ορισμένα πεδία συνεργασίας με τη Μόσχα (π.χ. ενεργειακό), προωθώντας κατά βάση τη δική τους ατζέντα.
Αντίστοιχα αυτή η ανισομετρία αποτυπώνεται και στη συμπεριφορά τους στους ενδό-Νατοϊκούς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, καθώς ωθούν τις πιο ισχυρές δυνάμεις σε όλο και μεγαλύτερες διεκδικήσεις. Αυτές όμως είναι δύσκολο να γίνουν από ένα σημείο και έπειτα αποδεκτές από τα πιο αδύναμα μέρη, γεγονός που αναπαράγει εντάσεις και εγκυμονεί κινδύνους πολεμικών επεισοδίων. Τα τελευταία πάντως είναι ικανά να ωθήσουν την έναρξη διαβουλεύσεων ή ακόμη και την από κοινού αποδοχή μίας νέας βάσης συζήτησης, όπως συνέβη στα ελληνοτουρκικά κατόπιν της ολοκλήρωσης των ερευνών του Oruc Reis το Δεκέμβριο, όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, αλλά και μετά το επεισόδιο στα Ίμια το 1996, όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση. Η χρήση ή η απειλή χρήσης της στρατιωτικής δύναμης τελικά μπορεί να αποδειχτεί καταλύτης για την επίτευξη συμφωνιών.
Ταυτόχρονα όμως η κλιμάκωση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού ΝΑΤΟ-Ρωσίας θέτει αντικειμενικά τα μέλη και τους εταίρους του ΝΑΤΟ στο στόχαστρο της Μόσχας. Οι αναφορές των Ρώσων στη βάση της Σούδας, συνοδεία των αναλύσεων τους για το βρετανορωσικό επεισόδιο μόνο τυχαίες δεν είναι. Από την άλλη μεριά η εμβάθυνση της σινορωσικής συνεργασίας και οι γενικότερες συνεννοήσεις στην Ευρασία, επιτρέπουν στη Μόσχα να πλασάρεται στην Ευρώπη ως γέφυρα για τη σύνδεση της με την ανατολή, ενώ το φυσικό της αέριο ίσως και να αποτελεί το πιο φτηνό και καθαρό μεταβατικό καύσιμο προς μια πραγματικότητα στην ΕΕ το 2050 με μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα.
Σε κάθε περίπτωση το Κρεμλίνο εξακολουθεί να διατηρεί ένα σημαντικό φάσμα αποτρεπτικών δυνατοτήτων, συγκαταλεγόμενου και του πυρηνικού του οπλοστασίου, για να μειώνει το βαθμό συλλογικής κινητοποίησης του ΝΑΤΟ εναντίον του. Μένει να αποδειχτεί αν αυτό θα γίνει αντιληπτό και αποδεκτό από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους ή αν η Ευρώπη (αν όχι ο πλανήτης) μετατραπεί αναπάντεχα σε πεδίο εκδήλωσης στρατιωτικών επιχειρήσεων, δεδομένης και της διαχρονικής δέσμευσης της Μόσχας να μην επιτρέψει το «Εγγύς εξωτερικό» της και δη ο Εύξεινος Πόντος να τεθεί στη σφαίρα επιρροής ανταγωνιστικών δυνάμεων.