Λίγα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, το 1978, είχε γίνει η ταινία «Το Εξπρές του Μεσονυχτίου», βασισμένη στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Μπίλι Χέιζ, ο οποίος σε επίσκεψη του στην Τουρκία είχε συλληφθεί και κλειστεί σε φυλακή για κατοχή ναρκωτικών.
Από: philenews.com - Χρυστάλλα Χατζηδημητρίου
Στο μεγαλύτερο της μέρος η ταινία, περιγράφει τα δεινά που ο πρωταγωνιστής πέρασε στις τουρκικές φυλακές οι οποίες παρουσιάζονταν ως ένα κολαστήριο.
Η ταινία προκάλεσε την οργή των Τούρκων, εξού και η προβολή της στην Τουρκία απαγορεύτηκε. Ούτε όμως και στην Κύπρο προβαλλόταν, για χρόνια, γιατί οι πληγές από το '74 ήταν ανοιχτές. Συγγενείς αγνοουμένων περίμεναν ακόμα τους δικούς τους, έχοντας στο νου πως μπορεί να βρίσκονται σε κάποια τουρκική φυλακή ως αιχμάλωτοι πολέμου. Οι Αρχές λοιπόν έκριναν πως δεν ήταν σωστό να δουν τις εικόνες της βίας μέσα στις φυλακές. Με τα σημερινά δεδομένα αυτό άνετα θα χαρακτηριζόταν λογοκρισία, ενώ κάποιος μπορεί να πει πως ήταν αφελές να πιστεύει ο οποιοσδήποτε πως οι συγγενείς φαντάζονταν τους δικούς τους κάπου να περνάνε καλά και για αυτό δεν γύρισαν πίσω. Παρόλα αυτά και με τα δεδομένα της εποχής, η λογοκρισία της ταινίας ήταν μια ένδειξη σεβασμού προς την αγωνία και τον πόνο χιλιάδων ανθρώπων.
Τις τελευταίες μέρες ήρθαν στο φως της δημοσιότητας φωτογραφίες από την τουρκική εισβολή. Μία η οποία δείχνει έναν νεαρό στρατιώτη, ο οποίος εικάζεται να ήταν γύρω στα 18, είναι ιδιαίτερα σκληρή. Το πιο πιθανόν, είναι ένας από τους αγνοούμενους, γεγονός που αν ισχύει αποδεικνύει πως κάποιοι από τους αγνοούμενους δεν σκοτώθηκαν στα πεδία των μαχών αλλά αργότερα. Κι αυτό, αν ήθελε κάποιος, θα μπορούσε να το καταγγείλει ως έγκλημα πολέμου. Υπάρχει όμως τέτοια πρόθεση;
Οι γονείς, όπως οι πλείστοι γονείς των αγνοουμένων, το πιο πιθανόν να μην ζουν πια. Οι υπόλοιποι συγγενείς όμως, θα πρέπει να δουν τον δικό τους άνθρωπο σε μια τέτοια κατάσταση; Θα πρέπει να ξέρουν πόσο υπέφερε; Έστω κι αν έχει περάσει μισός σχεδόν αιώνας, όταν ξύνεις τις πληγές, αιμορραγούν.
Κάποιος μπορεί να απαντήσει πως οφείλουμε να δούμε τις εικόνες, όσο σκληρές κι αν είναι, για να θυμηθούμε ποιος ήταν και ποιος είναι το θύμα της εισβολής. Για να μην πλάθουμε στο μυαλό ωραιοποιημένες εικόνες που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα και για να μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Άλλος, ίσως, πει πως πρέπει να τα αφήσουμε πίσω μας ή να τα κατατάξουμε στην ιστορία. Πως δεν έχει σημασία να αναζωπυρώνουμε συναισθήματα. Προσωπικά δεν έχω απάντηση, αλλά τη συγκεκριμένη φωτογραφία δεν αντέχω να την κοιτάζω.
Στο μεγαλύτερο της μέρος η ταινία, περιγράφει τα δεινά που ο πρωταγωνιστής πέρασε στις τουρκικές φυλακές οι οποίες παρουσιάζονταν ως ένα κολαστήριο.
Η ταινία προκάλεσε την οργή των Τούρκων, εξού και η προβολή της στην Τουρκία απαγορεύτηκε. Ούτε όμως και στην Κύπρο προβαλλόταν, για χρόνια, γιατί οι πληγές από το '74 ήταν ανοιχτές. Συγγενείς αγνοουμένων περίμεναν ακόμα τους δικούς τους, έχοντας στο νου πως μπορεί να βρίσκονται σε κάποια τουρκική φυλακή ως αιχμάλωτοι πολέμου. Οι Αρχές λοιπόν έκριναν πως δεν ήταν σωστό να δουν τις εικόνες της βίας μέσα στις φυλακές. Με τα σημερινά δεδομένα αυτό άνετα θα χαρακτηριζόταν λογοκρισία, ενώ κάποιος μπορεί να πει πως ήταν αφελές να πιστεύει ο οποιοσδήποτε πως οι συγγενείς φαντάζονταν τους δικούς τους κάπου να περνάνε καλά και για αυτό δεν γύρισαν πίσω. Παρόλα αυτά και με τα δεδομένα της εποχής, η λογοκρισία της ταινίας ήταν μια ένδειξη σεβασμού προς την αγωνία και τον πόνο χιλιάδων ανθρώπων.
Τις τελευταίες μέρες ήρθαν στο φως της δημοσιότητας φωτογραφίες από την τουρκική εισβολή. Μία η οποία δείχνει έναν νεαρό στρατιώτη, ο οποίος εικάζεται να ήταν γύρω στα 18, είναι ιδιαίτερα σκληρή. Το πιο πιθανόν, είναι ένας από τους αγνοούμενους, γεγονός που αν ισχύει αποδεικνύει πως κάποιοι από τους αγνοούμενους δεν σκοτώθηκαν στα πεδία των μαχών αλλά αργότερα. Κι αυτό, αν ήθελε κάποιος, θα μπορούσε να το καταγγείλει ως έγκλημα πολέμου. Υπάρχει όμως τέτοια πρόθεση;
Οι γονείς, όπως οι πλείστοι γονείς των αγνοουμένων, το πιο πιθανόν να μην ζουν πια. Οι υπόλοιποι συγγενείς όμως, θα πρέπει να δουν τον δικό τους άνθρωπο σε μια τέτοια κατάσταση; Θα πρέπει να ξέρουν πόσο υπέφερε; Έστω κι αν έχει περάσει μισός σχεδόν αιώνας, όταν ξύνεις τις πληγές, αιμορραγούν.
Κάποιος μπορεί να απαντήσει πως οφείλουμε να δούμε τις εικόνες, όσο σκληρές κι αν είναι, για να θυμηθούμε ποιος ήταν και ποιος είναι το θύμα της εισβολής. Για να μην πλάθουμε στο μυαλό ωραιοποιημένες εικόνες που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα και για να μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Άλλος, ίσως, πει πως πρέπει να τα αφήσουμε πίσω μας ή να τα κατατάξουμε στην ιστορία. Πως δεν έχει σημασία να αναζωπυρώνουμε συναισθήματα. Προσωπικά δεν έχω απάντηση, αλλά τη συγκεκριμένη φωτογραφία δεν αντέχω να την κοιτάζω.