Με βάση και τα νέα διεθνή και περιφερειακά δεδομένα, ποια επιλογή έχει ενώπιόν της η Κύπρος; Μια λύση όπως την θέλει η Τουρκία; Με υπαρκτό τον κίνδυνο της καταστροφής και της τουρκοποίησης της Κύπρου;
Από: simerini.sigmalive.com - Σκεύη Σταύρου
Συμπληρώνονται 47 χρόνια από την τουρκική εισβολή, ενώ το Κυπριακό αποτελεί ένα από τα προγενέστερα εθνοτικά ανεπίλυτα προβλήματα, που ανέκυψαν στη μεταπολεμική περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Με κριτική διάθεση θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε, κατά πόσον η λύση του Κυπριακού ήταν εφικτή από το 1974 και εντεύθεν, ως προβλήματος εισβολής και κατοχής. Αν και η δυστοκία απαντάται από τα σχεδόν 50 χρόνια προσπαθειών.
Αναντίλεκτα, οι προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού μέχρι σήμερα στηρίζονται σε διαφορετικές προσεγγίσεις των δύο πλευρών. Για τη δική μας πλευρά, οι προσπάθειες εδράζονταν και εδράζονται στη λογική της επίτευξης μίας δίκαιης και βιώσιμη λύσης. Δηλαδή, η Κυπριακή Δημοκρατία να μπορεί να λειτουργήσει ως ένα κράτος ανεξάρτητο, κυρίαρχο και με εδαφική ακεραιότητα, χωρίς κατοχικά στρατεύματα και εγγυήσεις, όπου θα αποφασίζει ο επανενωμένος κυρίαρχος λαός της.
Από την άλλη πλευρά διεφάνη ότι ο διαχρονικός στόχος και πρόθεση της Τουρκίας δεν ήταν η εξεύρεση μιας τέτοιας λύσης. Αλλά, χρησιμοποιώντας διαρκώς τη θέση ισχύος της, απαιτεί τη νομιμοποίηση τετελεσμένων της κατοχής. Στόχος, βέβαια, που εντάσσεται στη γενικότερη επιδίωξη της Άγκυρας για πλήρη έλεγχο της νήσου.
Για επίτευξη των στόχων της η Τουρκία επιδεικνύει απόλυτη υπομονή και αργά με σταθερά βήματα, κάθε φόρα, βρίσκεται όλο και πιο κοντά στον επιδιωκόμενο στόχο της. Από την πρώτη συμφωνία-πλαίσιο το 1977 μέχρι το σχέδιο Ανάν το 2004, ενώ εντείνει σήμερα τις πιέσεις μέσα από τις αξιώσεις της για «κυριαρχική ισότητα» και «ίσο διεθνές καθεστώς».
Επομένως, η λύση του Κυπριακού δεν μπορεί να ήταν ή να είναι εφικτή καθότι διαφέρουν όχι μόνο οι προσεγγίσεις, αλλά οι στόχοι και δη οι επιτηδευμένοι της άλλης πλευράς. Ενώ οι όποιες συνομιλίες για επίτευξη λύσης τείνουν και πάλι να αποβούν επικίνδυνα ζημιογόνες για τη δική μας πλευρά, λαμβάνοντας υπόψη και την πανισλαμιστική νεο-οθωμανική στρατηγική, η οποία καθορίζει και την επικίνδυνη, άτακτη συμπεριφορά και παρουσία της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική.
Παραλήρημα Οκτάι ή ένδειξη αναθεωρητισμού;
Συμπληρώνονται 47 χρόνια από την τουρκική εισβολή, ενώ το Κυπριακό αποτελεί ένα από τα προγενέστερα εθνοτικά ανεπίλυτα προβλήματα, που ανέκυψαν στη μεταπολεμική περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Με κριτική διάθεση θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε, κατά πόσον η λύση του Κυπριακού ήταν εφικτή από το 1974 και εντεύθεν, ως προβλήματος εισβολής και κατοχής. Αν και η δυστοκία απαντάται από τα σχεδόν 50 χρόνια προσπαθειών.
Αναντίλεκτα, οι προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού μέχρι σήμερα στηρίζονται σε διαφορετικές προσεγγίσεις των δύο πλευρών. Για τη δική μας πλευρά, οι προσπάθειες εδράζονταν και εδράζονται στη λογική της επίτευξης μίας δίκαιης και βιώσιμη λύσης. Δηλαδή, η Κυπριακή Δημοκρατία να μπορεί να λειτουργήσει ως ένα κράτος ανεξάρτητο, κυρίαρχο και με εδαφική ακεραιότητα, χωρίς κατοχικά στρατεύματα και εγγυήσεις, όπου θα αποφασίζει ο επανενωμένος κυρίαρχος λαός της.
Από την άλλη πλευρά διεφάνη ότι ο διαχρονικός στόχος και πρόθεση της Τουρκίας δεν ήταν η εξεύρεση μιας τέτοιας λύσης. Αλλά, χρησιμοποιώντας διαρκώς τη θέση ισχύος της, απαιτεί τη νομιμοποίηση τετελεσμένων της κατοχής. Στόχος, βέβαια, που εντάσσεται στη γενικότερη επιδίωξη της Άγκυρας για πλήρη έλεγχο της νήσου.
Για επίτευξη των στόχων της η Τουρκία επιδεικνύει απόλυτη υπομονή και αργά με σταθερά βήματα, κάθε φόρα, βρίσκεται όλο και πιο κοντά στον επιδιωκόμενο στόχο της. Από την πρώτη συμφωνία-πλαίσιο το 1977 μέχρι το σχέδιο Ανάν το 2004, ενώ εντείνει σήμερα τις πιέσεις μέσα από τις αξιώσεις της για «κυριαρχική ισότητα» και «ίσο διεθνές καθεστώς».
Επομένως, η λύση του Κυπριακού δεν μπορεί να ήταν ή να είναι εφικτή καθότι διαφέρουν όχι μόνο οι προσεγγίσεις, αλλά οι στόχοι και δη οι επιτηδευμένοι της άλλης πλευράς. Ενώ οι όποιες συνομιλίες για επίτευξη λύσης τείνουν και πάλι να αποβούν επικίνδυνα ζημιογόνες για τη δική μας πλευρά, λαμβάνοντας υπόψη και την πανισλαμιστική νεο-οθωμανική στρατηγική, η οποία καθορίζει και την επικίνδυνη, άτακτη συμπεριφορά και παρουσία της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική.
Παραλήρημα Οκτάι ή ένδειξη αναθεωρητισμού;
Εντύπωση -που χρήζει ειδικής παρατήρησης- προκάλεσαν οι δηλώσεις του Τούρκου αντιπροέδρου, Φουάτ Οκτάι, κατά την παράνομη επίσκεψή του στα κατεχόμενα την περασμένη Τετάρτη, για τις προετοιμασίες της παράνομης επίσκεψης του Ταγίπ Ερντογάν στις 20 Ιουλίου.
Με μια πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να πει κάποιος ότι πρόκειται για καινούρια απόπειρα ιστορικής παραχάραξης.
Συγκεκριμένα, ο Οκτάι ισχυρίστηκε ότι η 20ή Ιουλίου είναι μια επέτειος κατά την οποία οι Τουρκοκύπριοι ελευθερώθηκαν, ενώ πρόσθεσε ότι οι Τούρκοι της Κύπρου έχουν μια ιστορία αιώνων στο νησί και είναι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες του νησιού!
Είπε, μάλιστα, ότι οι «εισβολείς» (Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι) προσπαθούν τώρα να αλλάξουν τις πραγματικότητες, αλλά δεν θα πετύχουν. Για να καταλήξει, βέβαια, ότι η ίδια πλεύση των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας στο θέμα των δύο κρατών είναι ένα ξεκάθαρο μήνυμα στη διεθνή κοινότητα.
Οι δηλώσεις Οκτάι χαρακτηρίστηκαν εύλογα από τα ΜΜΕ ως «παραλήρημα». Μπορούν, όμως, να αναγιγνώσκονται παραληρηματικές τέτοιες δηλώσεις; Ή μήπως αποτελούν ένδειξη και εντασσόμενες στο πλαίσιο της τυχοδιωκτικής νεο-οθωμανικής προσέγγισης της Τουρκίας, τόσο για την Κύπρο όσο και για την ευρύτερη περιοχή;
Γνωρίζουμε καλά ότι τα τελευταία 15 χρόνια η αναθεωρητική πολιτική που τείνει να εφαρμόσει ο Ταγίπ Ερντογάν ωθεί την Τουρκία σε μία θρασύτατη εξωτερική πολιτική, που με σειρά ενεργειών απομακρύνεται από το σχήμα του Κεμαλισμού, με επιδιωκόμενο στόχο τον επεκτατισμό.
Υπενθυμίζουμε, άλλωστε, και τις επαναλαμβανόμενες προσπάθειες του Ταγίπ Ερντογάν αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάννης, κατηγορώντας υπόγεια τον Κεμάλ για φαλκίδευση των «νόμιμων» διεκδικήσεων της Τουρκίας, αποστερώντας της το δικαίωμα επαναφοράς των τουρκικών συνόρων, όπως αυτά οριοθετήθηκαν στο «Εθνικό Σύμφωνο» που είχε ψηφίσει το οθωμανικό κοινοβούλιο το 1920.
Όπως προνοεί το «Εθνικό Σύμφωνο» που επικαλείται ο Ερντογάν, οι τουρκικές διεκδικήσεις εδαφών εκτείνονται από την Ανατολική Θράκη, την Κύπρο, νησιά του ανατολικού Αιγαίου, εδάφη της Βόρειας Συρίας, του Βορείου Ιράκ, σχεδόν όλη την Αρμενία, κομμάτια της Γεωργίας, αλλά και περιοχές του Ιράν.
Η επιλογή είναι η λύση που θέλει η Τουρκία;
Αδιαμφισβήτητα, ελλοχεύουν τεράστιοι κίνδυνοι δίχως λύση του Κυπριακού. Ρεαλιστικά, όμως, με βάση και τα νέα διεθνή και περιφερειακά δεδομένα, ποια επιλογή έχει ενώπιόν της η Κύπρος; Μια λύση όπως την θέλει η Τουρκία; Με υπαρκτό τον κίνδυνο της καταστροφής και της τουρκοποίησης της Κύπρου;
Οι αξιώσεις για λύση δύο κρατών στη βάση της «Κυριαρχικής Ισότητας», με «ίσο διεθνές καθεστώς» και εκ των προτέρων αναγνώριση του κατοχικού καθεστώτος, στοχεύουν στη δημιουργία ενός θνησιγενούς συνομοσπονδιακού μορφώματος. Πρόκειται για πάγιες στοχεύσεις της Τουρκίας, ώστε να οδηγήσει τα πράγματα σε μία λύση με προδιαγεγραμμένο το τέλος, το οποίο θα επιφέρει την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, την παγίωση των τετελεσμένων της εισβολής, της κατοχής και την αποστέρηση της ιδιότητας του πλήρους μέλους της Ε.Ε. και μέλους του ΟΗΕ.
Δυστυχώς, ως έχει η κατάσταση, η επιλογή της Κύπρου παραμένει η παρεμπόδιση των στόχων και σχεδίων της Τουρκίας με την απόρριψη απαράδεκτων θέσεών της, ώστε να διαφυλαχθεί η Κυπριακή Δημοκρατία ως κράτος μέλος της Ε.Ε. Δυστυχέστατα και χωρίς ψευδαισθήσεις, η ανακοπή των μεθοδεύσεων φαντάζει υπό τις περιστάσεις ως η μοναδική και εφικτή λύση.
Με την αντίσταση, μπορούμε να ελπίζουμε και στις μελλοντικές συγκυρίες, παρά στις σημερινές αδιέξοδες και επικίνδυνες παραστάσεις...
Συγκυρίες και αποτρεπτική ισχύ
Πόσο ωφέλιμο είναι, όμως, να ελπίζουμε στις συγκυρίες, παρά να προσπαθούμε έστω ως κράτος να δημιουργούμε τις συγκυρίες;
Η Τουρκία επιβάλλει λύσεις, χρησιμοποιώντας πρώτα τη στρατιωτική της δύναμη, ισχυροποιώντας έτσι τη θέση της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενώ αυτομάτως η στρατιωτική της ισχύ μετατοπίζεται και στα διπλωματικά της μέσα.
Η επιθετική και επεκτατική πολιτική της Τουρκίας ήταν, και είναι, σταθερή και αναμενόμενη, δεν άλλαξε και δεν έδειξε ποτέ ότι θα αλλάξει. Τουναντίον, εξελίσσεται πιο σκληρή και πιο αποφασιστική στις πολιτικές της βλέψεις, στρατιωτικοποιώντας την εξωτερική της πολιτική.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, από την άλλη, η οποία είναι αυτή που αντιμετωπίζει την συνεχιζόμενη κατοχή, εγκληματεί τα τελευταία 25 χρόνια με την αμυντική απογύμνωσή της. Και εγκληματεί ακόμη περισσότερο, γιατί αδυνατεί να προβεί σε παραδοχή ότι η επιχειρηματολογία περί πατριωτικού ρεαλισμού, η οποία μετουσιώθηκε με την αποστρατιωτικοποίηση του νησιού, είναι εθνικά καταστροφική. Με αποτέλεσμα οι εκάστοτε πολιτικοί ηγέτες να σύρονται σε αδιέξοδες συνομιλίες, οι οποίες κάθε φορά αποβαίνουν καταστροφικές για τη δική μας πλευρά.
Η αμυντική θωράκιση της Κύπρου δεν αποτελεί επιλογή μίας δυναμικής ή στρατιωτικής λύσης και ούτε μπορεί να αποτελέσει! Μία, όμως, ισχυρή αποτρεπτική δύναμη μπορεί να συμβάλει σε μία λύση, η οποία θα επέλθει μέσα από τη διαπραγματευτική ισχύ και της Κύπρου.
Το ψευδοκράτος εξοπλίζεται!
Τη στιγμή που η Κυπριακή Δημοκρατία έχει αποστρατιωτικοποιηθεί, η Τουρκία εξοπλίζει το ψευδοκράτος, με τον Φουάτ Οκτάι να διαμηνύει πως «απ’ εδώ και πέρα, εάν υπάρξει μια νέα διαπραγματευτική διαδικασία, δεν θα είναι μεταξύ δύο κοινοτήτων, αλλά μεταξύ δύο κρατών».
Όπως μεταδίδεται από τα κατεχόμενα, ο κ. Οκτάι μιλούσε σε τελετή παράδοσης στο λεγόμενο «αρχηγείο αστυνομίας» 5 οχημάτων προστασίας, το ένα με δυνατότητα «διακοπής σήματος», drone, και εξοπλισμού ασφάλειας όπως μιας βαλλιστικής τσάντας και ασυρμάτων, τα οποία η Τουρκία δώρισε στην «αστυνομία» με αφορμή τα 57 χρόνια από την ίδρυσή της.
Ανέφερε ακόμη ότι «πρέπει να αυξηθούν οι δυνατότητες του ψευδοκράτους για να μπορεί να υποστηρίζει τη διζωνικότητα και την κυριαρχική ισότητα».
Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε και τις πληροφορίες του «ΣΙΓΜΑ» ότι την Κυριακή, 18 Ιουλίου, δύο ημέρες πριν από την επέτειο της εισβολής και την παράνομη επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στα κατεχόμενα, αναμένεται να προσγειωθούν στο παράνομο αεροδρόμιο της Τύμπου περί των 20 μη επανδρωμένων αεροσκαφών, που προορίζονται για τη δημιουργία αεροπορικής βάσης στάθμευσης drones, στην παράνομη βάση του Λευκονοίκου.